Μνήμες ξεριζωμού. Ποτισμένες με αίμα. Σημαδεμένες από εικόνες ανείπωτης φρίκης.
Μαρτυρίες προσφύγων της Μικράς Ασίας που διασώθηκαν έως τις μέρες μας, περνώντας από γενιά σε γενιά. Λόγια, εικόνες, συναισθήματα που “γεννήθηκαν” πριν από εκατό χρόνια στον μεγάλο διωγμό.
Οι “διαδρομές” γυρίζουν σήμερα πίσω το ρολόι του χρόνου και μέσα από αφηγήσεις απογόνων προσφύγων ξαναζούν στιγμές του δράματος. Ανθρώπινες περιπέτειες και οικογενειακές τραγωδίες που αποτελούν ψηφίδες αυτού που στην ιστορία έμεινε ως μικρασιατική καταστροφή. Ταυτόχρονα, όμως, περιπέτειες και τραγωδίες που συνθέτουν ένα ξεχωριστό κομμάτι και της τοπικής ιστορίας καθώς αρκετοί ήταν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία που μετά τον ξεριζωμό εγκαταστάθηκαν στα Χανιά αποτελώντας από τότε αναπόσπαστο τμήμα της ταυτότητας αυτού του τόπου.
ΗΛΕΚΤΡΑ ΤΣΙΚΑ ΜΑΡΑΚΗ: Άφθαστος πόνος
Χειμαρρώδης και συγκινητική η αφήγηση της Ηλέκτρας Τριανταφύλλου Τσίκα – Μαράκη συνταξιούχου δασκάλας, μέλους του Δ.Σ. της Αδελφότητας Μικρασιατών Ν. Χανίων “Ο Άγιος Πολύκαρπος”.
«Οι ιστορίες των απλών ανθρώπων, που ζούσαν μια στρωμένη ζωή, με τις χαρές και τις λύπες της στα ευλογημένα χώματα της Μ. Ασίας και έγιναν χωρίς τη βούλησή τους πρωταγωνιστές στον χορό της τραγωδίας της εξόδου, παίρνουν θέση στην Ιστορία», επισημαίνει μιλώντας στις “διαδρομές” και συνεχίζει:

«Αγράμματη η γιαγιά Ευφροσύνη, η κόνα Φροσύνη, η νενέκα μου. Διαμάντι τα λόγια και οι κουβέντες της γεμάτες σοφία, γνώσεις, μεστωμένες, ζυμωμένες, σταράτες. Συχνά μονολογούσε σαν μοιρολόι τον άφθαστο πόνο που έκαιγε τα σωθικά της. Τα δάκρυα και ο καημός της νενέκας μου ήταν ατόφια τα δάκρυα της φυλής μας.
Θυμάμαι τις ιστορίες της και νιώθω τα ίδια συναισθήματα. Πληγωμένη για τα βάσανα και τις απώλειες των ανθρώπων και αξέχαστων πατρίδων. Περήφανη για τον πολιτισμό και την αξιοπρέπεια που κουβάλησαν σαν αποσκευές στο είναι τους στην καινούργια πατρίδα».
Συγκλονιστική η μαρτυρία της, μέσα από την κατάθεση ενός διαλόγου με την γιαγιά της.
– Μίλησε μου γιαγιά για σένα, για τον παππού, για τον γάμο σας.
– Είμαι η Ευφροσύνη Μεϊμάρογλου. Γεννήθηκα στο χωριό Ομουρλού με 400 κατοίκους Ρωμιούς. Ο πατέρας μου ήταν σπουδαίος τεχνίτης. Έχτιζε μιναρέδες. Ήμουν όμορφη, αλλά φτωχιά. Με αγάπησε ένα παλικάρι από το διπλανό χωριό Κιόσκιοϊ. Μαζί με τα 9 αδέλφια του ήταν ιδιοκτήτες νερόμυλων. Ευκατάστατοι. Το χωριό ήταν στην πεδιάδα του Μαιάνδρου ποταμού, μέσα σε ένα εξ ολοκλήρου μουσουλμανικό περιβάλλον. Τα ελληνικά σπίτια ήταν 50. Ο πατέρας, ο γερο-Τριαντάφυλλος ήταν Ρόδιος. Ο Κωνσταντής με έκλεψε. Ήταν λεβέντης, νέος με τσακίρικα μάτια. Καβάλα στην άσπρη φοράδα μπήκαμε στην πλακόστρωτη αυλή και με κοφτή φωνή με παρουσίασε στα αδέλφια του. «Αυτή είναι η γυναίκα μου».
Έγινε ο γάμος. Απέκτησα 7 παιδιά με 5 γέννες. 2 φορές γεννήθηκαν δίδυμα. Οι ημερομηνίες γέννησης και τα σημαντικά γεγονότα ήταν σημειωμένα πίσω από το εικόνισμα της Παναγίας. Μεγάλωνα τα παιδιά μου σαν αρχοντόπουλα, δεν τους έλειπε τίποτα. Πολλά πρωινά έξω από την αυλόπορτα, μας περίμεναν τα μπαξίσια από την Τουρκάλα γειτόνισσα. Κηπικά, φρούτα, αυγά, γάλα, βούτυρο. Είχαμε φιλικές σχέσεις.

Η γιαγιά μου έλεγε πολλές ιστορίες για το Αϊδίνι, την πόλη που ζούσαν, αλλά και για όλη την περιοχή του Βιλαετιού. Πλούσια τα εδάφη, καρπερά, η γη έδινε άφθονους καρπούς, νόστιμους, ζουμερούς. Ήταν η γη της Επαγγελίας. Απέραντες εκτάσεις με συκοπερίβολα, άφθονα νερά, περιβόλια, κήποι. Να χαίρεται η ψυχή ομορφιά και γαλήνη. Ολόγλυκα, μελωμένα, χρυσωμένα τα φημισμένα σύκα. Και οι άνθρωποι ήρεμοι, όμορφοι με μελωδική φωνή. Μικροί και μεγάλοι τραγουδούσαν σαν αηδόνια έλεγε η γιαγιά, και έδινε τη δική της εκδοχή για την ονομασία της πόλης της, τις Αρχαίες Τράλλεις της αρχαιότητας.
Πόσο τρόμαξε όταν ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του λήσταρχου Τσακιτζή της έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό να μαρτυρήσει πού είναι το αφεντικό ο Κωνσταντής της.
Έβγαλα από τα αυτιά μου τα διαμαντένια σκουλαρίκια μου και του είπα: «Άφησε με να ζήσω και δώσε τα στη γιαβουκλού σου».
Ο Κωνσταντής στρατεύτηκε στον τουρκικό στρατό. Χάθηκε στα αμελέ ταμπουρού (τάγματα εργασίας). Κανείς δεν έμαθε τίποτα γι’ αυτόν. Όμως το τέλος του ήταν φρικτό. Η φωνή της γιαγιάς έσπασε και το πρόσωπο της σκοτείνιασε. Στο Αϊδίνι ζούσαν 10.000 Έλληνες. Μετά την κατάληψη της Σμύρνης το 1919 από τον ελληνικό στρατό, αναίμακτα έγινε σε αυτόν η παράδοση της πόλης κατά την προώθηση του, μερικές μέρες αργότερα, αρχές Ιουνίου. Οι Τούρκοι κάτοικοι μαζί με τους ένοπλους Τσέτες έκαναν αντεπίθεση μετά από λίγες ημέρες.
– Δεν μπορεί παιδί μου να το συλλάβει ο ανθρώπινος νους αυτό που έγινε το 1919 στο μαρτυρικό Αϊδίνι.
Κάηκαν ζωντανοί άνθρωποι, σκότωσαν με βασανιστήρια απάνθρωπα τους προσκόπους, βίασαν κοπέλες, έσφαξαν παιδιά, ξεκοίλιασαν εγκύους, ξεκλήρισαν οικογένειες, έβαλαν φωτιά στην ελληνική συνοικία. Φρίκη – πόνος. Φοβερές εικόνες. Κόλαση του Δάντη. Κι όλα αυτά έγιναν τρία χρόνια πριν την καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Ήταν σαν ένα προμήνυμα για την ολοκληρωτική καταστροφή του ελληνισμού.

Στη σφαγή του Αϊδινίου ξεκληρίστηκε η οικογένεια του παππού! Όλα τα αδέλφια του και τα παιδιά τους έχασαν τη ζωή τους από τις χατζάρες των Τούρκων. Τους έκοψαν τα κεφάλια.
Με την υποχώρηση του ελληνικού στρατού η γιαγιά με τα 4 παιδιά της, τον Τριαντάφυλλο, τη Μαρία, την Ιωάννα και τον Πολύκαρπο, με την προστασία του Κρητικού ανιψιού ήρθε στα Χανιά και εγκαταστάθηκε προσωρινά στον Πύργο Ψηλονέρου. Αρχηγός της οικογένειας, ο πατέρας μου Τριαντάφυλλος, 14 ετών. Επειδή ζούσαν σε πόλη, η οικογένεια πήρε αστική αποζημίωση, δηλαδή ομόλογα. Ο πατέρας μου γνώρισε από μικρό αγόρι το άγριο πρόσωπο της βιοπάλης. Και όπως όλοι οι ξεριζωμένοι Έλληνες, με την πίστη, την ελπίδα, την αφοσίωση, το θάρρος κατάφερε το μεγάλο θαύμα. Να ριζώσει, να προκόψει. Μετά από 14 χρόνια ήταν ο χημικός στο εργοστάσιο Πρέβε – Ιωαννίδη. Παντρεύτηκε στα 28 χρόνια του μορφωμένη Κρητικοπούλα από εύπορη οικογένεια. Με τα ομόλογα και τις οικονομίες τις δικές του και της μοδίστρας αδελφής του Μαρίας αγόρασαν τετραώροφο σπίτι στην Σπλάντζια. Η ζωή είχε στρώσει. Όλα κυλούσαν όμορφα στην καινούργια ζωή. Ως τον Μάη του 1941 που μια βόμβα Γερμανική τα ισοπέδωσε και τα έκαψε όλα.
Έγινε και επίταξη στο εργοστάσιο από τους Γερμανούς… Και όλα από την αρχή…
ΣΤΕΛΛΑ ΓΚΟΖΑΝΗ – ΧΑΡΙΤΑΚΗ: Οι μνήμες φυλάνε πατρίδες…

Με καταγωγή της οικογένειάς της από τα Βουρλά, η κα Στέλλα Γκοζάνη – Χαριτάκη πρόεδρος Αδελφότητας Μικρασιατών Ν. Χανίων “ο Άγιος Πολύκαρπος” επισημαίνει στις “διαδρομές”:
«Στα τέλη του 18ου αιώνα στην Ιωνία της Μικράς Ασίας, ακμάζουν τα αστικά κέντρα των Βουρλών, των Αλατσάτων και του Τσεσμέ. Στα Βουρλά ζούσαν πολλοί Έλληνες, οι περισσότεροι από τη Νάξο, γι’ αυτό και ονομάζονται «μια άλλη Νάξος» μέσα στην Τουρκιά. Οι Έλληνες των Βουρλών , ανέπτυξαν σημαντικές κοινωνικές δραστηριότητες.
Ίδρυσαν εκκλησίες, σχολεία, ορφανοτροφεία, ενώ ανέδειξαν επιστήμονες, εμπόρους, μεγαλοκτηματίες. Το φημισμένο Αρρεναγωγείο της Αναξαγορείου Σχολής, αερικό και ψηλό μέγαρο ξεχώριζε από ψηλά, κοντά στην Μητρόπολη της Παναγίας.
Οι Έλληνες των Βουρλών φημίζονταν και για την παλικαριά τους στην οποία ξεπερνούσαν και αυτούς τους Αϊβαλιώτες.

Στις 29 Αυγούστου 1922, οι τσέτες μπήκαν στα Βουρλά και ξημερώματα Σαββάτου 3 Σεπτεμβρίου 1922, τα Βουρλά παραδόθηκαν στις φλόγες.
Οι Βουρλιώτες αναγκάστηκαν να βγουν από τα οχυρωμένα σπίτια τους, και να πέσουν στα χέρια των βαρβάρων. Καπνός, τρόμος, σφαγές, βιασμοί….
Τα περήφανα Βουρλά, η γη του πατέρα μου ο τόπος της επαγγελίας με τα πεντανόστιμα σύκα, τις περίφημες σταφίδες, όλα γίναν στάχτη».
Κανείς δεν ξέρει πως κατάφερε η οικογένεια του πατέρα μου Κλέαρχου, να ξεφύγει. Ο παππούς μου ο Γιάννης ο Γκουζάνης, μεγαλοκτηματίας καλλιέργειας σταφίδας στα Βουρλά, ποτέ δεν μιλούσε γι’ αυτό. Τα μάτια του περήφανα μα σκυθρωπά, το στόμα επτασφράγιστο, ποτέ δεν μίλησε γι’ αυτά. Μέσα στην αντάρα, τον σπαραγμό και τα ουρλιαχτά, στοιβάχτηκαν σε ένα πλοίο που θα τους έφερνε στην Ελλάδα, με λίγα υπάρχοντα τυλιγμένα σε μποξάδες, μαζί με τα εικονίσματα. Μέσα στον πανικό στο πλοίο, όταν μετρήθηκαν έλειπε ένα παιδί…. ο θείος μου ο Μήτσος, ο μικρότερος από τα πέντε παιδιά.
Όλοι τρελάθηκαν, η νενέκα μου έγδερνε το πρόσωπό της και τράβαγε τα μαλλιά της… μεγάλος σπαραγμός!
Κάποτε φτάσανε στην Κρήτη και τους πήγανε στο Δαράτσο. Ήτανε δεν ήτανε 7 χρονών ο μικρός Κλέαρχος. Ο παππούς μου ο Γιάννης, η νενές μου η Παγώνα με 4 παιδιά. Την Στάσα, τον Κλέαρχο, την Ευγενία και την Ευανθία, μείνανε σε ένα σπίτι στην πλατεία του Δαράτσου, με μια μεγάλη μουρνιά. Ο παππούς και η νενέκα μου δεν ησύχαζαν. Μαράζωναν στη σκέψη του χαμένου παιδιού, που κανείς δεν ήξερε την τύχη του. Απελπισμένοι, απευθύνθηκαν στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Το θαύμα έγινε!!! Ο μικρός Μήτσος είχε μπει σε άλλο πλοίο με προορισμό τη Μυτιλήνη, μαζί με τα παιδιά μιας άλλης οικογένειας. Η ευτυχία; Ανείπωτη!

Όλη η οικογένεια ήταν πλέον ενωμένη. Έτσι τα παιδιά μεγάλωσαν στο Δαράτσο. Ο παππούς ο Γιάννης καλλιεργούσε αμπέλια. Άπλωναν την σταφίδα όπως έκαναν στα Βουρλά, την ξέραιναν και μετά με το κάρο την πήγαιναν στα Χανιά και την πουλούσαν. Τα χρόνια πέρασαν, ο μικρός Κλέαρχος μεγάλωσε και ήταν το καμάρι της οικογένειας. Προστάτευε τα κορίτσια και δούλευε από μικρός. Δύσκολοι καιροί. Έπρεπε να βοηθάει οικονομικά την οικογένεια, γιατί τα λεφτά ήταν λίγα και δεν μπόρεσε ούτε το δημοτικό να τελειώσει. Ήταν όμως πανέξυπνος, γουρλής και εργατικός.
Δούλευε σε έναν έμπορο, που τον είχε σαν παιδί του γιατί ήταν έμπιστος και ακούραστος.
Ήταν περίπου 25 χρονών όταν κατατάχθηκε στον Ελληνικό στρατό και πήγε να πολεμήσει στην Αλβανία το 1940. Όπως όλοι πέρασε πολλές κακουχίες, γλύτωσε τη ζωή του αλλά τραυματίστηκε σοβαρά και έχασε το ένα του μάτι. Όταν επέστρεψε από τον πόλεμο, μετά από μερικά χρόνια, γνώρισε στο Καστέλι Κισσάμου, την όμορφη Κωστούλα, μοναχοκόρη του Μιχάλη και της Στέλλας Παπαδάκη. Ήταν μια ευκατάστατη οικογένεια και αρνήθηκαν να δώσουν την μονάκριβή τους στον ξένο, στον πρόσφυγα.
Ο έρωτας όμως ήταν δυνατός και αποφάσισε να κλέψει την όμορφη Κρητικοπούλα. Αυτό και έπραξε. Την έκλεψε και την πήγε στην Αθήνα. Παντρεύτηκαν και μετά από λίγο καιρό το πρώτο παιδί γεννήθηκε στην Κοκκινιά, στον Πειραιά.
Η μικρή Ιωάννα, σφράγισε την ευτυχία τους και με την γέννησή της έκανε το θαύμα της! Οι
καρδιές μαλάκωσαν και τους υποδέχθηκαν με ανοιχτές αγκαλιές στο Καστέλι, όπου γεννήθηκε και το δεύτερο παιδί τους, κορίτσι και αυτό. Επειδή ο Κλέαρχος ήθελε αγόρι, σκέφτηκαν να τον πειράξουν και του είπαν ότι ήταν αγόρι. Εκείνος έπιασε τα όπλα από την χαρά του. Όταν του είπαν ότι του έκαναν αστείο, δεν θύμωσε, αλλά αγκάλιασε το νεογέννητο και είπε «για μένα είσαι ο Στέλιος, θα σε μεγαλώσω σαν αγόρι» και αυτό έκανε.
Η μικρή Στέλλα ήταν ατίθαση, μέσα σ’ όλα αλλά σπούδασε και πρόκοψε.
Ο Κλέαρχος μεγάλος πια, με την οικογένειά του έζησε στα Χανιά, έμπορος πια, εκεί στην Σπλάντζια και στα Μαχαιράδικα. Είχε πλέον από μόνος του οικονομική ευχέρεια, βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη και όλοι τον φώναζαν μπαμπά Κλέαρχο. Έπινε τον καφέ και το ουζάκι του κάτω από τον πλάτανο της Σπλάντζιας κι έλεγε… καλή πατρίδα.
Ετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της ομάδας της Ιωνίας, ενώ λάτρευε την ΑΕΚ.
Πάντα καμάρωνε για την ρίζα του… Λάτρευε τα Βουρλά και την Μικρά Ασία. Κάθε χρόνο πήγαινε και προσκυνούσε τα άγια, ματωμένα χώματα της Ιωνικής Γης…
Αυτός ήταν ο λατρεμένος μου πατέρας. Τίμιος και ντόμπρος!
Σε αυτόν υποσχέθηκα να υπηρετήσω με πάθος και σεβασμό τη μικρασιατική ιδέα και να προσπαθήσω να μεταλαμπαδεύσω την αγάπη μου για την Μικρά Ασία, στα παιδιά μου Δημήτρη και Κλέαρχο και στον εγγονό μου Γιώργο…
Η μνήμη μας είναι η μεγάλη μας κληρονομιά και οφείλουμε να την τιμούμε αν θέλουμε να μην ξεχαστούν ποτέ οι Αλησμόνητες Πατρίδες της καρδιάς μας.
Είμαστε Ίωνες, περήφανοι για τη ράτσα μας και κρατάμε σαν φυλαχτό στην καρδιά μας, τον πολιτισμό, την ιστορία μας, τις μνήμες μας…
Η Πατρίδα της ψυχής μας, η Μικρασία είναι ένα καντήλι αναμμένο παντοτινά στο εικονοστάσι της ψυχής μας… είναι ένα υπόγειο ποτάμι, που περνάει με το αίμα μας, από γενιά σε γενιά… η ίδια η ζωή που κυλά μέσα στις φλέβες μας».
ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΚΑΡΑΜΠΑΤΣΑΚΗ – ΠΟΥΛΙΔΑΚΗ: «Αίμα που κύλησε και πότισε τη γη της Ιωνίας»

H Κωστούλα Καραμπατσάκη- Πουλιδάκη, είναι μικρασιάτισσα 2ης γενιάς. Οπως μας αφηγείται, «οι γονείς μου, Σάββας Καραμπατσάκης και Μαρίτσα Τριανταφύλλου, Μικρασιάτες 1ης γενιάς, ήρθαν στην Κρήτη κατατρεγμένοι από τους αδίστακτους τσέτες του Κεμάλ, μικρά παιδιά. Ο πατέρας μου, Σάββας, γεννήθηκε στο χωριό Χορόσκιοϊ ή Χορόσκιοβλι της Μαγνησίας το 1913. Η οικογένειά του ήταν πολύ ευκατάστατη. Ο πατέρας του, Κωστής Καραμπατσάκης, ήταν μεγαλοτσιφλικάς και διαφέντευε μεγάλο βιος, με πολλά κτήματα και απέραντες καλλιέργειες καπνών, βαμβακιού και σταφίδας. Στον διωγμό, έφυγαν αφήνοντας τα πάντα πίσω για να σωθούν από το μαχαίρι των Τούρκων. Η γιαγιά μου, η Καλομοίρα, έθαψε όλα τα χρυσαφικά της δίπλα στη γούρνα του σπιτιού στον κήπο, σφάλιξε καλά τα παράθυρα και κλείδωσε το σπιτικό τους, παίρνοντας μόνο το κλειδί μαζί της, στον ξενιτεμό. Ήλπιζε ότι μια μέρα θα γύριζαν πίσω στα αγαπημένα χώματα της Ιωνικής Γης και θα άρχιζαν τη ζωή τους ξανά, σαν νοικοκύρηδες στη γη των προγόνων τους».
Η κα Κωστούλα, συνεχίζει την αφήγησή της:
«Η μαμά μου, Μαρίτσα Τριανταφύλλου, γεννήθηκε στα Βουρλά το 1914. Ο πατέρας της ήταν ο Αντρίκος Τριανταφύλλου και η μητέρα της η Αγγέλα Διαλεχτούδη. Ανήκαν στη μεσαία τάξη. Ο Αντρίκος ήταν αγρότης και κοντραμπάσης, δηλαδή έμπορος που αγόραζε σοδειές και τις μεταπουλούσε. Βέβαια, πουλούσε και τη δική του σοδειά. Έβγαζε τις καλύτερες σταφίδες και ελιές στην περιοχή και τα σύκα του ήταν ξακουστά για τη νοστιμάδα τους. Ήταν προκομμένος και έξυπνος, όμως ήταν ατίθασος και πεισματάρης, μονίμως έτοιμος για καυγά.
Συνεχώς τα έβανε με τους Τούρκους, αρνιόταν να τους πουλήσει εμπόρευμα, τους έβριζε και αρνήθηκε να υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό, με αποτέλεσμα να κηρυχθεί λιποτάκτης και να επικηρυχθεί. Δεν τον έπιασαν όμως ποτέ. Ο Αντρίκος αρνιόταν να αφήσει τα Βουρλά ως την τελευταία στιγμή που οι τσέτες μπήκαν στην πόλη, καίγοντας τα πάντα και σφαγιάζοντας τους Έλληνες. Τότε, έφυγαν για να φτάσουν στη Σκάλα, στο λιμάνι των Βουρλών και να πάρουν καΐκι για τη Μυτιλήνη. Στον δρόμο η οικογένεια χωρίστηκε. Αυτός από τη μια με τα μεγάλα παιδιά και το μωρό και από την άλλη η γυναίκα του, η Αγγέλα με τη μια κόρη της, τη Φρόσω.
Η γλυκιά Αγγέλα, η ήρεμη και καλόκαρδη αυτή κοπέλα, ετοιμόγεννη στο 7ο παιδί της, χτυπήθηκε από μία σφαίρα στο πόδι και έμεινε για πάντα στα ιερά χώματα της Μικρασίας. Μη μπορώντας να προχωρήσει, ανάγκασε την κόρη της να φύγει, για να μη δει και τον δικό της χαμό.

Η Φρόσω, της άφησε λίγο νερό και της έβαλε μια πέτρα για προσκεφάλι, λίγο πριν την αφήσει ζωντανή στα χέρια των θηρίων που έφταναν ξοπίσω. Δεν έμαθαν ποτέ πια τίποτα γι’ αυτήν τη δόλια μάνα. Μαζί της χάθηκε και το αγέννητο μωρό.
Η οικογένεια έφτασε στη Μυτιλήνη, απ’ όπου πήραν το καράβι για την Κρήτη. Χρόνια ολάκερα προσπαθούσα να γράψω την ιστορία τους. Τους το είχα υποσχεθεί ότι θα τη διηγηθώ, για να μην ξεχαστεί ποτέ ο πόνος, τα βασανιστήρια που έζησαν, το αίμα που κύλησε και πότισε τη γη της Ιωνίας.
Με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση της αδελφότητας Μικρασιατών Χανίων “Ο Άγιος Πολύκαρπος” αυτό το όνειρο επιτέλους πραγματοποιείται και το βιβλίο μου ετοιμάζεται να εκδοθεί.
Θα ήταν παράλειψη μου να μην αναφέρω ότι αυτό γίνεται με την υποστήριξη και αρωγή της Περιφερειακής Ενότητας Χανίων και συγκεκριμένα του αντιπεριφερειάρχη κ. Καλογερή, ο οποίος από την πρώτη στιγμή αγκάλιασε αυτό το βιβλίο μου και τον ευχαριστώ θερμά γι’ αυτό»!
Η εγκατάσταση στα Χανιά

Στα Χανιά όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα διαμοιράστηκαν πρόσφυγες μετά την καταστροφή. Στα Χανιά, όπως ανέφερε μιλώντας στις “διαδρομές” ο ιστορικός ερευνητής Μανόλης Μανούσακας, κάποιοι έφτασαν το 1922 αλλά οι περισσότεροι το 1923. «Αυτοί που ήρθαν πήραν κλήρους κυρίως στην περιοχή των Χανίων και λιγότερο στην επαρχία Σελίνου», εξήγησε ο κ. Μανούσακας και πρόσθεσε ότι οι ανταλλάξιμες περιουσίες από όπου έφυγαν μουσουλμάνοι και εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες ήταν ένα μεγάλο τμήμα τους στον κάμπο των Χανίων, στην περιοχή του Βαμβακόπουλου, αλλά και στην Παλιά Πόλη και πιο συγκεκριμένα στη Σπλάντζια και το Καστέλλι, όπως και το Κουμ Καπί.
Οι ανταλλάξιμες περιουσίες μοιράστηκαν με κλήρους στους πρόσφυγες. Βεβαίως αρκετές περιουσίες μουσουλμάνων, δεν περιλαμβάνονταν στα ανταλλάξιμα και αποτέλεσαν αντικείμενα αγοραπωλησίας. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις το μετόχι του Φυντίκη και ή του Σακίρ Μπέη.

Η διαδικασία εγκατάστασης των προσφύγων στη νέα τους πατρίδα μόνο εύκολη δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί: «Οι περισσότερες οικογένειες πήραν ένα δωμάτιο. Μπορεί δηλαδή σε ένα κτήριο σε κάποιο μετόχι ή ακόμα και σε μεγάλα σπίτια στη Σπλάντζια να ζούσαν μαζί πολλές οικογένειες. Ταυτόχρονα σε κάποιες περιοχές χτίστηκαν προσφυγικοί συνοικισμοί. Ένας τέτοιος μικρός συνοικισμός υπήρχε στην περιοχή της Παρηγοριάς. Ένας άλλος οικισμός χτίστηκε στην περιοχή που βρίσκεται πίσω από το σημερινό υπεραστικό ΚΤΕΛ. Ξεκίνησε να κατασκευάζεται την εποχή του Βενιζέλου αλλά ολοκληρώθηκε επί δικτατορίας του Μεταξά. Ήταν μια οργανωμένη συνοικία, με μικρά σπιτάκια και κήπο. Δυστυχώς αυτή η συνοικία την εποχή της αντιπαροχής, τη δεκαετία του ’70, εξαφανίστηκε και σήμερα πρέπει να σώζονται μόλις ένα ή δύο προσφυγικά σπίτια».
Η στήριξη της Πολιτείας ήταν περιορισμένη και οι πρόσφυγες ήταν αναγκασμένοι να φτιάξουν ξανά της ζωή τους από την αρχή: «Οι πρόσφυγες αντί για μια μικρή περιουσία είχαν τη δυνατότητα να πάρουν ομόλογα. Ξέρω περιπτώσεις ανθρώπων που έχοντας στο μυαλό τους ότι κάποια στιγμή θα επέστρεφαν στα σπίτια τους στη Μικρά Ασία, φύλαξαν αυτά τα ομόλογα. Όμως μετά ήρθε η Κατοχή και μετά τον πόλεμο οι ομολογίες αυτές κατέληξαν να είναι για τα σκουπίδια».
Η άσχημη κατάσταση των προσφύγων, η φτώχεια τους αλλά και πολιτιστικές διαφορές, λειτούργησαν ανασταλτικά ως προς το να υπάρξει μια καλή υποδοχή τους: «Γενικά η υποδοχή τους θα λέγαμε ότι δεν ήταν καλή. Μπορεί να υπήρχε η επίγνωση ότι επρόκειτο για πρόσφυγες που είχαν διωχθεί από τα σπίτια τους αλλά αφενός η τουρκοφωνία κάποιων από αυτούς και αφετέρου η φτώχεια και η εξαθλίωση στην οποία βρίσκονταν έκανε τους ντόπιους να τους βλέπουν απαξιωτικά. Παράλληλα, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι πολλοί από τους ντόπιους εποφθαλμιούσαν τις περιουσίες των μουσουλμάνων οι οποίες διαμοιράστηκαν στους πρόσφυγες.
Αυτό υπήρξε ένα ακόμα σημείο “τριβής” ανάμεσα σε ντόπιους και πρόσφυγες».
Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία των προσφύγων έδωσε νέα πνοή στην κοινωνία, την οικονομία και τον πολιτισμό των Χανίων, μπολιάζοντάς την με καινούρια στοιχεία. «Οι πρόσφυγες ήταν άνθρωποι με πιο ανοιχτούς ορίζοντες. Πρόσφεραν πολλά σε όλα τα πεδία. Στον πολιτισμό, τα γράμματα, την κουζίνα, αλλά και τη νοοτροπία που αντιμετωπίζουμε την καθημερινότητα», τόνισε καταλήγοντας ο κ. Μανούσακας.