Η Αδελφότητα Μικρασιατών Ν.Χανίων “ο Άγιος Πολύκαρπος” σε συνεργασία με τα “Χανιώτικα νέα”, παρουσιάζουν κάθε εβδομάδα ένα ιστορικό αφιέρωμα στη Μικρά Ασία, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τη μικρασιατική καταστροφή
Την επομένη νωρίς το πρωί βγήκαμε να κάνουμε περίπατο στην πόλη. Αρχίσαμε από την ευρωπαϊκή συνοικία, τον Φραγκομαχαλά. Εκεί είχε πολλά καταστήματα, το ένα δίπλα στο άλλο, και έβρισκε κάνεις ότι μπορούσε να φανταστεί για τις ανάγκες και την πολυτέλεια των Ευρωπαίων. Σ’ αυτή τη συνοικία μένουν οι ξένοι έμποροι κι οι πρόξενοι. Οι δρόμοι είναι πολύ στενοί! Από τα δρομάκια αυτά περνούσαν συνέχεια φορτωμένες καμήλες, άλογα, γαϊδούρια και βαστάζοι. (…) Οι βαστάζοι, για να τους παίρνουν είδηση οι περαστικοί, φώναζαν συνέχεια “γκουαρντα!”. Οι ώμοι των ανθρώπων αυτών είναι πλατιοί κι έχουν στην πλάτη τους ένα φαρδύ, παραγεμισμένο σακί. Πάνω σ’ αυτό σηκώνουν ό,τι θέλουν να μεταφέρουν, όπως μακριές ξύλινες τράβες, μεγάλα κασόνια, στενόμακρα σακιά με καπνό.
Σκύβουν τόσο πολύ κάτω από όλο αυτό το βάρος που δεν μπορούν να δουν μπροστά τους και γι’ αυτό φωνάζουν “γκουαρντα!”. Οι τριγύρω περαστικοί μόλις δουν και πλησιάζει ένας βαστάζος, από φόβο μην πέσει πάνω τους και τους ρίξει, τρυπώνουν γρήγορα σε καμιά ανοιχτή πόρτα ή τραβιούνται στην άκρη και σκύβουν το κεφάλι για να περάσει από πάνω τους το φόρτωμα.
Χριστίνα Λυτ 1836
Πλανόδιοι πωλητές
Καθημερινά στους δρόμους της πόλης έκανε την εμφάνισή της μια ξεχωριστή και γραφική μικροκοινωνία με ιδιαίτερους κανόνες και λειτουργίες. Ήταν οι γυρολόγοι και οι πλανόδιοι πωλητές, οι επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων και οι παραγωγοί αγροτικών προϊόντων.
Οι “μπακτσεβάνηδες” και οι “ζαρζαβατζήδες” καλλιεργούσαν οπωρολαχανικά στα περιβόλια τους και τα διέθεταν στους δρόμους της πόλης είτε στήνοντας πρόχειρες κατασκευές στο δρόμο είτε πουλώντας τα προϊόντα τους πάνω σε υποζύγια καθώς και στους ώμους τους…
Όσοι πέρασαν από τη Σμύρνη δε θα ξεχάσουν τον επίγειο παράδεισο των φρούτων της. Τα φρούτα της Σμύρνης προέρχονταν από τον κάμπο της, ονομαστό για την γονιμότητά του και την ποικιλία της παραγωγής του…
Υπαίθριοι καφετζήδες
Ανέκαθεν ο καφές λειτουργούσε ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους ανθρώπους. Τα καφενεία ήταν ιδανικοί χώροι για ανταλλαγή ιδεών και όαση ενάντια στη μοναξιά.
Νεροζούμι, νερομπουμπούλι, όπως τον έλεγαν, συχνά κρύος, χωρίς καϊμάκι, αλλά με ταχίνι, όπως συνήθιζαν μερικοί να ρίχνουν στον καφέ τους, σερβίρονταν στα καλά καφενεία της Σμύρνης και των μεγάλων πόλεων. Οι περαστικοί όμως που πήγαιναν στη δουλειά τους πριν χαράξει η μέρα, το είχαν “αντέτι” τους (συνήθεια), να πίνουν μια γουλιά καφέ από τον υπαίθριο ταμπή. Για τους θεριακλήδες και όσους δεν είχαν χρόνο, η λύση ήταν οι υπαίθριοι ταμπήδες (καφετζήδες).
Αν και όλη η Ανατολή λάτρευε τον καφέ, το κλίμα και το χώμα δεν βοηθούσαν στην ανάπτυξη του φυτού. Εκτός από την Αιθιοπία που εμφανίστηκαν τα πρώτα φυτά καφέ, η Υεμένη και η Αραβία αποτελούσαν εκείνη την εποχή τις σημαντικότερες πηγές παραγωγής καφέ. Οι Άραβες τον έφεραν στην Ευρώπη μέσω Βενετίας. Τόπος συνάντησης των εμπόρων ήταν το λιμάνι της Σμύρνης.
Τα καλά καφενεία της πόλης σέρβιραν τον καφέ ανάλογα με τις επιθυμίες του πελάτη. Νεροζούμι (νερομπουμπούλ’, όπως τον έλεγαν), συχνά κρύο, χωρίς ή με καϊμάκι, ακόμα και με ταχίνι, όπως συνήθιζαν να προσθέτουν μερικοί στον καφέ τους. Υπήρχαν όμως και οι περαστικοί που πήγαιναν στη δουλειά τους πριν χαράξει η μέρα και είχαν “αντέτι τους” (συνήθεια), να πίνουν μια γουλιά καφέ από τον υπαίθριο ταμπή.
Πλανόδιοι πωλητές Λεμονάδας “μπουζ γιμπί”
Οι σαλεπιτζήδες το καλοκαίρι πουλούσαν λεμονάδα. Γέμιζαν τα χάλκινα ή τα μπρούτζινα δοχεία που είχαν μαζί τους με “μπουζ γιμπί”, όπως έλεγαν την παγωμένη λεμονάδα. Την πρόσφεραν βάζοντάς την σε ποτήρια που είχαν περασμένα στη μέση τους.
«Μήπως θέλει τίποτα η κοκόνα»;
Οι γυναίκες δεν είχαν πολλά νταραβέρια με το παζάρι και την αγορά. Τα ψώνια του σπιτιού τα έκανε ο άντρας, ενώ για τα πρόχειρα έστελνε ο μπακάλης τον παραγιό. Το πρωί όμως από τις γειτονιές περνούσαν οι γυρατζήδες. Ο “πρεβολάρης” περνούσε κάθε πρωί με φορτωμένα τα κοφίνια φωνάζοντας: «πρεβολαρίσια κουκιά, αγκινάρες, κρομμύδια, πατάτες».
Ειδικά όταν ήταν η εποχή τους, ολημερίς άκουγες τους χωρικούς να διαλαλούν στις γειτονιές: «κρύα κρύα μπαρντατζίκ σύκα», «έχω σταφύλι κεχριμπάρι, ποιος θα βγει για να το πάρει;», «ποπόνια, καρπούζια, καντηνάρια ρόδια, κυδώνια, κασαμπαλιά ποπόνια…»
Ζεστό σαχλέπ για τους ξενύχτηδες
Τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια, μαζευόντουσαν οι Σμυρνιοί από νωρίς στα σπίτια τους και κάνανε τις ξακουστές βεγγέρες. Λαγκριντί , τόμπολα αλλά και χοντρό χαρτί με άφθονο χρήμα. Τα κάστανα στη χόβολη του μαγκαλιού σκάζανε ένα ένα και γινόντουσαν ανάρπαστα. Συχνά τους έβρισκε το ξημέρωμα, όπου άκουγαν τη φωνή του σαλεψή. «Ζεστό σαχλέπ, σιτζάκ σιτζάκ σαχλέπ και σκέτο και με γάλα έχει, σαχλέπ». Οι ξενύχτηδες περαστικοί πίνανε να ζεσταθούν από τις παστρικές κούπες, το ζεστό σαλέπι από τη μπρικάρα που έβραζε. Μοσχοβολούσε τζερτζεφίλη, κανέλα και ανθόνερο. Σωστό μπάλσαμο για εκείνη την ώρα…