Φιλίες και δεσµοί, φόβοι και ανησυχίες, ελπίδες και όνειρα. Αυτή είναι η καθηµερινότητα σ’ ένα… µεταλλικό κλουβί πολλά µέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Γεγονότα και ιστορίες από τη θητεία τους στα υποβρύχια µάς µεταφέρουν παλιά στελέχη του Πολεµικού Ναυτικού. Ιστορίες βγαλµένες κυριολεκτικά από τον βυθό της θάλασσας όπου περνούσαν πάµπολλες ώρες µε ασκήσεις αλλά και γεγονότα που παραλίγο να οδηγήσουν σε πόλεµο, όπως το 1974.
Αγκαλιά µε την… τορπίλη!
«Στα υποβρύχια δεν κάνεις… αν είσαι ψηλός και χοντρός, θα δεινοπαθήσεις και στον ύπνο και στη κίνηση! Η στενότητα του χώρου είναι φοβερή. Θυµάµαι ότι κοιµόµουν αγκαλιά µε µια τορπίλη γιατί τα διαµερίσµατα µας ήταν εκεί που ήταν οι τορπίλες», είναι τα λόγια του Aντώνη Καστάνη, για χρόνια υπαξιωµατικού στα υποβρύχια.
Πώς βρέθηκε, όµως, σε αυτό το όπλο, τον ρωτάµε. «Πήγαινα στο “∆αίδαλο” στα 1972 για ηλεκτρολόγος, δεν µου άρεσε να προχωρήσω και εκείνο τον καιρό ζητούσαν εθελοντές στο Ναυτικό αποκλειστικά για υποβρύχια. ∆εν είχα πολλή σχέση µε τη θάλασσα, µου άρεσε όµως σαν ιδέα κι έτσι στα 19 µου χωρίς να ρωτήσω πολλά, χωρίς να ξέρω τι χρήµατα παίρνουν και τις συνθήκες που επικρατούν, πήγα. Τον Σεπτέµβριο του 1972 κατατάχθηκα στον “Παλάσκα” όπου έκανα τη βασική εκπαίδευση, µετά στον “Κανελλόπουλο” πήρα την ειδικότητα του “τορπιλιτού” και στη συνέχεια βρέθηκα στη Σαλαµίνα στη “Σχολή Υποβρύχιων”. Το πρώτο υποβρύχιο που µπήκα ήταν το Φεβρουάριο του 1973 το “Τρίαινα” και µετά συµµετείχα στην αποστολή που πήγε στην Αµερική, µε ένα παλιό υποβρύχιο που θα πήγαινε για παροπλισµό κι από εκεί θα παίρναµε το “Λ. Κατσώνης”».
Η ζωή µέσα στα υποβρύχια είναι σκληρή, καθώς οι συνθήκες είναι δύσκολο να περιγραφούν αν δεν τις ζήσεις.
«Υπάρχει µια επίµονη βαριά ατµόσφαιρα, µύριζε συνέχεια λάδια, καύσιµα. Θυµάµαι να φεύγω από το υποβρύχιο και να πηγαίνω σπίτι και στο ταξί ο οδηγός να κρατάει τη µύτη του. Φαντάσου σε τόσο µικρό χώρο που δεν αερίζεται να είναι µέσα 80 άτοµα, µε τα µαγειρεία, τον εξαερισµό των δεξαµενών, των βόθρων που ο αέρας τους περνούσε από φίλτρο αλλά όσο και να περάσει… κάτι αφήνει. Μπάνιο έχει να κάνεις αλλά δεν είναι κάτι εύκολο. Πρέπει να ήσουν λερωµένος από λάδια, από τη συντήρηση για να κάνεις κανονικό µπάνιο», αφηγείται. Στις συζητήσεις του µε φίλους και γνωστούς, διαπίστωνε µια πλήρη άγνοια για το τι είναι τα υποβρύχια. «Με ρωτούσαν αν έχει παράθυρα, τζάµια να βλέπω το βυθό», δηλώνει χαµογελώντας.
Την εποχή εκείνη έγινε και το κίνηµα στο Ναυτικό, µε τα µέλη του πληρώµατος του υποβρυχίου να βλέπουν την ασφάλεια να µπαίνει µέσα στο υποβρύχιο και να ψάχνει την καµπίνα του κυβερνήτη Ηρακλή ∆ρίκου, τον οποίο είχε συλλάβει για τη συµµετοχή του στον αντιδικτατορικό αγώνα.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ‘74
Ο συνοµιλητής µας ήταν στο υποβρύχιο “Λ. Κατσώνης” όταν έφτασε στην Ελλάδα από την Αµερική. Ήταν 24 Ιουλίου, η χούντα υπό το βάρος της εγκληµατικής της πολιτικής είχε µόλις πέσει. «Φορτώσαµε τρόφιµα και νερό, πετρέλαια και φύγαµε κατευθείαν προς Λήµνο, Λέσβο απέναντι από τη Σµύρνη, παρακολουθούσαµε και δίναµε αναφορά για τις κινήσεις του τουρκικού στόλου. Ήταν δύσκολη εποχή, αν µας δίνονταν εντολή θα ρίχναµε! Υπήρχε ετοιµότητα και κατάλληλη εκπαίδευση γιατί οι περισσότεροι του πληρώµατος ήταν χρόνια στα υποβρύχια. ∆εν είχαµε κάνει πολλές δοκιµές µε το συγκεκριµένο υποβρύχιο αλλά οι βασικές αρχές είναι οι ίδιες».
Ο κ. Καστάνης παρέµεινε στα υποβρύχια µέχρι το 1993, τότε έγινε αξιωµατικός κι επειδή θα έπρεπε να φύγει για πλοίο ή για κάποιο ναυτικό σταθµό αποφάσισε να αποστρατευτεί. «Θυµάµαι πάντα µε νοσταλγία τα χρόνια αυτά, βλέπω βέβαια τώρα ότι κάποιες επιβαρύνσεις της υγείας είχαν να κάνουν µε τις συνθήκες ζωής και εργασίας τότε», καταλήγει.
«Ή θα τους βυθίσουµε ή θα µας βυθίσουν»
Γέννηµα- θρέµµα του Θεσσαλικού Κάµπου (Τρίκαλα) ο Βασίλης Πανάγος δεν είχε επίσης καµία σχέση µε το υγρό στοιχείο. Οι συνθήκες της εποχής, µέσα δεκαετίας ‘60, τον έκαναν να καταταχθεί στο Π.Ν. «Εκείνα τα χρόνια έρχονταν αξιωµατικοί και µιλούσαν για τη “Σχολή Ναυτοπαίδων” στον Πόρο και αποφάσισα να πάω. Τα αδέλφια µου είχαν φύγει στη Γερµανία, ο πατέρας µου αγρότης, θα έφευγα και εγώ στη Γερµανία καθώς πολύς κόσµος µετανάστευε. Αποφάσισα να δοκιµάσω και τον Αύγουστο του 1968 ειδοποιήθηκα και πήγα στο “Παλάσκα”. Έπειτα πήρα την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου και τοποθετήθηκα στο αντιτορπιλικό “Θεµιστοκλής” ως δόκιµος κελευστής. Εκεί ήλθαν από τα υποβρύχια και µας έλεγαν ότι “θέλουµε κόσµο”, “να δηλώσουµε εθελοντές” γιατί είχαµε πάρει κάτι αµερικάνικα υποβρύχια. Επίσης, θα έρχονταν µετά και τα γερµανικά και ήθελαν πληρώµατα για να τα στελεχώσουν. Εγώ πήγα τότε στα υποβρύχια για το “καταδυτικό επίδοµα”. Εκείνη την εποχή ήταν µισός µισθός παραπάνω που ήταν καλά χρήµατα γιατί ο βασικός µισθός δεν έφτανε. Πέρασα ειδικό σχολείο για τα υποβρύχια, πήγα στο “Τρίαινα” και µετά πήγα στην αποστολή στις ΗΠΑ, που επειδή θα έριχναν στη θάλασσα νέα πυρηνοκίνητα υποβρύχια, απέσυραν τα παλιά και τα έδιναν σε εµάς, τους Ιταλούς, τους Τούρκους, τους Ιρανούς», αφηγείται ο κ. Πανάγος. Η δουλειά του ηλεκτρολόγου είναι πολύ σηµαντική µέσα στο υποβρύχιο. «Το σκάφος λειτουργεί µε µπαταρίες, µπαταρίες µε 420 στοιχεία που πρέπει να δουλεύουν όπως πρέπει για να κινείται», σηµειώνει και θυµάται ότι εκείνα τα χρόνια µπορούσες και να καπνίσεις µέσα στο υποβρύχιο! «Κανονικά απαγορευόταν, επιτρεπόταν µόνο όταν λειτουργούσε ο αναπνευστήρας κι έµπαινε φρέσκος αέρας, αλλά πολλοί κάπνιζαν και εκτός… προγράµµατος».
Και ο κ. Βασίλης έζησε στο βυθό τα γεγονότα του ‘74. «Ταξιδεύαµε στα ανοικτά της Τουρκίας και βλέπαµε κάθε 4-5 ώρες ένα τουρκικό σκάφος, αντιτορπιλικό συνήθως. Όσοι είχαν οικογένειες τους έβλεπες ότι ήταν σε ανησυχία, ήταν στην “τσίτα”. Εµείς που ήµασταν πιτσιρικάδες, ήµασταν πιο στον… κόσµο µας, δεν πήγαινε το µυαλό µας στο κακό, λέγαµε “σιγά τι θα γίνει; Ή θα τους βυθίσουµε ή θα µας βυθίσουν’’».
∆ΥΝΑΤΕΣ ΦΙΛΙΕΣ
Ο κόσµος του υποβρυχίου βοηθάει στο να δηµιουργηθούν δεσµοί, να ισχυροποιηθούν φιλίες. «Κλείνει το “καπάκι” και είσαι εκεί και να µην γουστάρεις κάποιον θα τον βλέπεις, δεν µπορείς να το αποφύγεις. Γι’ αυτό και τα πληρώµατα “δένονται” µεταξύ τους, δηµιουργούνται ισχυρές φιλίες. Μέσα στο υποβρύχιο δεν καταλαβαίνεις πότε είναι νύχτα και πότε είναι µέρα. Μόνο αν έπινες τσάι καταλάβαινες ότι ήταν πρωί, αν έτρωγες ότι ήταν 12 το µεσηµέρι, γιατί στις ανάδυση άντε να ανέβει ο κυβερνήτης, ο υποπλοίαρχος, οι δύο οπτήρες, δεν βγαίνουν άλλοι στη γέφυρα!», λέει ο κ. Πανάγος.
Ισχυρές κι οι πιέσεις µέσα στο υποβρύχιο, ειδικά όταν κατέβαινε σε µεγάλα βάθη. Το πλήρωµα συνήθιζε να δένει ένα σκοινί κατά πλάτος ώστε να διαπιστώσει από την ταλάντωση του, την κοιλιά που έκανε, αν το υποβρύχιο είναι σε µεγάλο βάθος. Το βασικό όµως θέµα ήταν η στενότητα το χώρου. «Τα αµερικάνικα υποβρύχια ήταν πιο άνετα, ενώ τα γερµανικά ακόµα πιο στενά. Ανοίγεις κρεβάτι, κλείνεις τραπέζι, ανοίγεις τραπέζι, κλείνεις κρεβάτι. ∆εν µπορούσες να τα έχεις όλα ανοικτά».
Στα χρόνια που υπηρέτησε στα υποβρύχια ο κ. Πανάγος θυµάται ένα ατύχηµα σε άσκηση. «Ήµασταν αγκυροβοληµένοι στην Καλαµάτα και θα πηγαίναµε για άσκηση στο Ιόνιο µε άλλα ΝΑΤΟϊκά σκάφη. Βγήκαµε στα ανοικτά είχε φοβερή κακοκαιρία, ξέρεις το υποβρύχιο όταν είναι στην επιφάνεια ταλαιπωρείται από τον καιρό περισσότερο γιατί δεν έχει καρίνα όπως τα άλλα σκάφη. Ανέβηκα στη γέφυρα µια βλέπαµε τα αντιτορπιλικά µια όχι, πολύ θάλασσα, µεγάλη κακοκαιρία. Γυρίσαµε στην Πύλο και προσπαθώντας να δέσουµε, λύνεται ένα εµπορικό και πέφτει πάνω µας. Τότε φοβήθηκα ότι θα βουλιάζαµε! Ευτυχώς δεν έγιναν τα χειρότερα, πάθαµε µεγάλη ζηµιά και δεν συµµετείχαµε στην άσκηση καθώς έπρεπε να γίνουν επισκευαστικές εργασίες», σηµειώνει. Από το 1989 συνταξιούχος ο κ. Πανάγος θυµάται µε νοσταλγία τα χρόνια εκείνα. «Από τότε δεν έχω ξαναµπεί σε υποβρύχιο, αλλά συναντιόµαστε µε παλιούς συναδέλφους, θυµόµαστε ιστορίες, συζητάµε τα παλιά» επισηµαίνει.