«Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά καί στον Βουτζά γελάδια, στα παινεμένα τα Βουρλά σφάζονται παλικάρια»! Ο ιστορικός τόπος των Βουρλών ήταν ξακουστός σε όλη την ανατολή τόσο για την λεβεντιά ,την αρχοντιά, τη νοικοκυροσύνη και την τάξη των κατοίκων του στα σπίτια και στα αμπέλια τους, όσο και για την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, της επονομαζόμενης «Παναγιά η Βουρλιώτισσα».
Οι Έλληνες των Βουρλών φημίζονταν για την παλικαριά τους. Ο Γ. Καψής στο βιβλίο του «Χαμένες Πατρίδες» γράφει:
«…Εκείνος που γνωρίζει τι θα πει Βουρλιώτης, δεν μπορεί ν’ αμφιβάλλει. Είχαν τα όπλα ζωσμένα στα ζωνάρια τους, γιατί λάτρευαν τον πόλεμο… Ήταν το καμάρι της Ερυθραίας και πολλοί Σμυρνιοί κατέφευγαν στα Βουρλά για να ζήσουν, έστω και λίγο, ελεύθεροι-γιατί ήταν ένα κομμάτι ελεύθερης ελληνικής γης.. …Όπως και στ’ Αϊβαλί, έτσι και στα Βουρλά, οι Τούρκοι είχαν συνθηκολογήσει με τους Χριστιανούς. Τους άφηναν ανενόχλητους να ζουν στο χωριό τους»..
Τα Βουρλά ή Βρύουλλα ή Βρίουλλα είναι πόλη της Ιωνίας στα μικρασιατικά παράλια και συγκεκριμένα στο κέντρο περίπου της Ερυθραίας Χερσονήσου.
Η απόσταση από τη Σμύρνη είναι 40 χιλιόμετρα, από δε τον Τσεσμέ ,στο δυτικό άκρο της χερσονήσου περίπου 50 χιλιόμετρα .Η περιοχή προς της θάλασσα, το επίνειο των Βουρλών, λέγεται Σκάλα. Τα νησιά του Ερμαίου Κόλπου ήταν αρχικά οι Κλαζομενές. Σύντομα οι Κλαζομένιοι πέρασαν στην απέναντι στεριά, στη θέση των Βουρλών και της Σκάλας. Εκεί κοντά και το αρχαίο Χύτριον.
Ίωνες οι πρώτοι κάτοικοι, άποικοι κατά τον 7ο π.χ. αιώνα. Ο σοφός Αναξαγόρας ήταν Κλαζομένιος (500-428 π.Χ) δάσκαλος των Περικλή, Ευρυπίδη, Σωκράτη και άλλων επιφανών.
Από εδώ πέρασε και ο Μέγας Αλέξανδρος και άφησε αθάνατο έργο: ένωσε με δρόμο το νησάκι των Κλαζομενών (Αγίου Ιωάννου) με τη στεριά των Κλαζομενών, τη Σκάλα.
Η ιστορία των Βουρλών, αρχίζει σχεδόν από τους Βυζαντινούς χρόνους. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄, ο Παλαιολόγος, περνούσε τα καλοκαίρια με την ακολουθία του και το στρατό του σ’αυτήν την τοποθεσία, κοντά στις αρχαίες Κλαζομενές. Αυτό αναφέρεται από τον βυζαντινό χρονογράφο Ακροπολίτη. Αποδεικνύεται καθαρά από το πλήθος των βυζαντινών ερειπίων και θησαυρών (αντικειμένων, τάφων, ψηφιδωτά δαπέδων, χρυσών νομισμάτων, κωνσταντινάτων), που συχνά βρίσκανε οι Βουρλιώτες, σκάβοντας τα χωράφια τους, στο κύλισμα.
Από τα Βουρλά πέρασαν και Γενοβέζοι κατακτητές. Έμειναν λέξεις όπως: Λότζα, φουντάνα, κόνσολας, Γκενοβέζικα και άλλες. Η τούρκικη κατοχή πρέπει να έγινε γύρω στο 1400.
Βουρλά ή Βρύουλα;
Στα γραπτά συνηθέστατα, προκειμένου δε περί επισήμων εγγράφων κατά κανόνα, διαβάζουμε: Βρύουλλα και μάλιστα με ποικίλη ορθογραφία. Βρύουλλα, Βρύουλα, αλλά και Βρίουλλα ή Βρίουλα.
Στην ομιλία όμως ακούμε και λέμε πάντα, χωρίς καμία εξαίρεση Βουρλά. Οι Βουρλιώτες βέβαια και συγκεκριμένα οι ανεπηρέαστοι από κάθε σχολική επίδραση και διάβασμα έλεγαν συχνότατα ο Βουρλάς , « ο Βουρλάς μας ο ξακουσμένος».
Ο Σιναϊτης μοναχός Χατζη-Κυριάκης δηλώνει την καταγωγή του “Βουρλιότις εκ χόρας Βουρλά”. Αν και αγράμματος ήταν πανέξυπνος και δραστήριος, ταξιδεύοντας Ασία – Ευρώπη, είχε γνωριμίες με βασιλιάδες και άρχοντες της εποχής του, τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα, αρχές του 18ου αιώνα.
“Εκινήσαμε από τα Βουρλά και ήλθομεν εις τον Τσεσμέ…” διαβάζουμε σε πατριαρχικό κείμενο, στα 1725 του χρονογράφου Χρυσάνθου Πατριάρχου Ιεροσολύμων.
Ο Αδαμάντιος Κοραής (φιλόλογος και γιατρός από τη Σμύρνη 1748-1833) σε αλληλογραφία του με τον Πρωτοψάλτη το 1785 ρωτά: “αν ωφελήθηκε περί των θερμών από την αποδημία του στα Βουρλά”.
Κατά πάσα πιθανότητα ,τα Βουρλά να χρωστούν την ονομασία τους σε μια αρκετά σημαντική βυζαντινή οικογένεια, τους Βρουλλάδες ή Βουρλάδες που είχαν κτήματα στην περιοχή. Οι Βουρλάδες είχαν τον τίτλο του «Σεβαστού» άρχοντα, ο κάτοχος του οποίου ήταν 5ος μετά τον αυτοκράτορα στην ιεραρχία.
Ο Γεώργιος Δ, Κριεζής ,στην Ιστορία της Νήσου Ύδρας γράφει: «Κατά το έτος 1668 ήλθεν απο τα Βουρλά ,κωμόπολιν παραλίας της Σμύρνης ,η οικογένεια των Γιακουμάκιδων των οποίων απόγονοι εισίν οι Τομπάζοι».
Επίσης στην περιγραφή της νήσου Σάμου από τον αρχιεπίσκοπό της Ιωσήφ Γεωργερίνη (1666-1671) διαβάζουμε τα ακόλουθα: «Επί της κορυφής του όρους αυτού, υπάρχει χωρίον Βουρλιώται καλούμενον, αποικία των παρά τη Σμύρνη Β ο υ ρ λ ώ ν, έχον 100 περίπου οικίας»
Ως τώρα όλοι μιλάνε για Βουρλά.
Ο τύπος Βρίουλλα άρχισε να εμφανίζεται από τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα. Είναι η εποχή που αυξάνει η μόρφωση και πολλαπλασιάζεται η μελέτη παλαιοτέρων κειμένων. Ο Βουρλιώτης αρχιερέας Γαβριλάκης, παρασυρόμενος ίσως από αρχαιολατρεία καθιερώνει (κατά πάσα πιθανότητα) τη λέξη “Βρύουλλα” επί το ελληνικότερον.
Υπήρχε βέβαια αρχαία ελληνική πόλη με το όνομα Βρίουλλα.
Την αναφέρει ο Στράβων και τη τοποθετεί στη Νύσα της Καρίας, κοντά στο Μαίανδρο. Κοντά στο Μαίανδρο επίσης αναγράφονται τα Βρύουλλα στο χάρτη των βυζαντινών επισκοπών.
Τα Βρίουλλα όμως του Στράβωνος και τα Βρίουλα των Βυζαντινών,που είναι τα ίδια, δεν έχουν καμία σχέση με τα Βουρλά της Ερυθραίας των παραλίων της Μικράς Ασίας.
Σε έγγραφα του 1857 διαβάζουμε: “ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΒΡΥΟΥΛΩΝ” “ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΒΡΙΟΥΛΩΝ” και “ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΥΠΟΠΡΟΞΕΝΕΙΟΝ ΒΡΥΟΥΛΛΩΝ”.
Αυτά στα έγγραφα.
Ο απλός κόσμος όμως πάντα έλεγε: Ο Βουρλάς μας ή τα Βουρλά μας.
Ο τύπος όμως Βουρλά διατηρήθηκε και στην ονομασία της Σχολής Βουρλών που ονομάστηκε “ΑΝΑΞΑΓΟΡΕΙΟΣ ΣΧΟΛΗ ΒΟΥΡΛΩΝ”.
Επίσης και οι εξαγωγικοί οίκοι της σταφίδας των Βουρλών ήταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν τον τύπο Βουρλά,γιατί έτσι ήταν γνωστός στην Ευρώπη ο τόπος και τα προϊόντα του, στις αγορές του εξωτερικού, εφέροντο ως Vourla Soultanaw,Vourla Eleme κ.τ.λ.
Οι κάτοικοι μιλούσαν μόνο ελληνικά, εκτός από μερικούς που είχαν εμπορικά αλισβερίσια με τους Τούρκους. Υπήρχαν περίοδοι βιαιοπραγιών από μέρους των Τούρκων, ιδίως μετά τον ατυχή πόλεμο της Θεσσαλίας (1897) που αναγκάστηκαν πολλοί Βουρλιώτες να εκπατρισθούν και άλλοι, με απειλές, να γραφτούν Οθωμανοί για λόγους οικογενειακούς ή περιουσιακούς ,ενώ πολλοί στάλθηκαν εξορία στα “Αμελέ Ταμπουρού”.
Στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα ο πληθυσμός των Βουρλών έφτανε τις 35-40 χιλιάδες ψυχές. Απ΄αυτές οι 30-35.000 ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι Τούρκοι, λίγοι Εβραίοι(500-1000) και ελάχιστοι Αρμένιοι (γύρω στις τριάντα οικογένειες).
Η κυρία ασχολία κατοίκων των Βουρλών ήτο η αμπελουργία-σταφιδοπαραγωγή. Αμπέλια είχαν όλοι οι Βουρλιώτες και οι μεγάλοι σταφιδέμποροι και οι επαγγελματίες και οι επιστήμονες και οι απλοί εργάτες γεωργοί.
Το αμπέλι για τον Βουρλιώτη δεν ήταν μονάχα το κτήμα του, το βιοποριστικό το επάγγελμα ,η ζήση του. Ήταν βέβαια όλα αυτά αλλά και κάτι σπουδαιότερο. Ένα κομμάτι από το «είναι» του, από την ψυχή του. Το αγαπούσε, το λαχταρούσε, το κανάκευε και το καμάρωνε σαν «παιδί» του. Χωρίς ρούχα μπορούσε να μείνει, σε μια δύσκολη περίσταση, και χωρίς λούσα κι αυτός κι η γυναίκα του, το αμπέλι όμως θα είχε τη δούλεψή του στην εντέλεια. Σπίτι μεγάλο και αρχοντικό δε ζήλευε ο Βουρλιώτης « ….σπίτι όσο χωρείς κι αμπέλι όσο θωρείς», έλεγε.
Οι Βουρλιώτες, μετά τη φυλλοξήρα του 1890-1900 που κατέστρεψε όλα τα αμπέλια τους, κατάφεραν με πολύ προσπάθεια, κόπο, προσωπική εργασία και στερήσεις να αναστήσουν τη γη τους. Έκαναν το «κύλισμα», φύτεψαν στην αρχή άγριο αμπέλι, που δεν το έπιανε η φυλλοξήρα, το μπόλιασαν και το έφεραν σε θέση να δώσει το πρώτο «μαξούλι».
Τους Βουρλιώτες μπορούμε να τους κατατάξουμε σε τέσσερις τάξεις:
α) τους φατόρους (μεγαλέμπορους)
β) τους συναφλήδες (επαγγελματίες και βιοτέχνες),
γ) τους νοικοκυραίους (γεωκτήμονες) και
δ) τους ρεσπέριδες (γεωργούς).
Τελείως φτωχοί ή άποροι ήταν σπάνια περίπτωση. Αν ορφάνευε από πατέρα μια πολυμελής οικογένεια, έπρεπε να πουλήσει τα κτήματά της για να ζήσει. Μα πάλι συνέτρεχαν οι συγγενείς. Οι ζητιάνοι συνήθως ήταν από άλλες περιοχές, ξένοι.
Τα “Σινάφια” ήταν τα Σωματεία και οι Συντεχνίες που στα Βουρλά είχαν όλα τα επαγγέλματα και που γιόρταζαν με τον κάθε Άγιο, προστάτη τους. Η ενότητα των επαγγελματικών σκοπών, τόνωνε τη σύμπνοια και την εθνική συνείδηση.
Τα Βουρλά χωρίζονταν σε περιοχές με ανάλογες ονομασίες. Είχαν πολλές εκκλησίες ,με Μητρόπολη την Παναγία τη Βουρλιώτισσα και πολλά εξωκκλήσια, σχεδόν το κάθε τσιφλίκι είχε και την εκκλησίτσα του. Το καύχημα βέβαια των Βουρλιωτών, ήταν η εκκλησία της Παναγιάς της Βουρλιώτισσας.
Στα επίσημα έγγραφα η εκκλησία της Παναγίας αναφέρεται ως «Μητροπολιτικός ναός». Μέσα στο περίβολο της εκκλησίας βρισκόταν η κατοικία του Αρχιερατικού Επιτρόπου καθώς καί του ιδίου του Μητροπολίτη Εφέσου ή του βοηθού του, όταν έρχονταν στα Βουρλά. Εκεί υπήρχαν επίσης οι αίθουσες καί τα γραφεία της Κοινότητας καί της Δημογεροντίας.
Ο μεγάλος Βουρλιώτης ιστορικός Νίκος Μηλιώρης, παραθέτει και τον εξής θρύλο σχετικά με το κτίσιμο της εκκλησίας: «Ο τόπος όπου χτίστηκε αργότερα η εκκλησία ήταν πριν γεμάτος βουρλιές. Κάποιος τσοπάνης πού έβοσκε εκεί γύρω τα πρόβατα του, πρέπει να υποθέσουμε πώς, τίποτε δεν ήταν ακόμη χτισμένο εκεί κοντά, έβλεπε τακτικά τις νύκτες κάποιο φως να φέγγει ανάμεσα στις βουρλιές. Αλλά και τη μέρα πρόσεξε ότι ένα πρόβατό του ξεμάκραινε τακτικά και χανόταν για κάμποσο, προς ένα ορισμένο σημείο ανάμεσα στις βουρλιές. Κάποτε το παρακολούθησε και τότε ανακάλυψε το αγίασμα και μια εικόνα της Παναγίας, στο μέρος ακριβώς πού έβλεπε και τις νύκτες το φως. Το περιστατικό αυτό μαθεύτηκε και τότε οι χριστιανοί χτίσανε εκεί μια πολύ μικρή εκκλησία και φυλάξανε μέσα την ιερή εικόνα .Ήταν το μέρος, προσθέτει η παράδοση, όπου μέχρι τη καταστροφή διατηρείτο ένα μικρό παρεκκλήσι, μέσα στον περίβολο της Παναγίας, πίσω ακριβώς από το «ιερό» του ναού, πού λεγόταν χαρακτηριστικά « Εύρεση».
Στο χώρο που βρέθηκε το εικόνισμα της Παναγίας,το 1689, ανεγέρθη τρίκλιτος ναός που ξεχώριζε διότι το τέμπλο του, ξύλινο και σκαλισμένο, ήταν ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας. Οι εικόνες του ήταν όλες ασημοσκεπασμένες με αργυρόχρυσα καντήλια. Αριστερά της ωραίας πύλης, στο τέμπλο, ήταν θρονισμένη η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Βουρλιώτισσας. Η εικόνα παρίστανε την Παναγία την Οδηγήτρια και ήταν πολύ παλιά με φθαρμένα τα χαρακτηριστικά των προσώπων με έντονα τα σημάδια από το διάβα των χρόνων.
Λέγεται ότι η εικόνα είχε ζωγραφιστεί από τον Άγιο Λουκά. Σε Βουρλιώτικη εφημερίδα το 1873, γράφει ότι ήταν βυζαντινών χρόνων, και επειδή μόλις διακρινόταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου, οι Τούρκοι την αποκαλούσαν ΚαράΠαναγιά, δηλαδή Μαύρη Παναγιά.
Όλο το εικόνισμα ήταν σκεπασμένο, με ασημένιο κάλυμμα έξοχης τέχνης, ενώ τα χέρια και τα φωτοστέφανα της Παναγίας και του Χριστού, ήταν σκεπασμένα με φύλλο χρυσού. Είχαν δε πρόσθετα στέφανα, όπου πάνω ήταν πολύτιμα πετράδια. Πάνω στο στέμμα της Παναγίας, υπήρχαν δέκα διαμαντόπετρες, μεγάλης αξίας. Για τη θαυματουργή αυτή εικόνα μιλούσαν όχι μόνο στα Βουρλά και τη Σμύρνη αλλά και σε όλη τη Μικρά Ασία. Μάλιστα και οι Τούρκοι λέγανε πως τους έκανε θαύματα η Παναγία.
Το Δεκαπενταύγουστο πλήθος προσκυνητών συνέρρεε στα Βουρλά. Ξεκινούσαν τις παραμονές από τις πόλεις και τα χωριά με αραμπάδες και με καΐκια από τα Καράμπουρνα, τις Φώκεες ,τη Σμύρνη και το Αιβαλί.
Η ακτοπλοϊκή εταιρεία Σμύρνης, έβαζε έκτακτα δρομολόγια με τα καραβάκια της προς τη Σκάλα των Βουρλών. Το 1853 εφημερίδα της Σμύρνης γράφει: “Το μικρό καραβάκι “Μπουρνόβας” μεταφέρει διαρκώς προσκυνητές προς τα Βουρλά”.
Τρεις μέρες κρατούσε το πανηγύρι. Ήταν παρόμοιο με της Παναγίας της Τήνου. Οι πιστοί έπαιρναν βαμβάκι με το οποίο έτριβαν το πρόσωπο τη Παναγίας και σταύρωναν ότι ήθελαν να γίνει καλά. Αλλά το κρατούσαν και πάνω τους σαν φυλακτό.
Το Δεκαπενταύγουστο του 1922, ενώ τελείτο η θεία λειτουργία, ένα νέφος μπήκε στο ναό, σαν μια νεφέλη, και πήγε προς την εικόνα της Παναγίας, όπου είδαν να βγαίνει φωτιά αφού πρώτα ακούστηκε μια φωνή να λέει: “Φωτιά! Φωτιά! και μετά να εξαφανίζεται η νεφέλη. Μετά από λίγες μέρες, κάηκαν τα Βουρλά και μαζί και η εκκλησία της Παναγίας της Βουρλιώτισσας.
Κεντρικό σχολείο ήταν η Αναξαγόρειος με πλήθος άλλων στην περιφέρεια των Βουρλών που συντηρούνταν από τις εκκλησίες και τους συλλόγους, καθώς και από τους γονείς των μαθητών.
Το 1760 ιδρύθηκε το πρώτο σχολείο των Βουρλών με την επωνυμία: “ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ”, κοντά στην εκκλησία της Μητρόπολης των Βουρλών, στο κέντρο του χωριού με τους 3000 κατοίκους. Ενισχύθηκε εκτός από την εκκλησία της Παναγίας, από μία μεγάλη δωρεά ενός εμπόρου της Σμύρνης, τον Χ΄΄ Νικολή Χρυσογιάννη ,από τη Μονεμβασιά της Πελοποννήσου (70 χρονών τότε) με 1000 γρόσια και από συνεισφορές Βουρλιωτών με άλλα 1000 γρόσια. Πρώτος διδάσκαλος και διευθυντής αναφέρεται ο ιερομόναχος Καλλίνικος.
Για είκοσι χρόνια δεν έχει ιδιόκτητο κτίριο διδασκαλίας και στέγη διδασκάλων. Το 1780 αποφασίστηκε να αγοραστεί ένας παλιός βερχανές (στοά με μαγαζιά) με οικόπεδο, απέναντι στην εκκλησία της Παναγίας. Αγοράσθηκε με χρήματα της Παναγίας της Βουρλιώτισσας και φυσικά από τους Βουρλιώτες, πλούσιους και φτωχούς. Στη συνέχεια έγινε η ανακαίνιση κατάλληλη για σχολείο, που μεγάλο μέρος των εξόδων “σήκωσε” ο μοναχός δάσκαλος Καλλίνικος.
Αυτή είναι η αρχή της “ΑΝΑΞΑΓΟΡΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΒΟΥΡΛΩΝ”. Στην είσοδο του κτιρίου υπήρχε μια παλιά κρήνη στο μάρμαρο της οποίας έγραφε: “ 1803 Ioυνίου 5
Ήδη πρώτον δομηθείσα ετελέσθη αναλώμασι μεν της Αγίας Εκκλησίας της Παναγίας, συνδρομή δε και Επιστασία των επιτρόπων και τιμιωτάτων προεστώτων κυρ. Μανωλάκη και κυρ. Ανδρέου Μπάρμπογλου
ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ
Κοινωνών του ύδατος μέμνησο και των άνω”.
Η Αναξαγόρειος Σχολή Βουρλών ήταν ένα ολοκληρωμένο, ογκώδες και επιβλητικό κτίριο, με πλατιά στέγη από κόκκινα κεραμίδια. Το καύχημα των Βουρλών. Λογαριαζόταν τότε ως το μεγαλύτερο της Ανατολής, ίσως και των Βαλκανίων.
Ελληνικού ρυθμού κτίριο με κολώνες δωρικού ρυθμού και αετώματα. Στην όψη θύμιζε τα παλαιά ανάκτορα των Αθηνών. Είχε μήκος 64 μέτρων, πλάτος 24 μέτρων και ύψος 16 μέχρι 18 μέτρων. Εσωτερικά οι αίθουσες είχαν 5,5μ. ύψος. Είχε δύο προσόψεις, η μια στη νότια μεγάλη πλευρά με δύο εισόδους των Αρρεναγωγείου και Παρθεναγωγείου. Στην ανατολική πλευρά η κυρία είσοδο του Αρρεναγωγείου. Κάθε είσοδος αποτελούσε ένα είδος μικρών προπυλαίων με μαρμάρινη σκάλα. Δωρικού ρυθμού οι κολώνες που στήριζαν την οροφή του επάνω πατώματος. Στον δεύτερο όροφο και πάνω από τα προπύλαια υπήρχε ένα τριγωνικό αέτωμα που συμπλήρωνε την κλασικότητα του κτιρίου.
Δεξιά και αριστερά κάθε εισόδου, δύο σειρές από οκτώ παράθυρα και στα δύο πατώματα, με ανάλογη αντιστοιχία και στις άλλες πλευρές. Από κάθε είσοδο της επίμηκης πλευράς, εσωτερικά, ξεκινούσε ένας διάδρομος μήκους 20 μέτρων και πλάτος 7 μέτρων. Κατέληγε σε δύο ευρύτατες καλλιτεχνικές σκάλες για το επάνω πάτωμα. Άλλος εγκάρσιος διάδρομος, ίδιου φάρδους, έδινε το σχήμα του σταυρού, στο εσωτερικό των δύο ορόφων. Χρησίμευε και ως αίθουσα εκδηλώσεων. Ένα κυκλικό κιγκλιδωτό μπαλκόνι, διευκόλυνε την παρακολούθηση κάθε τελετής, όσων βρίσκονταν στο επάνω πάτωμα.
Συνολικά είχε 16 αίθουσες παραδόσεων. Τα γραφεία και το διευθυντήριο είχαν εξοικονομηθεί στο βάθος των διαδρόμων, κάτω από τη φαρδιά μαρμάρινη σκάλα και τον πρόδρομο των προπυλαίων. Στο κτίριο της παλαιότερης πτέρυγας υπήρχαν και δύο ημιυπόγεια ευρύτατα δωμάτια, τα οποία πριν χρησίμευαν για αίθουσες παράδοσης μαθημάτων των τμημάτων της Προκαταρκτικής Τάξεως. Ο μεγάλος χώρος κάτω από το πρώτο πάτωμα του Αρρεναγωγείου ήταν το χειμερινό Γυμναστήριο της Σχολής. Η αυλή περιτριγυρισμένη με μανδρότοιχο, είχε δύο εισόδους.
Στη στρογγυλή σφραγίδα της Αναξαγορείου Σχολής υπήρχε στο κέντρο ένα λυχνάρι και γύρο το ρητό του Αναξαγόρα του Κλαζομένιου: “ΟΙ ΤΟΥ ΛΥΧΝΟΥ ΧΡΕΙΑΝ ΕΧΟΝΤΕΣ ΕΛΑΙΟΝ ΕΠΙΧΕΟΥΣΙ”
Έμβλημα της Σχολής το λυχνάρι που οι Βουρλιώτες – πλούσιοι και φτωχοί – φρόντιζαν να διατηρείται πάντοτε αναμμένο. Κατά τα τελευταία χρόνια πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, λειτούργησε και Νυκτερινή Σχολή 6 με 9 το βράδυ που φοιτούσαν ακόμα και ενήλικες μαθητές, με ζήλο για μόρφωση. Το Αρρενναγωγείο γιόρταζε των Ταξιαρχών 8 Νοεμβρίου και των θηλέων στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Χαρακτηριστικό της ζωτικότητας και πνευματικής δραστηριότητας ήταν η έκδοση εφημερίδων μέσα στα Βουρλά, με τυπογραφείο από τον Κωστή Φουρούλη. Κατά καιρούς εκδίδονταν οι εφημερίδες: “ΑΙ ΚΛΑΖΟΜΕΝΑΙ” το “ΣΥΝΤΑΓΜΑ” η “ΣΦΗΚΑ” και η “ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ” με ευρεία κυκλοφορία.
Ακόμα από το 1853 λειτουργούσε στα Βουρλά “ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟΝ” και οι πνευματικοί σύλλογοι “ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ” “ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ” και “ΟΜΟΝΟΙΑ”. Είχαν μάλιστα τον “ΜΟΥΣΙΚΟΝ ΟΜΙΛΟΝ ΒΟΥΡΛΩΝ” από το 1895 με φιλαρμονική κι επίσης τον “ΣΥΝΔΕΣΜΟΝ ΦΙΛΟΜΟΥΣΩΝ” 1906, καθώς και το “ΓΕΩΡΓΙΚΟΝ ΑΔΕΛΦΑΤΟΝ ΒΟΥΡΛΩΝ”. Την φιλόπτωχον Αδελφότητα “ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ” το 1900, την Θρησκευτική Αδελφότητα “ΑΛΗΘΕΙΑ” το 1908, την “ΑΓΑΘΟΕΡΓΟΝ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΚΥΡΙΩΝ” 1908 με συνεχή δράση ως το 1922 και άλλους συλλόγους Κυριών.
Είχαν παιδικούς συλλόγους όπως: “ΤΟΝ ΟΜΙΛΟ ΦΙΛΟΤΕΧΝΩΝ” τον “ΑΝΑΞΑΓΟΡΑ” οι “ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΖΩΩΝ” 1911 με εφημεριδούλα σε πολύγραφο.
Είχαν τη “ΛΕΣΧΗ” του Χατζηχριστοφή για συγκεντρώσεις των παλικαριών και για παραστάσεις θεάτρων. Έρχονταν αξιόλογοι θίασοι από Σμύρνη και Αθήνα. Μερικά χρόνια πριν από την Καταστροφή του 1922, μετέτρεψαν τον μεγάλο καφενέ του Φλώρου, στο Φαρδύ Σοκάκι, σε κινηματογράφο.
Ακόμα Νοσοκομείο φτωχών και λοιμωδών νόσων. Και νεκροταφείο με τρίκλιτη εκκλησία, με χτιστούς μαρμαρένιους τάφους, δεντροφυτεμένο με τσικουδιές.
Στις αρχές του 20ου αιώνα τα Βουρλά ήταν χωρισμένα από τον Ντερέ (ποτάμι) σε δύο τομείς. Στον ανατολικό που ήταν ο τούρκικος και ο εβραίικος μαχαλάς και στον δυτικό που ήταν οι ελληνικοί μαχαλάδες(συνοικίες).
Ο δημόσιος δρόμος Σμύρνης-Τσεσμέ, συναντούσε το Φαρδύ Σοκάκι και περνούσε μέσα απ΄τη πόλη διασχίζοντάς την, από την ανατολική τούρκικη μέχρι το τέλος της δυτικής ελληνικής συνοικίας.
Ο Άγιος Χαράλαμπος στη συνοικία Σπιτάλια, βρισκόταν περίπου 300 μέτρα μακριά από την εκκλησία της Παναγίας, ενώ στη περιοχή μεταξύ των δύο ναών, στο Φαρδύ Σοκάκι, βρισκόταν το Νοσοκομείο των Βουρλών. Το μοναδικό νοσοκομείο σε όλη τη χερσόνησο της Ερυθραίας. Από το τρίστρατο της Κάτω Λόντζας, πίσω από το συγκρότημα της Παναγίας, συνέχιζαν δρόμοι κατηφορικοί που οδηγούσαν προς τις βορειότερες συνοικίες, φτάνοντας μέχρι το Ρουστάμκιοϊ ,ελληνικό προάστιο με 100 περίπου σπίτια που απ΄το 1901 είχε κτιστεί εκκλησία της Ευαγγελίστριας.
Επίνειο της πόλης, αλλά και λιμάνι και θέρετρο ,ήταν η Σκάλα η οποία συνδεόταν με τα Βουρλά με αμαξωτό δρόμο μήκους 4 χιλ.
Ανατολικά της Σκάλας βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης των Κλαζομενών, πατρίδας του σπουδαίου φιλοσόφου και αστρονόμου της αρχαιότητας , Αναξαγόρα.
Ο Γκιούλμπαξες.
Ήταν το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής των Βουρλών. Ακριβέστερα ήταν μια πραγματική κωμόπολη 3000-3500 περίπου κατοίκων, που κατοικούνταν από αμιγώς ελληνικό πληθυσμό. Βρισκόταν Δ-ΒΔ των Βουρλών, στη δυτική ακτή του κόλπου του Γκιούμπαξε.Η περιοχή στον μυχό του κόλπου αυτού λεγόταν Μάλκαντζας, συμπίπτει με το χώρο του αρχαίου Υπόκρημνου στον οποίο αναφέρεται ο Στράβων και απείχε από το Γκιούλπαξε περίπου 3 χιλιόμετρα ΝΑ.
Το τοπωνύμιο «Γκιούλμπαξες» , είναι τούρκικο και σημαίνει τριανταφυλλόκηπος (γκιούλ=τριαντάφυλλο και μπαξές=κήπος).
‘Ετσι, όταν στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να αυξάνει και να αναπτύσσεται ο συνοικισμός ,με εντελώς μάλιστα ελληνικό πληθυσμό, οι κάτοικοι μεταφράσανε την τουρκική ονομασία του χωριού και το ονόμασαν Ροδώνα.
Η αρχή του χωριού δεν φαίνεται να είναι πολύ παλιά.Σίγουρα όμως από τα τα μέσα ή έστω από τα τέλη του 18ου αιώνα υπήρχε εκεί ελληνοχριστιανικός οικισμός.Φαίνεται μάλιστα πως κατά τη επανάσταση του 1821, ο Γκιούλμπαξες υπήρξε το κέντρο κάποιας αντάρτικης κίνησης που εξορμούσε από τη Σάμο προς τα Μικρασιατικά παράλια. Το πνεύμα της γενναιότητας και του ελληνικού εθνικού φρονήματος που κυριαρχούσε από παλιά στο Γκιούλμπαξε επιβεβαιώθηκε αρκετές φορές στο μέλλον.
Στον άτυχο πόλεμο του 1897,περίπου 120 νέοι του χωριού έφυγαν κρυφά με σκοπό να καταταχθούν εθελοντές στον Ελληνικό Στρατό. Αλλά και αργότερα, κατά τον Α΄ΠΠ, υπάρχουν πολλές αναφορές για τη δράση
Γκιουλμπαξιωτών, στην υπηρεσία της βρετανικής αντικατασκοπίας. .Για τη αρχική εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων πληροφορίες μας δίνει ο Ν. Μηλιώρης βασιζόμενος σε διηγήσεις παλιών Γκιουλμπαξιωτών, που προέρχονται από παραδόσεις που μεταφέρθηκαν απ΄τους παλαιότερους.
Σύμφωνα με τις διηγήσεις αυτές, κατά μία παράδοση ,οι πρώτοι κάτοικοι του Γκιούλμπαξε ήρθαν από τη Κάρυστο είτε ακολουθώντας με τη βία τους αγάδες τους, είτε αναζητώντας από μόνοι τους καλύτερη τύχη σαν μετανάστες.
Κατά μία άλλη παράδοση ο Γκιούλμπαξες ήταν αρχικά ένα μεγάλο αγρόκτημα κάποιου Αρμένη που είχε καλές σχέσεις με τις τούρκικες αρχές. Εκεί κατέφευγαν λοιπόν Έλληνες απ΄τα νησιά ή την «παλιά» Ελλάδα που για κάποιο λόγο, καταδιώκονταν από τις αρχές, βρίσκοντας καταφύγιο. Έτσι δημιουργήθηκε ένας συνοικισμός από αυτούς οι οποίοι δούλευαν καλλιεργώντας το κτήμα του Αρμένη .Με τα χρόνια οι αγρότες αυτοί δημιούργησαν δικαιώματα πάνω στο κτήμα, τα οποία στη συνέχεια διεκδίκησαν, ήπια στην αρχή και με ακραίο τρόπο στη συνέχεια, φτάνοντας στο σημείο να τον πυροβολήσουν.
Η παράδοση λέει πως τότε αυτός φοβήθηκε και έφυγε εγκαταλείποντας τα πάντα . Ύστερα από αυτό, οι Γκιουλμπαξιώτες χώρισαν το κτήμα και το μοιράστηκαν μεταξύ τους .
Όλοι οι κάτοικοι είχαν μικρά ή μεγαλύτερα αμπέλια. Άλλωστε η παραγωγή σταφίδας ήταν το κύριο προϊόν ολόκληρης της Ερυθραίας. Οι έμποροι με καϊκια τη μετέφεραν στη Σκάλα των Βουρλών και στη Σμύρνη, και από εκεί στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Το σημαντικότερο έθιμο του Γκιούλμπαξε ήταν το Κεσκέκι. Οι Γκιουλμπαξιώτες το συνέδεσαν στενά με τον Άγιο τους ,τον Άγιο Γεώργιο, θεωρώντας το ως μνημόσυνο του Αγίου και το φαγητό ως ευλογία του. Οι απόγονοί τους το συνεχίζουν μέχρι σήμερα στα Μελίσσια, όπου και εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας Α΄τόμος Ιστορικά – Ν. Μηλιώρη
Τα Βουρλά μας καίγονται Γ΄ τόμος – Ν. Παραρά – Ευτυχίδου
Ο Σιναϊτης ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΗΣ εκ χώρας Βουρλά
Χαμένες Πατρίδες
Πήγες :
Ένωση Βουρλιωτων Μ. Ασιας με τη συμβολή και βοήθεια του Πρόεδρου Φωτη Καραλη.
Σημείωμα της προέδρου
της Αδελφότητας Μικρασιατών
Ν. Χανίων “ Ο Άγιος Πολύκαρπος”Από την πρώτη στιγμή που γνώρισα την Κωστούλα Καραμπα- τσάκη Πουλιδάκη την αγάπησα και ταυτίστηκα μαζί της. Ίσως γιατί ο αγαπημένος μου πατέρας Κλέαρχος, ήταν Βουρλιώτης; Ίσως επειδή έχει το όνομά της λατρεμένης μου μητέρας Κωστούλα;
Δεν ξέρω… Αυτό που γνωρίζω είναι, ότι είναι ένας άνθρωπος αγνός, ευγενής, ειλικρινής, δοτικός με όλα τα χαρίσματα της μικρασιατικής φυλής και με μεγάλη αγάπη για την ρίζα της και την οικογένεια της, για την οποία πάντα μιλούσε με συγκίνηση. Λαχτάρα της ήταν να την αξιώσει ο Θεός, κάποτε να αποτυπώσει στο χαρτί, τα πάθη του ξεριζωμού των δικών ι ης. Όλα τα μέλη του Δ.Σ. και εγώ προσωπικά θέλουμε ολόψυχα να κάνουμε το όνειρό της πραγματικότητα, ως αντίδωρο για όλη της την αγάπη και προσφορά στην Μικρασιατική Ιδέα.
Με την βοήθεια του καταξιωμένου Αντιπεριφερειάρχη μας κ. Νικολάου Καλογερή, τα καταφέραμε. Το όνειρο πήρε σάρκα και οστά. Με την συμπαράσταση του συζύγου της Γιώργου και των κοριτσιών της Μαρίας και Σπυριδούλας, το συγγραφικό της ταξίδι ξεκίνησε. Με την αμέριστη βοήθεια και ηθική στήριξη της κόρης της Μαρίας, άρχισε να ξετυλίγει το νήμα των αναμνήσεων και με πολύ γλαφυρό λόγο ανιστορεί και αποτυπώνει στο χαρτί την πολύπαθη διαδρομή της οικογένειάς της μέχρι την εγκατάσταση τους στα όμορφα Χανιά μας.
Σύσσωμο το Διοικητικό Συμβούλιο της Αδελφότητας Μι- κρασιατών Ν. Χανίων “Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ” αγκαλιάζει και συγχαίρει την βιωματική συγγραφέα που ζωντανεύει μνήμες, γιατί οι μνήμες μας είναι η μεγάλη μας κληρονομιά και οφείλουμε να την τιμούμε αν θέλουμε να μην ξεχαστούν ποτέ οι Αλησμόνητες Πατρίδες της καρδιάς μας. Είμαστε Ίωνες, περήφανοι για την ράτσα μας και κρατάμε σαν φυλαχτό στην καρδιά μας, τον πολιτισμό και την ιστορία της καθ’ ημάς Ανατολής.
Η πατρίδα της ψυχής μας, η Μικρασία είναι ένα καντήλι αιώνια αναμμένο στο εικονοστάσι της καρδιάς μας και η Κωστούλα Καραμπατσάκη – Πουλιδάκη, με σεβασμό, ρίχνει λάδι σε αυτό το καντήλι της μνήμης μας.
Την ευχαριστούμε γιατί οι μνήμες, φυλάνε πατρίδες.Για το Δ.Σ.
Αδελφότητας Μικρασιατών Ν. Χανίων
“Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ”
Η πρόεδρος
Στέλλα Γκοζάνη-Χαριτάκη
Λέγομαι Κωστούλα – Καραμπατσάκη-Πουλιδάκη και είμαι Μικρασιάτισσα 2ης γενιάς. Είμαι περήφανη κόρη μιας Βουρλιώτισσας μάνας, της Μαρίτσας Τριανταφύλλου και ενός Μικρασιάτη από την Μαγνησία, του Σάββα Καραμπατσάκη. Οι γονείς μου γεννήθηκαν εκεί το 1914 και 1913 αντίστοιχα και μεγάλωσαν στην αλησμόνητη πατρίδα, μέχρι που χτύπησε το μεγάλο, ανείπωτο κακό. Το 1922 με τον διωγμό και την γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, έφτασαν και οι γονείς μου στα Χανιά, δυο μικρά παιδιά, σαστισμένα και τρομαγμένα από όλη αυτήν την συμφορά και την αντάρα. Κάτω από ποιες συνθήκες και πως έφτασαν εδώ, μαζί με πολλές ιστορίες της ταραγμένης αυτής στιγμής του ελληνισμού, τα ήθη, τα εθίματα, όλα τα διηγούμαι στο βιβλίο μου “Από τα Βουρλά στην Μαγνησία”, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα με την ευγενική υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης, της περιφερειακής ενότητας Χανίων και του αντιπεριφερειάρχη Χανίων κ. Νικολάου Καλογερή και υπό την σκέπη της Αδελφότητας Μικρασιατών Χανίων και την αμέριστη συμπαράσταση της προέδρου της αδελφότητας κύριας Στέλλας Γκοζάνη – Χαριτάκη. Ελπίζω να βρείτε στο βιβλίο μου μέσα, αναμνήσεις από τις διηγήσεις των δικών σας παππούδων και γιαγιάδων και να σας ταξιδέψει σε αλλοτινούς καιρούς και μέρη μαγικά και αγαπημένα. Και αν σας κάνει να συγκινηθείτε και να δακρύσετε, ελπίζω αυτό το δάκρυ να είναι τόσο γλυκό και τρυφερό, όσο και οι γεύσεις και οι μυρωδιές της Ιωνίας και της Μικράς Ασίας μας.