Αχ, αυτός ο Μάιος. Μήνας φορτωμένος με τόσα. Με χρώματα, με αρώματα, με λουλούδια, με εργατικές κινητοποιήσεις. Ο φετινός είχε μέχρι κι εκλογές. Μα πάνω απ όλα τούτος ο μήνας κουβαλάει μνήμες. Μνήμες από το κοντινό παρελθόν-ογδόντα δύο χρόνια από την μάχη της Κρήτης, τις ωμότητες και τις βιαιοπραγίες των Γερμανών, την κατοχή. Μνήμες και από ένα μακρύτερο παρελθόν-πεντακόσια εβδομήντα χρόνια από την άλωση της Πόλης. Μνήμες που δημιουργούν πολλών λογιών σκέψεις και συναισθήματα.
Φέτος είπα, δεν θα μιλήσω για λυπητερά. Θα μιλήσω για άλλα πιο χαρωπά πράγματα. Για το Βυζάντιο θα πω, αλλά όχι για την πτώση του που κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες μας ταλανίζει. Φέτος είπα να θυμηθώ κάποια πράγματα από αυτά του έκαναν τούτη τη αυτοκρατορία, να είναι τόσο ξακουστή. Από αυτά που εντυπωσίαζαν τους επισκέπτες της. Από αυτά που τους έκαναν να εννοήσουν σε τι ύψος πολιτισμού βρισκόταν η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.
Όταν, λένε, ο επίσκοπος Λιουτπράνδος της Κρεμόνας επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη για δεύτερη φορά το έτος 966, δεν έτυχε καθόλου θερμής υποδοχής. Βλέπετε υπηρετούσε τον Γερμανό Όθωνα που είχε στεφθεί ηγεμόνας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτό όμως ερχόταν σε σύγκρουση με τον οικοδεσπότη του, μιας και ο Νικηφόρος Φωκά που τον φιλοξενούσε, κυβερνούσε κι ο ίδιος μια Ρωμαΐκή Αυτοκρατορία και μάλιστα πολύ ακμαία. Στην μαρτυρία που έγραψε μετά το ταξίδι του με τον τίτλο «Ανταπόδοση» μόνο παράπονα και γκρίνιες εκφράζει. Ανάμεσα στα άλλα όμως αναφέρει και την επίσκεψή του στον μονάρχη, στην αίθουσα του θρόνου.
«Παρόλο που με την άφιξή μου τα δύο λιοντάρια βρυχήθηκαν και τα πουλιά κελάηδησαν, το καθένα ανάλογα με το είδος του, δεν με κατέλαβε φόβος ούτε θαυμασμός, διότι μου τα είχε προαναγγείλει κάποιος… Ξάπλωσα μπρούμυτα τρεις φορές και προσκύνησα τον αυτοκράτορα. Σήκωσα μετά το κεφάλι μου κι εκείνος που είχα δει πριν να κάθεται λίγο υπερυψωμένα από το δάπεδο, φάνηκε τώρα να φορά άλλα ρούχα και να βρίσκεται κοντά στο ταβάνι. Δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς συνέβη αυτό, παρά μόνο πως τον ανύψωσε μέχρι εκεί κάποιο εργαλείο».
Ο Λιουτπράνδος φαίνεται προϊδεασμένος αλλά φανταστείτε την εντύπωση που έκαναν αυτοί οι μηχανισμοί σε κάποιον πιο ανύποπτο. Κάποιες άλλες αναφορές περιγράφουν και τα χρυσά αυτόματα του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Β΄ του Ψελλού, που όμως τα έλιωσε για να χρηματοδοτήσει τον στρατό του.
Καταγράφεται όμως μεταγενέστερα ότι, τον θρόνο του γιού του αυτοκράτορα Θεόφιλου τον περιφρουρούσαν μεταλλικοί λέοντες και γρύπες οι οποίοι μάλιστα μπορούσαν να βρυχώνται κατά παραγγελία.
Περιγραφές πρεσβευτών αναφέρουν ότι, «ο αυτοκρατορικός θρόνος στη Μαγναύρα βρισκόταν στη σκιά ενός ολόχρυσου πλατάνου, τα κλαδιά του οποίου ήταν γεμάτα από μηχανικά πουλιά, διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους. Αυτά τα πουλιά κελαηδούσαν και έδιναν στον παρατηρητή την εντύπωση ότι πηδάνε από τον πλάτανο στο θρόνο και πάλι πίσω. Γύρω δε από τον κορμό του πλατάνου υπήρχαν ολόχρυσοι γρύπες και λιοντάρια που βρυχιόνταν. Με ένα νεύμα του αυτοκράτορα έμοιαζαν τα τεχνητά ζώα να ¨ζωντανεύουν¨ και να προκαλούν ήχους, συνοδευόμενα από μουσική οργάνων. Με ένα δεύτερο νεύμα ακολουθούσε σιωπή! Την ώρα που οι επισκέπτες αποχωρούσαν, άρχιζαν πάλι οι κινήσεις των ζώων, οι βρυχηθμοί των αρπακτικών και τα κελαηδήματα των πτηνών».
Νομίζω ένα τέτοιο θέαμα θα προκαλούσε ακόμα και σήμερα εντύπωση και θαυμασμό.
Ωστόσο τίποτα δεν δείχνει περισσότερο την ισχύ αυτής της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας, όσο το νόμισμά της.
Μια χώρα αχανής που εξουσιάζει περί τα 50 εκατομμύρια υπηκόους, με μια γραφειοκρατική διοικητική μηχανή 30.000 υπαλλήλων, 200.000 τοπικών αξιωματούχων και 600.000 στρατιωτών (τα στοιχεία αναφέρονται στον 4ο αιώνα) έχει ανάγκη την ύπαρξη ενός αξιόπιστου νομίσματος που θα επιτρέπει την σταθερή μισθοδοσία του στρατού, την απρόσκοπτη λειτουργία της γραφειοκρατικής μηχανής και βέβαια την φορολόγηση του πληθυσμού. Η Βυζαντινή οικονομία είναι, όπως λέγεται, εγχρηματισμένη (βασίζεται δηλ. σε συναλλαγές με χρήμα) και χρησιμοποιεί νομίσματα χρυσά, αργυρά και χάλκινα .
Ήδη από το 312 ο Μεγάλος Κωνσταντίνος εκδίδει τον «aureum solidum», τον «στέρεο χρυσό». Ένα νόμισμα δηλ. που η περιεκτικότητά του σε χρυσό ανέρχεται στα 24 καράτια (καθαρό χρυσάφι δηλ.) πράγμα που καθορίζει και την αξία του στην διεθνή αγορά. Ο σόλιδος, η βασική μονάδα του βυζαντινού νομισματικού συστήματος υπήρξε το ισχυρό χρυσό νόμισμα της εποχής του καθώς αποτέλεσε μια σταθερή αξία για τις διεθνείς συναλλαγές και δικαίως το ονομάζουν «δολάριο» του Μεσαίωνα. Υπήρξε το ανώτατο νόμισμα για όλον τον γνωστό τότε κόσμο και για 700 χρόνια, ώσπου τελικά αντικαταστάθηκε από το Yπέρπυρο τον 12ο αιώνα.
Οι ίδιοι οι Βυζαντινοί γνώριζαν καλά την αξία του νομίσματος τους. Ένας αξιωματούχος του Νικηφόρου Φωκά λέει στον ίδιο πιο πάνω αναφερόμενο Λιουτπράνδο της Κρεμόνας κατά την διάρκεια της ίδιας αποστολής πώς: «Με το νόμισμα μας είμαστε τόσο δυνατοί που θα μπορούσαμε να ενώσουμε όλα τα έθνη εναντίον του βασιλιά σου και να τον συνθλίψουμε σαν πήλινο αγγείο, σε τέτοιο Βαθμό που έτσι και σπάσει δεν θα μπορέσει ποτέ πια να συγκοληθεί».
Λίγο αργότερα ο Ψελλός παρατηρεί ότι δύο είναι οι κύριοι παράγοντες της διατήρησης της ρωμαϊκής ηγεμονίας: «Η των αξιωμάτων φήμη και χρημάτων». Αλλά και ο μοναχός έμπορος Κοσμάς ο Ινδικοπλέύστης που φτάνει τον 6ο αιώνα με τα ταξίδια του μέχρι τον Ινδικό ωκεανό δηλώνει : «Ετερον δε σημείον δυναστείας των Ρωμαίων ο αυτοίς κεχάρισται ο Θεός, λέγω δη ότι εν τω νομίσματι αιτών εμπορεύονται πάντα τα έθνη και εν παντί τόπω απ’ άκρου γης έως άκρου γης δεκτόν εστι, θαυμαζόμενον παρά παντός ανθρώπου και πάσης βασιλείας, όπερ ετέρα βασιλεία ουχ υπάρχει το τοιούτο». Το βυζαντινό νόμισμα περιγράφεται δηλαδή ως θείο δώρο και χαρακτηρίζεται ως διεθνής νομισματική μονάδα, κατάλληλη για τη διεκπεραίωση μεγάλων εμπορικών συναλλαγών
Η σπουδαιότητά του μαρτυρείται και από το γεγονός πως στην πρωτεύουσα καθώς και στην ενδοχώρα του Βυζαντίου ελάχιστα ξένα νομίσματα κυκλοφορούσαν, ενώ βρίσκονται σόλιδοι σε όλη την Ευρώπη και σε όλα τα κράτη μέχρι και την Σκανδιναβία αλλά και μέχρι την Περσία, την Ρωσία και την Σρι Λάνκα.
Νομισματικά ευρήματα σολίδων που βρέθηκαν σε μακρινά μέρη όπως στην Κίνα, στην Ουκρανία, στη νότια Ρωσία, στα εδάφη των Αβάρων και των Χαζάρων, καθώς και στις χώρες του Καυκάσου· μαρτυρούν απόπειρες για διπλωματικές επαφές ή εξαγορά στρατιωτικών υπηρεσιών. Ακόμα και καταβολές φόρου υποτέλειας. Το βυζαντινό νόμισμα διαδόθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου και λειτούργησε ως πρότυπο για νομίσματα που κόπηκαν μεταγενέστερα από λαούς στη μεσαιωνική Δύση και Ανατολή.
Η νομισματική μεταρρύθμιση του Μεγάλου Κωνσταντίνου υπήρξε τόσο επιτυχημένη, ώστε ακόμα και σήμερα στη συνείδηση του ελληνικού λαού το παλαιό χρυσό κωνσταντίνειο νόμισμα γίνεται κωνσταντινάτο. Πολύτιμο δώρο τύχης και ευημερίας καθώς και φυλαχτό που διώχνει όλα τα κακά .