Γιατί οι φθόγγοι ξαφνικά μοιάζουν αμήχανοι;
Ο αμφίστομος πέλεκυς του Φόβου
έχει κατά κράτος ηττηθεί,
το αδυσώπητο Θήτα δεν έχει λόγο να επαίρεται.
Γονυπετής προσεύχεται ο Μινώταυρος
δεσμώτης στα έγκατα της γης
η Άνοιξη υπόσχεται το τέλος της στασιμότητας
σπονδές και χοές
εξορκίζουν την ανάσα της λάβας.
Πέρα, στο Εργαστήρι του Ανέφικτου,
θεόρατη σκαλωσιά, μαγικά στημένη
προσμένει τον Μάστορα
που θα φιλοτεχνήσει
την αυταπάτη του επίγειου Χρόνου.
Ακάθεκτη η κόκκινη κλωστή
διατρέχει τις ρύμες
αόρατα χέρια προσδένουν στην άκρη της
νέους πόνους
και να, ο Δάσκαλος αρμολογεί
κεντά
πλαισιώνει τον μαρμάρινο χιτώνα της Ιδέας
με όστρακα,. λιθωμένους θάμνους, οξειδωμένα σίδερα,
ρίζες καλαμιών, φύκια, πολυκαιρισμένα βιβλία.
Όταν η κόπωση λυγίζει τα γόνατά του
λέει στον εαυτό του δίχως οίκτο, «Στάσου ορθός!»
και πάλι αφοσιώνεται σε αυτό
το ίαμα και βάλσαμο της Τέχνης
παραμυθίας Φως στις ψυχές
των πολλών ανθρώπων.