Κτήρια και σημεία της πόλης των Χανίων που σημαδεύτηκαν από τη Γερμανική Κατοχή την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μνήμες αλλά και προβληματισμοί γύρω από την ιστορία της περιόδου βρέθηκαν στο επίκεντρο της εκδήλωσης με θέμα “Πόλεμος και Κατοχή στα Χανιά: Τι θυμόμαστε και γιατί;” που πραγματοποιήθηκε στο Κοινωνικό Στέκι – Στέκι Μεταναστών Χανίων την περασμένη Παρασκευή.
Όπως επισημάνθηκε από το Κοινωνικό Στέκι – Στέκι Μεταναστών η εκδήλωση εντάσσεται στο πλαίσιο των αντιφασιστικών πρωτοβουλιών του Στεκιού που έχουν επίκαιρο χαρακτήρα στις μέρες μας καθώς οι νεοναζιστικές “φωνές” έχουν κάνει την επανεμφάνισή τους και στην Ελλάδα αλλά και πανευρωπαϊκά.
Η ιστορικός Κατερίνα Αναγνωστάκη μιλώντας στα “Χ.Ν.” αναφέρθηκε στο δίπολο μνήμη και λήθη και τον τρόπο με τον οποίο αυτό χρησιμοποιείται: «Υπάρχει ένα κομμάτι δημόσιας ιστορίας το οποίο συχνά συμπίπτει με τη σχολική ιστορία και συνίσταται στους μνημονικούς τόπους αλλά και σε ορισμένες πρακτικές όπως οι παρελάσεις, οι επέτειοι κ.λπ. Χαρακτηριστικό αυτής της δημόσιας μνήμης είναι μια ενοποιητική και εθνική αφήγηση», σημείωσε η κα Αναγνωστάκη.
Τόνισε, ωστόσο, ότι το μοντέλο αυτό έχει δεχθεί ρωγμές τόσο σε επίπεδο ακαδημαϊκό όσο και –τα τελευταία 30 χρόνια- από ορισμένες άλλες αφηγήσεις που εμφανίστηκαν σταδιακά και που σχετίζονταν με μια άλλη επικρατούσα αντίληψη προερχόμενη από την πλευρά της Αριστεράς.
«Κι αυτές όμως ακόμα οι αφηγήσεις απορρέουν “από τα πάνω” και έρχονται σε αντίθεση με μια νέα τάση της ιστορίας που είναι οι αφηγήσεις “από τα κάτω”, δηλαδή μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα», πρόσθεσε η κα Αναγνωστάκη.
Ερωτηθείς για το αν μια κοινωνία αντέχει την «αλήθεια της ιστορίας» σχολίασε ότι το ερώτημα είναι κυρίως αν μια κοινωνία αντέχει να ανατραπεί η κυρίαρχη αφήγηση που γνωρίζει, ενώ σε ό,τι αφορά τις σκοτεινές πτυχές της ελληνικής ιστορίας υπογράμμισε ότι η ελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμα συμφιλιωθεί με αυτές καθώς πρόκειται για πράγματα «που μας στοιχειώνουν και τα φοβόμαστε».
Επεσήμανε πάντως ότι το “πέπλο σιωπής” που σκέπασε για πολλά χρόνια μετεμφυλιακά την ελληνική κοινωνία αν και δεν μπορεί να είναι αποδεκτό με όρους επιστημονικής πρακτικής, μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικράτησαν μετά τα αιματηρά χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου.
ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ
Ο νομικός Δημήτρης Φουράκης – Μαγονέζος μιλώντας για τις “σκοτεινές σελίδες” της περιόδου της Κατοχής και του Εμφυλίου εστίασε στο γεγονός ότι κάποιοι από τους συνεργασθέντες με τις δυνάμεις Κατοχής χρησιμοποιήθηκαν στην πορεία ως “μοχλός αντιμετώπισης του εσωτερικού εχθρού στη δύσκολη περίοδο του Εμφυλίου”.
«Αυτό είχε σαν συνέπεια πολλοί από τους αρνητικούς πρωταγωνιστές της Κατοχής όχι απλώς να μείνουν στην αφάνεια αλλά μερικές φορές τονίστηκε η δραστηριότητά τους από άλλη πλευρά και συνεχίστηκε. Πολλοί από αυτούς ακόμα και καταδικασμένοι δοσίλογοι αργότερα αναγνωρίστηκαν με διάφορα διατάγματα και ως αγωνιστές της αντίστασης», ανέφερε ο κ. Φουράκης – Μαγονέζος, ενώ ερωτηθείς για το αν η μη απονομή δικαιοσύνης μεταπολεμικά δηλητηρίασε τη δημόσια ζωή στην Ελλάδα σχολίασε: «Αν δείτε ορισμένα ονόματα συνεργασθέντων θα ανατριχιάσετε σε πόσο υψηλές θέσεις έφτασαν οι ίδιοι ή οι απόγονοί τους. Έχουμε όμως και το ακόμα χειρότερο –όχι από την ελληνική πλευρά- που από βαρύ χέρι της γερμανικής Κατοχής έγιναν το βαρύ χέρι της νέας εξουσίας. Κι αυτό γιατί έγιναν αντικείμενο διαπραγμάτευσης οι δίκες, οι καταδίκες ή οι εκδόσεις των ναζιστών εγκληματιών πολέμου. Άνθρωποι δηλαδή δεν εκδόθηκαν ή καταδικασθέντες βγήκαν δήθεν για λόγους υγείας κι αφέθηκαν ελεύθεροι ανεβαίνοντας σε υψηλά αξιώματα στη Δυτική Γερμανία».
Να σημειώσουμε τέλος ότι στο πλαίσιο της εκδήλωσης προβλήθηκε σπάνιο ψηφιακό υλικό από το προσωπικό αρχείο του Μανώλη Μανούσακα.