«Τις ημύνθη περί πάτρης; Και τι πταίει η γλαύξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος. Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλευταί, εκατέστρεψαν το έθνος, ανάθεμά τους […] Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν […] την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ’ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών […παρασίτων…] Aμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος και η πρόληψις, της χρεοκοπίας». Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (άρθρο του στην εφ. “Ακρόπολις”, 1896) «Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά έθη. Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου. Κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ, εάν μη προανατάξωμαί σοι ως εν αρχή της ευφροσύνης μου». Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Από τον πρόλογο στο διήγημά του “Λαμπριάτικος ψάλτης”).
«Ισως ήλθεν ο καιρός, όπου θα εκμετρήσω το ζην. Δοκιμάζομαι. Με παραστέκουν οι αδελφές μου οι τέσσερες, οι τρεις οι ανύμφευτες και η μια η παντρεμένη. Μόλις μετέλαβα τρεις φορές, δεν είναι ώρα που ξεπροβόδισαν τον παπά – Μπούρα. Δεν φοβούμαι τον θάνατον, δεν με πτοεί η άφευκτος έλευσίς του. Αν είναι θέλημα Θεού, καλώς να έρθει. Εζησα ως ενάντιος της περίσσειας, υπήρξα φίλος του απλού, θιασώτης του ελαχίστου, οπαδός της περιέξεως. Γονυπετής υπεκλίθην εις την ανθρωπίνην βάσανον». «Αφήνω τον υστερνόν χαιρετισμόν εις πάντα τα ευάρεστα, όσα εν σοφία εποίησας. Τον ήλιον τον ζωοδότην, την θάλασσαν την ατέρμονον. Πετεινά αναβαίνοντα έως των ουρανών, ιχθύς καταβαίνοντας έως των αβύσσων. Πεδία χλοερά και ορμάνια απροσπέλαστα. Φυτά της τέρψεως και άνθεα των αρωματισμών. Δένδρα βαθύσκια προς δρόσον εν θέρμη, θάμνους χθαμαλούς προς ταγήν των κτηνών. Κτίσματα ταπεινά και οικοδομάς κενοδοξίας. Αφήνω τον οίνον και τα άσματα και την συναναστροφήν των ηγαπημένων, τας οπώρας της αναγεννήσεως και τα βερεκέτια σου άπαντα. Τα βιβλία μου, τα έργα μου, τον κλήρον τον πνευματικόν αφήνω. Ναι, μάλιστα, δεν υπάρχει βίος ανέσπερος». «Πάνω από το ήμισυ του βίου μου το επέρασα εις την ξένην. Οποτε ενεθυμούμην τους πτωχούς οικείους μου επέστρεφα εις την μικράν και γλυκείαν μου πατρίδα. Οταν ησθανόμην ότι με είχον βαρεθεί, επανερχόμην εις την πρωτεύουσαν. Να έψαλλα την επαύριον τον εσπερινόν στην Παναγίτσα στο Πυργί, στου Άι -Γιάννη του Μαγκούφη ή στο Χριστό στο Κάστρο! Κάλλιο στην Παναγία την Κουνίστρα! Κανείς δεν ζυγώνει ως εκεί καταχείμωνο! Ω σάν να ακούγω στα ρηχά το μοιρολόγι της φώκιας. “Εγώ είμαι το άμοιρο τρυγόνι”». «Χαιρετώ τον Αρχάγγελο πόχει καθίσει στο προσκέφαλό μου. Παραδίδομαι, Κύριε, τελευτώ. Φέρνω τη δεξιά μου και σφαλνώ τα καπάκια των ομματιών μου, τις εκούρασα τις ομογάλακτες, μην τις βάνω και την υστερνήν μου στιγμή, τις βαριόμοιρες, και σε άλλον, περιττόν έτι κόπον». Αποσπάσματα από το βιβλίο “Το αγγελόκρουσμα – Η τελευταία νύχτα του κυρ – Αλέξανδρου” (εκδ. “Άγρα”) του Θωμά Κοροβίνη.
«Εκλεισε μόνος του τα μάτια του,/ κι έφυγε γαλήνιος/ για το Επέκεινα/ ο κυρ Αλέξανδρος,/ δυο ώρες μετά τα μεσάνυχτα/ της 2ας Ιανουαρίου 1911/ στο σπίτι που γεννήθηκε,/ στη Σκιάθο του,/ λίγο πριν κλείσει τα εξήντα χρόνια του./ Εχοντας μεταλάβει/ των αχράντων μυστηρίων/ κι αφού έψαλε/ το Ιδιόμελον της Παραμονής των Φώτων/ “Την χείρα σου σου την αψαμένην”./ Παρουσία όλων/ των ηρώων και των ηρωίδων του/ των διηγημάτων και των τεσσάρων αδελφάδων του.// “Στο καλό κυρ Αλέξανδρε”/ ψιθύρισε, αποχαιρετώντας τον/ εκ μέρους όλων των παρισταμένων/ η θεία – Αχτίτσα/ που φορούσε ακόμα/ την καινουργή, άδολην μανδήλα της./ “Καλώς ώρισες, κυρ Αλέξανδρε”/ φώναξε δυνατά/ -τόσο δυνατά που ακούστηκε στη γη-/ ο Μιχαήλ Αρχάγγελος/ που παρέλαβε την ψυχή του/ για να την οδηγήσει/ στα Δώματα του Ουρανού/ όπου η χορεία των Αγίων./ Το τέλος (;) του κυρ Αλέξανδρου». Το ποίημά μου “Το τέλος (;) του κυρ – Αλέξανδρου” (από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή “Το χελιδόνι του μοναχού).