Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Μνήμες ναζιστικής θηριωδίας

Πέρασαν 74χρόνια από την ημέρα που οι σιδερένιες πόρτες των στρατοπέδων θανάτου κατέρρευσαν.
Mε αφορμή την χθεσινή παγκόσμια ημέρα μνήμης του ολοκαυτώματος (27 Ιανουαρίου ημέρα απελευθέρωσης του Αουσβιτς από τους Σοβιετικούς), ξαναζούμε τα γεγονότα της εποχής μέσα από της αφηγήσεις Χανιωτών αιχμαλώτων.
Γιατί μπορεί οι Eβραίοι Κρήτες να μην πρόλαβαν να μεταφερθούν στα στρατόπεδα εξόντωσης τους αλλά στη Γερμανία βρέθηκαν -και γύρισαν ελάχιστοι- πολλοί αντιστασιακοί, όμηροι, απλοί καθημερινοί άνθρωποι που χρησιμοποιήθηκαν ως δούλοι από τους ναζί.
Παρέα με τους δύο Χανιώτες εναπομείναντες στη ζωή πρώην αιχμαλώτους θυμόμαστε τραγικές στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗΣ: «Γλύτωσαν όσοι είχαν κουράγιο»
papoutsakhs«Ημασταν δεκάδες χιλιάδες αιχμάλωτοι στο Gusen ένα από τα υποστρατόπεδα του Μαουτχάουζεν. Μας βγάζουν έξω από το στρατόπεδο και μας βάζουν στο δρόμο, αριστερά και δεξιά Γερμανοί να μας κτυπάνε. Αν έπεφτες κάτω δεν ξανασηκωνόσουν και μας πάνε σε άλλο στρατόπεδο. Από την πείνα και την εξάντληση πέφταμε κάτω σαν τις μύγες που τις έχουν ψεκάσει. Πλησίαζαν οι Σοβιετικοί και ήθελαν να μας πάνε αλλού για να μην μας βρουν» αφηγείται ο Σταύρος Παπουτσάκης, από τα Μεσκλά.
Του ζητάμε να θυμηθεί τη μέρα της απελευθέρωσης. «Είδαμε οχήματα και τανκς. Ένα από αυτά έπεσε πάνω στη μεγάλη σιδερένια πόρτα του στρατοπέδου και την έριξε. Εμείς όλοι φωνάζαμε, τρέχαμε πάνω κάτω, κλαίγαμε, αγκαλιαζόμασταν. Ξέραμε καιρό ότι πλησίαζαν και είχαμε πάρει κουράγιο. Αυτό μας έσωσε, όσους σωθήκαμε διαφορετικά δεν θα γλύτωνε κανείς μας. Πώς θα γλυτώναμε αφού  τις 8 τελευταίες μέρες πριν την απελευθέρωση δεν τρώγαμε τίποτα μόνο ένα καφέ ζουμί. Πώς μπορείς να ζήσεις έτσι;… Αν έβλεπες πως ήμουν όταν απελευθερώθηκα. Είκοσι πέντε κιλά, όλα και όλα, πετσί και κόκαλο» δηλώνει ο κ. Σταύρος.

ΑΝΤΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ
Η απελευθέρωση των ομήρων, δούλων εργατών προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού. Οι SS είχαν φύγει αλλά οι κρατούμενοι έπιασαν και εκτέλεσαν πολλούς “Κάπο”, ποινικούς κρατούμενους που τους είχαν βάλει επιστάτες τα SS για να βασανίζουν τους Εβραίους και τους πολιτικούς κρατούμενους.
«Είδα με τα μάτια μου κάτι Ρώσους αιχμαλώτους που έπιασαν έναν “Κάπο” και τον σκότωσαν με τα τσόκαρα που φορούσαν. Σε άλλο στρατόπεδο οι Αμερικάνοι έπιασαν την φρουρά των SS που δεν πρόλαβε να φύγει και τους εκτέλεσαν όλους!» λέει ο κ. Σταύρος.
Υπήρξε βασανιστήριο που θα μπορούσε να το κατατάξει ως το… χειρότερο ρωτάμε τον κ. Σταύρο; «Να σου πω το ξύλο, τις βουρδουλιές αν δεν έβγαινε γρήγορα η δουλειά; (φτιάχναμε στο Steyer που ήμουν οχήματα και στο Gusen όπλα.) Αλλά   η πείνα ήταν ό,τι χειρότερο! Μια μέρα δουλεύαμε έξω από το στρατόπεδο και πιάσαμε μια γάτα. Τη βάλαμε κρυφά μέσα στο στρατόπεδο και ψάχναμε να δούμε πώς θα τη φάμε γιατί δεν μας άφηναν να μαγειρεύουμε. Ηταν ένας Σοβιετικός ταγματάρης που πήρε ένα τενεκέ  του έβαλε από κάτω ασβέστη, από πάνω άμμο, από πάνω τη γάτα και πάνω της πάλι άμμο και ασβέστη. Μετά έβαλε νερό, έβρασε ο ασβέστης και ψήθηκε, όπως ψήθηκε, ή γάτα. Ούτε τη γδάραμε, έτσι όπως ήταν τη φάγαμε. Μια άλλη μέρα ήμασταν έξω από το στρατόπεδο για   εργασίες και βλέπω ένα πορτοκαλόφλουδο. Σκύβω να το αρπάξω, με βλέπει ο Γερμανός φρουρός άρχισε να με κλωτσάει, να με χτυπάει με το κοντάκι. Καθόταν πιο πέρα μια γριούλα Γερμανίδα και έβλεπε τι γινόταν και τραβούσε τα μαλλιά της. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι με έδερναν για ένα πορτοκαλόφλουδο. «Παιδιά μου» φώναζε, «παιδιά μου», έπεσαν πάνω της οι φρουροί την τσαλαπάτησαν και την έδειραν και αυτή! Κάτι άλλο που θυμάμαι ήταν ότι επειδή βομβάρδιζαν οι σύμμαχοι τις Γερμανικές πόλεις έφτιαχναν οι Γερμανοί συνεργεία από εμάς τα “μπόμπα κομάντο” για να μαζεύουμε τα συντρίμια και να εξουδετερώνουμε τις βόμβες που δεν είχαν σκάσει. Πολλοί κρατούμενοι πήγαιναν με ευχαρίστηση γιατί ανάμεσα στα ερείπια όλο και κάτι θα βρίσκαμε, καμιά πατάτα, κανένα φρούτο, για να να φάμε.  Εκεί σε έναν μήνα που κάθισα σκοτώθηκαν αμέτρητοι, συνεργεία ολόκληρα διαλύθηκαν από τις βόμβες!» τονίζει ο κ. Σταύρος. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, βρέθηκε μέσα στο εμφύλιο και μετά τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης γνώρισε και τα… ντόπια, αφού φυλακίσθηκε στη Μακρόνησο!


ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΙΔΑΚΗΣ: «Μέρα Λαμπρής στην Πατρίδα»
«Eίχαν απλώσει από το πρωί οι Γερμανοί λευκές σημαίες και είχαν φύγει τα SS και είχαν αφήσει κάτι απλούς στρατιώτες. Θα ήμασταν 15.000-20.000 κρατούμενοι τότε στο Εμπενζεε (βόρεια Αυστρία). Από την παράγκα που ήμουν έβλεπα απέναντι τον δρόμο από τον οποίο φάνηκαν τανκς και αυτοκίνητα. “Ερχονται – έρχονται”, φώναξα για να κατεβούμε στην πλατεία, μπαίνει λοιπόν στο στρατόπεδο το πρώτο αμερικάνικο τζιπ, σαν να το θωρώ στα μάτια μου» θυμάται ο 97χρονος σήμερα Χαράλαμπος Βιδάκης από το Θέρισο. Ο κ. Βιδάκης είχε συλληφθεί μαζί με εκατοντάδες κατοίκους των ορεινών χωριών των Χανίων το Φεβρουάριο του 1944 και είχε σταλεί στη Γερμανία για να δουλέψει στα πολεμικά εργοστάσια εκεί κάτω από άθλιες συνθήκες δουλείας.
«Τρέξαμε στην πλατεία του στρατοπέδου όλοι οι κρατούμενοι. Από κάθε χώρα του κόσμου, που βρέθηκαν τόσες σημαίες! Ήμουν μαζί με άλλους 4-5  δικούς μας και φωνάζαμε “ζήτω, ζήτω”. Σταματάει ένα τζιπ και πετάγεται ένας Ελληνοαμερικάνος που πρέπει να ήταν αξιωματικός και μας άκουσε. “Ελληνες είστε παιδιά; Είναι και άλλοι εδώ; Σήμερα στην πατρίδα έχουμε Λαμπρή, είναι 6 Μαΐου”, αυτό δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ! Μας έδωσε σοκολάτες και τσιγάρα και μας είπε να μαζευτούμε σε ένα θάλαμο όλοι οι Έλληνες και να περιμένουμε τον Ερυθρό Σταυρό. Και έτσι κάναμε» λέει.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΡΙΝ
Μια μέρα νωρίτερα τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά. «Πλησίαζαν οι σύμμαχοι και μας είχαν μαζέψει στην πλατεία του στρατοπέδου, χιλιάδες κρατούμενους. Μας είπαν να μπούμε στις σήραγγες που υπήρχαν εκεί γιατί θα γίνονταν μάχες και βομβαρδισμοί. Οι Ρώσοι κρατούμενοι όμως ήταν ξύπνιοι… μας έλεγαν “όχι, όχι θα μας ρίξουν αέρια, θα μας τινάξουν στον αέρα”, και συνεννοηθήκαμε να έχουμε στα μάτια μας τα πολυβόλα και αν αρχίσουν να μας ρίχνουν να τρέξουμε κατά πάνω τους και όσοι σωθήκαμε-σωθήκαμε. Τελικά δεν επέμειναν. Ήταν η πρώτη διαταγή που αρνηθήκαμε και αυτή μας έσωσε τη ζωή» αναφέρει ο 97χρονος Χανιώτης που θυμάται πολύ καλά όσα έζησε.
Φτάνοντας από την Ελλάδα την Άνοιξη του ’44, οδηγήθηκε αρχικά στο Νταχάου, έπειτα στο Μαουτχάουζεν που είχε δεκάδες υπο-στρατόπεδα εργασίας όπου έμεινε πολύ λίγο και στη συνέχεια πήγε στο Μελκ και στο Εμπενζεε όπου οι κρατούμενοι εξαναγκάζονταν σε εργασίες σε εργοστάσια και όχι μόνο.

ΑΝΘΡΩΠΟΦΑΓΙΑ
«Ήμασταν στο Μελκ εκεί φτιάχναμε ένα τεράστιο υπόγειο εργοστάσιο. Πόσο τεράστιο; Τι να σου πω… από τον Κλαδισό μέχρι την Αγορά, με σήραγγες μέσα, δωμάτια, θαλάμους. Οι Σοβιετικοί πλησίαζαν από τα Ανατολικά και μας σήκωσαν στη 1 το πρωί. Μας χώρισαν σε τρεις ομάδες. Tην πρώτη που ήταν οι πιο αδύναμοι, αυτοί που δεν μπορούσαν να δουλέψουν, τους πήγαν στους φούρνους για το τελικό ξεκαθάρισμα,  τους πιο γερούς με τα πόδια σε άλλο στρατόπεδο, στην τρίτη ομάδα που ήμουν εγώ ήμασταν οι μεσαίοι… Μας στρίμωξαν 60-70 άτομα  σε ένα βαγόνι που έβαζαν τα ζώα, χωρίς φαγητό, χωρίς νερό μια ολόκληρη ημέρα. Φτάνοντας στο Εμπενζεε έβρεξε και έτρεχαν σταγόνες από την οροφή του βαγονιού και εμείς ανοίγαμε τα στόματα μας για να πιούμε νερό» λέει ο κ. Χαράλαμπος.
Στο Εμπενζεε ιστορικά έχουν καταγραφεί και περιστατικά ανθρωποφαγίας ανάμεσα στους κρατούμενους-σκλάβους εξαιτίας της πείνας. «Ένα βράδυ ακούστηκε φασαρία στο θάλαμο, άνοιξαν τα φώτα, είδα κόσμο να τρέχει… τι είχε γίνει; Είχαν πιάσει ένα κρατούμενο που είχε κόψει ένα κομμάτι από ένα πεθαμένο και το έτρωγε. Πήγαν να τον λυντσάρουν… αφού δεν μας έδιναν οι Γερμανοί τίποτα να φάμε…» διηγείται.
Τι ήταν αυτό που κράτησε τον ίδιο στη ζωή; «Τα αγριόχορτα! Όπως βγαίναμε για να πάμε σε διάφορες αγγαρίες σκύβαμε και κόβαμε χόρτα που τα τρώγαμε όπως ήταν. Αλλά και ο οργανισμός ήμουν μαθημένος να ανεβοκατεβαίνω τα βουνά, σκληραγωγημένος. Είχα μετά την απελευθέρωση προβλήματα με το στομάχι αλλά με το καιρό τα ξεπέρασα» απαντάει. Ο κ. Βιδάκης κάποια στιγμή κατάφερε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα και στην Κρήτη, όπου υπέστη νέο γύρο διώξεων αυτή τη φορά για τα πολιτικά του φρονήματα καθώς ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ!

Το τέλος των Εβραίων της Κρήτης
Οι Εβραίοι της Κρήτης δεν πρόλαβαν να μεταφερθούν στα στρατόπεδα εξόντωσης. Συγκεντρώθηκαν τον Μάιο του 1944  από τα Χανιά και φορτώθηκαν στο πλοίο “Ταναίς” το οποίο στη συνέχεια μετέβη στο Ηράκλειο όπου πήρε και  19 Ηρακλειώτες εβραίους.
Συνολικά 300 Εβραίοι,  112 Ιταλοί αντιφασίστες και 71 Κρητικοί ως όμηροι επρόκειτο να μεταφερθούν στον Πειραιά.
Ανάμεσα σε Ηράκλειο και Σαντορίνη το πλοίο βυθίζεται από τορπιλισμό βρετανικού υποβρυχίου με όλους τους αιχμαλώτους να βρίσκουν τραγικό θάνατο στα παγωμένα νερά.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα