Η Αδελφότητα Μικρασιατών Ν.Χανίων “ο Άγιος Πολύκαρπος” σε συνεργασία με τα “Χανιώτικα νέα”, παρουσιάζουν κάθε εβδομάδα ένα ιστορικό αφιέρωμα στη Μικρά Ασία, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τη μικρασιατική καταστροφή
Αμάν Αμάν
Η λέξη Αμάν ήταν η πιο συνηθισμένη στα τραγούδια που εξέφραζαν καημούς αλλά και πόθους και από εδώ προέκυψαν οι αμανέδες.
Από τους αμανέδες προέκυψαν και τα Καφέ-Αμάν. Στα τουρκικά η λέξη αμάν σημαίνει έλεος, αλλά έχει και τη σημασία του αχ και βαχ, αφού οι στίχοι μιλούσαν για ξενιτιά, αγάπη, αχαριστία, χωρισμό κ.λπ.
Αμανές
Οι μουσικές ρίζες του αμανέ ανάγονται στη βυζαντινή και εκκλησιαστική μουσική αλλά και στην αραβική. Είχαν ρυθμό και μουσική με καταγωγή τα δημοτικά τραγούδια, αλλά είχαν προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και καθημερινότητα των λιμανιών και στις γειτονιές της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης.
Καφέ Αμάν
Τα Καφέ Αμάν ήταν είδος λαϊκού καφενείου της προπολεμικής Ελλάδας μέσα στο οποίο δύο ή τρεις τραγουδιστές, οι αμανετζήδες αυτοσχεδίαζαν λέγοντας στίχους, συχνά στη μορφή διαλόγου μεταξύ τους, σε ελεύθερο ρυθμό και μελωδία .
Συχνά επαναλάμβαναν το επιφώνημα αμάν, προσπαθώντας να κερδίσουν χρόνο μέχρι να αυτοσχεδιάσουν τους επομένους στίχους. Ίδιου τύπου καφενεία και τα Καφέ Σαντούρ που υπήρχαν κυρίως στη Σμύρνη. Τα τραγούδια που ακούγονταν σε αυτούς τους χώρους ήταν κυρίως αμανέδες.
Τα Καφέ Αμάν έπαψαν να λειτουργούν, μετά από ειδική απαγόρευση του καθεστώτος του Μεταξά το 1937 όπου απαγορεύτηκαν οι αμανέδες σε δημόσιους χώρους στην Ελλάδα, θεωρούμενοι ως τουρκικό άκουσμα.
Η γέννηση του ρεμπέτικου
Το ρεμπέτικο τραγούδι εξελίχθηκε μέσα από την ελληνική μουσική παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και των κλέφτικων από τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων. Στις αρχές του 1900 τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών των κυριότερων πόλεων. Την ίδια εποχή εμφανίζονται στον Πειραιά ως πρωτορεμπέτικα τα λεγόμενα γιαλάδικα που πήραν το όνομα τους από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη γιάλα γιάλα ή γιαλελελί. Μετά το 1922 έγινε μίξη των τραγουδιών με εκείνα της Μικράς Ασίας και του Βοσπόρου με έντονη την εμφάνιση του αμανετζίδικου λαϊκού τραγουδιού.
Το ρεμπέτικο
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι είδος αστικού τραγουδιού που γεννήθηκε στην ανεπτυγμένη οικονομικά και πολιτιστικά Σμύρνη από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Το μουσικό είδος, έτσι όπως διαμορφώθηκε στην πόλη, έχει επιδράσεις από Δύση και Ανατολή, αφού συναντάμε από δυτικού τύπου μαντολινάτες και μέχρι και ανατολικού ύφους ορχήστρες με βιολιά, ούτια, λύρες κ.λπ. Τα τραγούδια που δημιουργήθηκαν από τα μέσα του 19ου αιώνα έως το 1922 διαδόθηκαν ταχύτατα παντού, όπου υπήρχαν Έλληνες.
Μουσικά όργανα
Λαούτο
Το Λαούτο γνωστό και σαν λαγούτο ,από το αραβικό al oud = ευλύγιστο ραβδί. Είναι όργανο ρυθμικής και αρμονικής συνοδείας. Έχει μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο και μακρύ χέρι. Διαθέτει 4 διπλές χορδές και παίζεται με πλήκτρο. Το λαούτο αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα και το αραβικό ούτι
Ούτι
Οργανο συνδεδεμένο με τη μουσική παράδοση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης. Το Ούτι έχει και αυτό αχλαδόσχημο ηχείο, το χέρι του όμως είναι πιο πλατύ από του λαούτου και καταλήγει σε ορθή γωνία. Έχει αραβική καταγωγή και η ονομασία του προέρχεται από το αραβικό al ud= ξύλο. Είναι το μόνο όργανο που δεν έχει τάστα και διαθέτει 5 διπλές εντέρινες χορδές.
Λύρα-Κεμεντζές
Δύο τύπου λύρας συναντάμε στην Ελλάδα. Την Κρητική ή νησιωτική λύρα και την Ποντιακή.
Οι Έλληνες του Πόντου χρησιμοποιούν την φιαλόσχημη λύρα με τρεις χορδές, ενώ οι Έλληνες της Καππαδοκίας με έξι χορδές. Ο κεμεντζές είναι η λύρα που παίζεται στον Πόντο. Παίζεται σχεδόν πάντα μόνη της χωρίς συνοδεία άλλων οργάνων. Ο εκτελεστής τις περισσότερες φορές την ακουμπάει στο αριστερό του πόδι. Η λύρα με δοξάρι αναφέρεται στον Βυζαντινό ήδη από τον 10ο αιώνα. Προέρχεται από την Κεντρική Ασία και έχει τρεις χορδές.
Μπουζούκι
Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι προέρχεται από την τουρκική μουσική παράδοση. Οι περισσότεροι όμως δέχονται την τουρκική προέλευση μόνο της ονομασίας – αν και είναι πιθανόν ή λέξη να προέρχεται από την περσική λέξη” tambur – e bozorg ” που σημαίνει “μεγάλος ταμπουράς” ενώ θεωρούν το όργανο ένα είδος μετεξέλιξης της αρχαιοελληνικής πανδούρας. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το μπουζούκι που κατέχει πρωταγωνιστικό ρολό στη λαϊκή ορχήστρα, έχει σχήμα, διαστάσεις και διάταξη χορδών, ίδια περίπου εδώ και χιλιάδες χρόνια. Πέρασε από τους αρχαίους Έλληνες στους Βυζαντινούς, επέζησε στην Τουρκοκρατία και ή άνθιση του στις μέρες μας πέρασε πρώτα από μία περίοδο αμφισβήτησης στις αρχές του αιώνα .
Από το τέλος του 19 αιώνα το μπουζούκι άρχισε να εξαφανίζεται σταδιακά από την ελληνική δημοτική μουσική. Στο 2ο μισό του 19ου αιώνα ανιχνεύονται οι ρίζες του ρεμπέτικου τραγουδιού, το οποίο άρχισε να αποδίδεται με τη συνοδεία μπουζουκιού, αλλά όχι αποκλειστικά όπως έγινε αργότερα .
Βιολοντσέλο
Το βιολοντσέλο ή τσέλο είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο με δοξάρι. Έχει 4 χορδές όπως και τα υπόλοιπα έγχορδα της συμφωνικής ορχήστρας. Πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη στα μέσα του 16ου αιώνα.