ΟΤΑΝ ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΞΕΝΙΟ ΔΙΑ
Ήταν Παρασκευή, 8 του Νοέμβρη του 1968. Ξημέρωμα. Το πλοίο της γραμμής έδεσε στο λιμάνι της Σούδας. Βαρύς κι ασήκωτος ο ουρανός. Έριχνε πυκνό ψιλόβροχο. Ίδιος ο καιρός και μέσα στην καρδιά μου. Βγήκα στην προβλήτα, παρασυρμένη από το βουερό ποτάμι των συνταξιδιωτών μου.
Eκείνοι χάθηκαν στις αγκαλιές των δικών τους, έφυγαν για τα σπίτια τους, κι εγώ στάθηκα μόνη κι αναποφάσιστη κάτω απ’ τη βροχή. Αναρωτήθηκα τι άραγε με περίμενε σε τούτο τον άγνωστο και ξένο τόπο. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν στην Κρήτη. Πρώτη φορά που έφευγα από το σπίτι μου. Κι ενώ η αβεβαιότητα, η αγωνία, κι ο φόβος χτυπούσαν κόκκινο μέσα μου, στ’ αυτιά μου ήχησε η ζεστή φωνή της Αλεξάνδρας, της φιλολόγου μου: «Θα πας στο σπίτι του Χρήστου, του ξαδέλφου μου. Τους μίλησα για σένα!». Χάιδεψα στη μέσα τσέπη του πανωφοριού μου τον φάκελο που μου έδωσε για κείνον, όταν έφευγα από την Αλεξανδρούπολη. Κι όπως ο μυθικός Ανταίος έπαιρνε δύναμη αγγίζοντας τη γη, πήρα κουράγιο από το άγγιγμά του! Μπήκα σ’ ένα ταξί κι είπα τη διεύθυνσή του.
Ο οδηγός, αφού έκανε κάμποσους κύκλους μέσα στους άγνωστους για μένα δρόμους των Χανίων, μου δήλωσε πως δεν την εύρισκε(!). Σταμάτησε σ’ ένα περίπτερο απ’ όπου τηλεφώνησα στο σπίτι του. Μου απάντησε μια γυναικεία φωνή. Είπε πως βρισκόμουν πολύ κοντά και πρόσθεσε: «Θα έρθει ο Χρήστος με το αυτοκίνητο να σας πάρει». Σε λίγο, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά μου, ο οδηγός κατέβηκε και είδα έκπληκτη να με πλησιάζει ο… Ξένιος Δίας! Έτσι ακριβώς είχα πλάσει με την φαντασία μου τον αρχαίο θεό! Με αρχοντικό παράστημα, ευγενική φυσιογνωμία, γαλάζιο ξάστερο βλέμμα, πλατύ χαμόγελο!
Ο Δίας, ο κύριος Χρήστος δηλαδή, με καλωσόρισε με εγκάρδια χειραψία και σε λίγα λεπτά κουβεντιάζοντας φιλικά, φτάσαμε στο σπίτι του. Χτύπησε το κουδούνι, η πόρτα άνοιξε, και στο πλατύσκαλο μιας εσωτερικής σκάλας, είδα μια νεαρή, γλυκιά γυναίκα, και δυο πανέμορφα κοριτσάκια να μου χαμογελούν. Η οικογένειά του! Πότε βρέθηκα στην αγκαλιά τους, πόση χαρά μου χάρισαν με το αγκάλιασμά τους, δεν μπορώ να πω. Όμως μπορώ να περιγράψω λεπτό προς λεπτό εκείνη τη μέρα που βρέθηκα ανάμεσά τους.
Τη μέρα που η καρδιά μου κοινώνησε από την καλοσύνη τους και λούστηκε στον ήλιο των ματιών τους. Κι ας έχει περάσει από τότε πάνω από μισός αιώνας! Μετά το πρωινό, ανεβήκαμε στο Ακρωτήρι, στη γιορτή της Πολεμικής Αεροπορίας. Είχε σταματήσει η βροχή κι η μέρα έλαμπε μες στον αποβροχάρη ήλιο! Στον γυρισμό σταματήσαμε στον Προφήτη Ηλία.
Πόση συγκίνηση ένιωσα μπροστά στους τάφους των μεγάλων νεκρών!
Πόσο με μάγεψε η μοναδική θέα, η απίστευτη ομορφιά των Χανίων από κει ψηλά!
Το μεσημέρι γυρίσαμε στο σπίτι.
Η οικοδέσποινα έστρωσε αρχοντικό τραπέζι. Κι ο οικοδεσπότης έβαλε στο πικ-απ ένα δίσκο να παίζει. Και τότε, η ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα, η αχνιστή μοσχοβολιά του σπιτικού φαγητού, η μουσική του Ξαρχάκου, η φωνή της Μοσχολιού, ο στίχος του Λευτέρη Παπαδόπουλου «βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι!» φόρτισαν παράξενα την ψυχή μου.
Άρχισα να κλαίω! Μ’ ένα κλάμα βουβό, που ξέπλυνε την αμφιβολία, την αγωνία και τον φόβο, που στόμωναν την ψυχή μου, σ’ ολόκληρο το ταξίδι μου Αλεξανδρούπολη-Χανιά! Ένα κλάμα που φανέρωνε την ευγνωμοσύνη μου στους ανθρώπους που μόλις είχα γνωρίσει. Που μαρτυρούσε τη χαρά μου μπρος την ευγένεια, την καλοσύνη, την ανυστερόβουλη φιλοξενία τους! Μια φιλοξενία, που συνεχίστηκε όσα χρόνια σπούδαζα στα Χανιά.
Το σπίτι τους ήταν πάντα για μένα ανοιχτό! Κι η τάβλα τους, στρωμένη…
Ο Χρήστος Γ. Μποτωνάκης, ο δικός μου Ξένιος Δίας, δεν ζει πια εδώ. Έφυγε για τη Χώρα των Μακάρων τον περασμένο Σεπτέμβρη. Μα όσο ζω, θα κρατώ ζωντανή στη μνήμη μου την ευγενική του μορφή. Θα θυμάμαι με αγάπη κι ευγνωμοσύνη, πως η αρχοντιά, η καλοσύνη και η φιλοξενία του απόδιωξαν εκείνη την μακρινή μέρα τα σύννεφα από την καρδιά μου.
Και πως το εγκάρδιο καλωσόρισμά του έσπειρε στην ψυχή μου τον σπόρο της αγάπης για τούτο τον τόπο, που έμελλε να γίνει δεύτερη πατρίδα μου.
Ας είναι αιωνία η μνήμη του.