«Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος να ν’ ήμερος να ’ναι άκακος λίγο φαΐ, λίγο κρασί Χριστούγεννα κι Ανάσταση» είχε πει ο Οδυσσέας Ελύτης και οι Μικρασιάτες το επιβεβαίωναν.
Στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς, η μέρα της Λαμπρής αρκούσε για να δώσει έστω και μία φορά το χρόνο, την υπέρτατη χαρά και την ψευδαίσθηση της λευτεριάς που γένναγε όμως την ελπίδα.
H προσμονή για την ημέρα της Λαμπρής ξεκινούσε σαράντα ημέρες πριν, με τη νηστεία της Σαρακοστής, που οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια. Τη χαρά αυτών των ημερών δεν την αντάλλαζαν με τίποτα.
Ιδιαίτερο χαρακτήρα και χρώμα είχε ο εορτασμός του Πάσχα στη Σμύρνη. Στους Έλληνες της ιωνικής πολιτείας, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της, η γιορτή της Ανάστασης γινόταν αφορμή για να δείξουν την ευλάβεια στη θρησκεία του Ναζωραίου και να εκδηλώσουν ταυτόχρονα και την ακλόνητη πίστη τους στα εθνικά ιδεώδη. Παρά τον ζυγό, οι Έλληνες της Σμύρνης πανηγύριζαν ελεύθερα την «βασιλίδα των εορτών».
Η χαρά της Ανάστασης η οποία συναντούσε τη φυσική αγαλλίαση της άνοιξης, είχε δημιουργήσει παραδόσεις και έθιμα θρησκευτικού περιεχομένου που περιλάμβαναν τελετουργίες συμβολικού χαρακτήρα που σχετίζονταν κυρίως με τη γονιμότητα. Το Πάσχα, για όλη τη Μικρά Ασία αποτελούσε ένα κορυφαίο θρησκευτικό γεγονός που ήταν ταυτισμένο με την άνοιξη και την εποχή της ευημερίας.
Όλη τη Μ. Βδομάδα οι γυναίκες άσπριζαν και καθάριζαν το σπίτι. Έπρεπε να λάμπει από καθαριότητα για να ” υποδεχτεί τον Αναστάντα Χριστόν “.
Οι αγορές της Σμύρνης γέμιζαν από τη Μ. Δευτέρα με κοπάδια αρνιών που συνήθως τα έφερναν οι έμποροι με τον σιδηρόδρομο από την Καππαδοκία. Οι Σμυρνιοί αγόραζαν συνήθως δύο αρνιά. Ένα για τη Λαμπρή και ένα για του Αγίου Γεωργίου.
Τη Μ. Πέμπτη έβαφαν τα αυγά. Ή παράδοση τα ήθελε κόκκινα, στο χρώμα της θυσίας του Χριστού και της χαρμόσυνης αναμονής. Πολλές νοικοκυρές έβαφαν τα αυγά με κρεμμύδι.
Έβαζαν φλούδες κρεμμυδιών στον πάτο μιας κατσαρόλας, από πάνω μία στρώση αυγά, από πάνω πάλι φλούδες και πάλι αυγά μέχρι να γεμίσει ή κατσαρόλα. Πρόσθεταν νερό και τα έβραζαν σε σιγανή φωτιά μέχρι να πάρουν τα αυγά χρώμα. Το πρώτο αυγό που έβαφαν το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι. Πολλοί το κρατούσαν ως φυλαχτό και το φύλαγαν μέχρι να γίνει ο κρόκος του σαν κεχριμπάρι. Επίσης τη Μεγάλη Πέμπτη, γινόταν λιτανεία που έκαναν οι Σμυρναίοι Έλληνες. Της πομπής προηγείτο ο Αρχιεπίσκοπος, κρατώντας στο στήθος του χρυσό Ευαγγέλιο. Τον ακολουθούσαν ο κλήρος και πολλοί Έλληνες, κρατώντας όλοι στα χέρια τους αναμμένες λαμπάδες.
Τη Μ. Παρασκευή, οι ανύπαντρες και παρθένες κοπέλες έπρεπε να μαζέψουν τα λουλούδια που θα στόλιζαν τον Επιτάφιο. Από τη Μ. Τέταρτη οι γυναίκες ζύμωναν εφτάζυμα και τσουρέκια. Συνήθως την ίδια μέρα έφτιαχναν και το προζύμι για το ζύμωμα του ψωμιού όλης της χρονιάς.
Στην εορτή αυτή της χαράς για την Ανάσταση του Κυρίου, δεν έλειπε ο πασχαλινός αμνός από κανένα ελληνικό σπίτι, πλούσιο ή φτωχικό. Υπήρχε μάλιστα συνήθεια ν’ ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι Σμυρναίοι ζωντανά αρνιά. Τις περισσότερες φορές τα αρνιά – δώρα ήταν στολισμένα σα νύφες. Τους φορούσαν πέπλο από ροζ τούλι, γιρλάντα από ψεύτικα λεμονάνθια και τα στόλιζαν με άφθονες χρυσές κλωστές. Το πασχαλινό αρνί δε συνήθιζαν να το σουβλίζουν. Το γέμιζαν με ρύζι, αμύγδαλα και κουκουνάρι και το έβαζαν στη χόβολη αποβραδίς για να ψηθεί σιγά σιγά ως το πρωί.
Ο μνηστήρας έστελνε επίσης στην αρραβωνιαστικιά του τον πασχαλινό αμνό, αποφεύγοντας όμως να στείλει αρνί που έφερνε κέρατα… Επίσης αποφευγόταν, για λόγους καθαρά αισθητικούς, να στέλνονται αρνιά με μαύρο τρίχωμα. Πολλές φορές, ορισμένα σπίτια δέχονταν ως δώρα πασχαλιάτικα 8 και 10 αρνιά. Σωστό κοπάδι. Τα αρνιά αγοράζονταν από την αρχή της Μεγάλης Εβδομάδος και αποτελούσαν την πασχαλινή πηγή χαράς για τα παιδιά. Τα παραλάμβαναν, έβαφαν το τρίχωμά τους με κόκκινο και γαλάζιο χρώμα, τα στόλιζαν, τους φορούσαν το απαραίτητο «γιουλάρι» με κουδουνάκια, τα ταΐζαν με «χασίλι» και «γιοντζέ», με αλατισμένη κορινθιακή σταφίδα -το «κουραντί» – και τα περιφέρανε στις αυλές και στους δρόμους αλλά και στους αγρούς των προαστίων, έως το Μεγάλο Σάββατο.
Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, ύστερα από τη Λειτουργία και το «’Ανάστα ο Θεός!», την «Πρώτη Ανάσταση» όπως την αποκαλούσαν στη Σμύρνη, έσφάζοντο τ’ αρνιά. Η μητέρα έβρεχε το δάχτυλό της στο ζεστό αίμα του σφαγμένου αρνιού και σταύρωνε μ’ αυτό το μέτωπο των παιδιών της, καθώς και το πάνω μέσα μέρος της εξώπορτας.
Τις προβιές των αρνιών, κατά κανόνα, οι Χριστιανοί τις πρόσφερναν στο Γραικικό νοσοκομείο. Ειδικά συνεργεία περιτρέχανε τις ελληνικές συνοικίες της Σμύρνης και μάζευαν τις προβιές, που το “Ιδρυμα έπειτα εκποιούσε σε πλειοδοσία. Κι ήταν σεβαστός πόρος για το μεγάλο αυτό φιλανθρωπικό ίδρυμα, που παρείχε δωρεάν νοσηλεία, όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά και σε πολλούς αλλοεθνείς. “Ο Μητροπολίτης κάθε χρόνο εξέδιδε εγκύκλιο και παρότρυνε τους Χριστιανούς να τηρούν το έθιμο τούτο.
Μεταξύ των Χριστιανών της Σμύρνης επικρατούσε, εκτός από τα αρνιά, ανταλλαγή κόκκινων αυγών, σε καλλιτεχνικότατα καλαθάκια. Ο Δεσπότης στους «πασχαλινούς επισκέπτες» του προσέφερε χρυσό βαμμένο αυγό, με αναπαράσταση της Αναστάσεως.
Η τελετή της Αναστάσεως πανηγυριζόταν με εξαιρετική ζωηρότητα σ’ όλες τις εκκλησίες της Σμύρνης. Πολύ πριν τα μεσάνυχτα γύριζαν οι ζαγκότηδες, όπως έλεγαν τους ροπαλοφόρους θυροκρούστες και χτυπούσαν τις πόρτες των χριστιανικών σπιτιών φωνάζοντας πως φτάνει η ώρα της Αναστάσεως.
Με ιδιάζουσα αίγλη και μεγαλοπρέπεια γιορταζόταν η Ανάσταση στο μητροπολιτικό ναό της Αγίας Φωτεινής. Ο πελώριος «αυλόγυρος» καθώς και ο ναός, που μοσχοβολούσε από τις δάφνες και τα τριαντάφυλλα, κατακλυζόταν από κόσμο. Στο «Δεύτε λάβετε φως» οι Χριστιανοί άναβαν τις χρυσοποίκιλτες λαμπάδες τους και η μεγάλη εκείνη έκταση του περιβόλου του ναού μεταβαλλόταν σε φωτεινό πέλαγος. Ο Δεσπότης, ακολουθούμενος από τον επίσκοπο Χριστουπόλεως και τους ιερείς, ανέβαινε στη μυρτοστόλιστη εξέδρα, το κρεββάτι, όπως την ονόμαζαν, που βρισκόταν στο μέσον του αυλόγυρου. Κι όταν ο Μητροπολίτης υψώνοντας το Σταυρό εξήγγελλε το «Χριστός Ανέστη», οι καμπάνες του πανύψηλου κωδωνοστασίου, σκορπούσαν τους χαρμόσυνους ήχους και δονούσαν τους αιθέρες. Πυροβολισμοί και βαρελότα κροτούσαν, μουσικές παιάνιζαν και τα λαμπαδηφόρα πλήθη έψαλλαν το «Χριστός Ανέστη». Από τη βάση του καμπαναριού ως στην κορυφή του κωδωνοστασίου -40 περίπου μέτρων ύψους – υψώνονταν αργά, ζωγραφιστή επί ξύλου αναπαράσταση της Αναστάσεως, μέσα σε αποθέωση πολύχρωμων βεγγαλικών.
Είναι η στιγμή που όλα φαντάζουν. Γη και ουρανοί αγάλλονται. Φως της χαράς παντού. Λάμπει το ασήμι και το χρυσάφι από το φως των λαμπάδων. Τα πρόσωπα των πανέμορφων της Σμύρνης γυναικών, φεγγοβολούν κι’ αστράφτουν. Ο Ελληνισμός της Σμύρνης συναγείρετε στο θαύμα της Αναστάσεως και οραματίζεται την εθνική Ανάσταση. Κι’ ο συναγερμός αυτός μεταβάλλεται σ’ έξαλλο ενθουσιασμό, όταν μετά το μελωδικό «Χριστός Ανέστη» ανακρούουν οι μουσικές τους γλυκούς εκείνους φθόγγους, που ανταποκρίνονταν προς τους παλμούς των Ελλήνων, τους φθόγγους του «Σε γνωρίζω από την κόψη…»
Πάλλονται οι καρδιές από την ιερότερη συγκίνηση κι’ ασπασμοί ανταλλάσσονται. “Όλοι οι κρυμμένοι πόθοι και τα όνειρα της Φυλής ξαναζούν… Κι’ αργά τα πλήθη των “Ελλήνων αποχωρούν και διασχίζοντας σοκάκια και μαχαλάδες γυρνούν στα σπίτια των. Με το άγιο φως στο χέρι, με το φως στο πρόσωπο, με το φως στην ψυχή…
Ιδιαίτερη αίγλη και μεγαλοπρέπεια είχε και ο πανηγυρισμός στη Σμύρνη της «Δεύτερης Ανάστασης». Με υποβλητική επισημότητα γιορταζόταν η «Αγάπη» στο μητροπολιτικό ναό της “Αγίας Φωτεινής. Οι Πρόξενοι των Ορθοδόξων Εθνών, με επί κεφαλής τον “Έλληνα, καθώς και κληρικοί διαφόρων δογμάτων, με τις τελετουργικές στολές τους, προσέρχονταν στην εκκλησία. Το Ευαγγέλιο διαβάζονταν σε διάφορες γλώσσες. Μετά την ιεροτελεστία ακολουθούσε η περιφορά της εικόνας της Αναστάσεως. Η πομπή διέσχιζε τας οδούς Υελοπωλείων , τα γνωστά Γυαλιάδικα, Αγίου Γεωργίου και Μεγάλων Ταβερνών και γύριζε, από το Τρίστρατο της Αγίας Φωτεινής, στο ναό. Προηγούντο τα “Εξαπτέρυγα, τα λάβαρα, τα «φανάρια» και οι ψαλτάδες. Ακολουθούσαν πίσω από την εικόνα της Αναστάσεως ο Μητροπολίτης με χρυσά άμφια και χρυσή μίτρα. Οι Πρόξενοι και τα πλήθη των πιστών ακολουθούσαν με αναμμένες τις αναστάσιμες λαμπάδες.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, γιόρταζαν οι Έλληνες της Σμύρνης το Πάσχα, την παν ευφρόσυνη αυτή μέρα της Χριστιανοσύνης, την αναστάσιμη αυτή μέρα, που την διαδέχθηκαν οι πικρές ώρες του ολέθρου και της προσφυγιάς…
Κάλεσμα 1922 – 2022
Πέρασαν 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή και τη γενοκτονία των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής από το τουρκικό Κράτος – 100 χρόνια μετά, οι μνήμες παραμένουν ζωντανές στο εικονοστάσι της καρδιάς μας, ρίχνοντας λάδι στο άσβεστο καντήλι της μνήμης με αφιερώματα για τη Μικρά Ασία, αποτίοντας ελάχιστο φόρο τιμής στους προγόνους μας, που έβαψαν κόκκινα με το αθώο αίμα τους, τα αγιασμένα χώματα της Ιωνικής γης… Η συμμετοχή σας, πολύτιμη!
Ο,τι θα προσφέρετε και μπορεί να εμπλουτίσει την υπάρχουσα συλλογή μας για την αρτιότερη υλοποίηση των αφιερωμάτων, θα καταγραφεί και θα επιστραφεί. Επίσης, η συμμετοχή των παιδιών κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική, για τη μεταλαμπάδευση της αγάπης, για τη μικρασιατική ιδέα. Ελπίζουμε σε σας… προσδοκούμε σε σας…
Ας γίνουμε όλοι κρίκοι μιας ανθρώπινης αλυσίδας, που θα συμβάλει στη διατήρηση και ανάδειξη των αλησμόνητων πατρίδων της καρδιάς μας. Τηλ. επικοινωνίας: 6972 227065 Στέλλα Γκοζάνη – Χαριτάκη 6937 707942 Μανώλης Αναγνωστόπουλος 28210 45628 Ηλέκτρα Τσίκα – Μαράκη