Το τελευταίο δεκαήμερο του Μαϊου του 1941, πραγματοποιήθηκε ένα βάρβαρος, αναιτιολόγητος βομβαρδισμός των Χανιών, με έμφαση στην παλιά πόλη και ιδιαίτερα στις συνοικίες Καστέλι, Σπλάντζια και Χιόνες, όπου υποτίθεται ότι υπήρχαν δυο στρατιωτικοί στόχοι, η έδρα της Πέμπτης Μεραρχίας στο Καστέλι και οι αποθήκες των Αγγλικών όπλων στα Νεώρια.
Oι δυο στρατιωτικοί στόχοι παρέμειναν σχεδόν άθικτοι (μόνο στα νεώρια δημιουργήθηκαν δυο μεγάλες τρύπες, από τις οποίες η μια έκλεισε το 2008 με τη συνεργασία του Δήμου και της 28ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων), ενώ ο αξιόλογος οικισμός και μάλιστα το σημαντικότερο τμήμα του, το Καστέλι, κυριολεκτικά διαλύθηκε. Καταστράφηκαν τα εντυπωσιακά μέγαρα, που είχαν κτίσει από τον 13ο αιώνα οι Βενετοί ευγενείς έποικοι μέσα στον προστατευμένο από το Βυζαντινό τείχος λόφο Καστέλι, όπου περιοριζόταν αρχικά η πόλη. Η συνοικία είχε πάρει την τελική μορφή της στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, που ακολούθησαν και όπου διέμεινε και η νέα ηγετική τάξη. Διαχρονικά υπήρξε το διοικητικό κέντρο του εκάστοτε οικισμού από τα Μινωϊκά χρόνια μέχρι και την Κρητική Πολιτεία και όλες οι ιστορικές περίοδοι άφησαν το αποτύπωμά τους.
Οι συνέπειες ωστόσο από το βομβαρδισμό υπήρξαν σοβαρές και πολλές από αυτές επιβιώνουν μέχρι σήμερα και παράγουν αποτέλεσμα, πέρα από το ίδιο το γεγονός της απώλειας ενός σημαντικού μνημειακού πλούτου.
Μια πρώτη συνέπεια-η μόνη προς «θετική» κατεύθυνση- ήταν η αποκάλυψη κάτω από τους σωρούς των ερειπίων των αρχαιότερων φάσεων της πόλης, που μας πηγαίνουν πίσω, από τα Νεολιθικά Χρόνια. Μια άλλη ήταν η απόφαση για σύνταξη νέου Σχεδίου Πόλης, το οποίο υποτίθεται πως θα «εκμεταλλευόταν την ευκαιρία» του βομβαρδισμού και θα έκανε την παλιά πόλη «καινούρια», συνεχίζοντας την πολιτική, που άρχισε στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας με τις μερικές κατεδαφίσεις των τειχών. Έτσι προέκυψε το 1947 το περιβόητο «Σχέδιο Δοξιάδη», από την εμπλοκή του Γραφείου του γνωστού Πολεοδόμου. Στο Σχέδιο αυτό προβλέπονται ρυμοτομήσεις με διαπλάτυνση δρόμων της παλιάς και ενοποίησή τους με της νέας πόλης, καθώς και αστικός αναδασμός, που απαιτούσε τη μετακίνηση ορίων των ιδιοκτησιών σε κάποιες περιοχές, που είχαν υποστεί μεγαλύτερη καταστροφή (ευτυχώς δεν επεκτάθηκε στο σύνολο του οικισμού….). Άρχισε τότε η ανοικοδόμηση με τους απλούς κανόνες, που ίσχυαν για τους σύγχρονους οικισμούς, με την πρόσθετη δυσκολία της τακτοποίησης πρώτα των νέων ιδιοκτησιών, που προέκυπταν από τις νέες ρυθμίσεις, κάτι που-ευτυχώς-είχε μόνο μερική εφαρμογή. Στο 35% των καταστροφών κτηρίων από τους βομβαρδισμούς, προστέθηκε ένα σημαντικό ακόμη ποσοστό με τις κατεδαφίσεις άλλων κτηρίων (όχι πάντα ερειπωμένων) σε εφαρμογή του νέου ρυμοτομικού.
Η νόμιμη καταστροφή ενός πολύ σημαντικού οικισμού φαίνεται ότι προβλημάτισε τους πάσης φύσεως αρμόδιους και έτσι το 1965 αποφασίστηκε ο χαρακτηρισμός της παλιάς πόλης σε Ιστορικό, Διατηρητέο Μνημείο, χωρίς όμως να καταργηθεί το Νέο Ρυμοτομικό Σχέδιο (ισχύει ακόμη μέχρι σήμερα), που την κατέστρεφε. Έτσι πέρασαν μερικά δύσκολα χρόνια για τους ταλαίπωρους κατοίκους, αλλά και τις εμπλεκόμενες κυρίως Υπηρεσίες, την Αρχαιολογική και την Πολεοδομία, που ήταν υποχρεωμένες από τη Νομοθεσία να υποστηρίζουν αντικρουόμενες καταστάσεις.
Αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος για τον οποίο αποφασίστηκε μερικά χρόνια αργότερα να γίνει μια ειδική Μελέτη, που θα αντιμετώπιζε τα θέματα αυτά, αλλά και άλλα που είχαν σχέση με την οργάνωση και τη διαχείριση του μνημειακού οικισμού. Έτσι παραδόθηκε το 1977!!! η πρωτοποριακή “Μελέτη Ανάδειξης Μεσαιωνικής Πόλης Χανίων”, γνωστή σαν «Μελέτη Ρωμανού-Καλλιγά». Αν γινόταν τότε το αυτονόητο, να θεσμοθετηθεί δηλαδή και να εκδοθεί το ειδικό Προεδρικό Διάταγμα, η παλιά πόλη σήμερα θα ήταν διαφορετική και θα υπήρχαν και οι απαραίτητοι κανόνες διαχείρισης. Το ίδιο ισχύει και για τις δυο επόμενες «επικαιροποιήσεις», που χρειάστηκε να γίνουν και ήταν σε εξέλιξη μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Δεν γνωρίζω-και δεν ρωτώ-ποιος αποφάσισε να σταματήσει τις διαδικασίες και να εντάξει την επίλυση των εντελώς ειδικών προβλημάτων του διατηρητέου οικισμού της παλιάς πόλης στις γενικές διαδικασίες του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου του υπόλοιπου Δήμου. Καλό θα ήταν (και προβλέπεται και από τον Αρχαιολογικό Νόμο) να εκδοθεί το ειδικό Προεδρικό Διάταγμα, που έχει ετοιμαστεί από χρόνια και «αναπαύεται» σε κάποια συρτάρια.
Όσον αφορά στη διατήρηση της μνήμης του αποτρόπαιου γεγονότος, για κάποια χρόνια γινόταν ένα πάνδημο μνημόσυνο στο ναό του Αγίου Νικολάου της Σπλάντζιας, ύστερα το θέμα ξεχάστηκε. Το 2011 σε συνεννόηση και συνεργασία με τον τότε Δήμαρχο, αείμνηστο Μανόλη Σκουλάκη, προχωρήσαμε στον καθαρισμό και ανάδειξη ενός ερειπωμένου εντυπωσιακού απαλλοτριωμένου από το ΥΠΠΟΑ κτηρίου, πίσω από το τζαμί του Κιουτσούκ Χασάν, τοποθετώντας μια τρίγλωσση ενημερωτική πινακίδα για τους πολυπληθείς περαστικούς από το χώρο. Έγινε και μια σχετική εκδήλωση και αποφασίστηκε να συνταχθεί ένας τεκμηριωμένος φάκελος, σχετικά με την αδικαιολόγητη επίθεση και τις καταστροφές που προκάλεσε και να εξεταστεί η νομική δυνατότητα διεκδικήσεων. Το θέμα «ξεχάστηκε» και πάλι στα επόμενα χρόνια. Είναι θετικό το ότι και πάλι εφέτος έγιναν κάποιες εκδηλώσεις. Καλό θα ήταν βέβαια να υπάρχει συνέχεια, όσον αφορά στην αξιοποίηση του κυρίως χώρου μνήμης, που λόγω του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, της επίκαιρης θέσης και της κατάστασης διατήρησης των ερειπίων προσφέρεται ιδιαίτερα τόσο όσον αφορά στην υπόμνηση του τραγικού γεγονότος, όσο και της ενημέρωσης ντόπιων και ξένων σχετικά. Βελτιώσεις του τρόπου ανάδειξης, ώστε να έχει το χαρακτήρα «μνημείου», και μια μόνιμη υπαίθρια έκθεση επιτόπου, θα μπορούσαν να υπάρξουν επιτόπου.
Όσον αφορά στη «θεραπεία» των συνεπειών του βομβαρδισμού για την παλιά πόλη, είναι απαραίτητη η ολοκλήρωση των διαδικασιών επικαιροποίησης της Μελέτης Ρωμανού-Καλλιγά, από εκεί που σταμάτησαν. Να εκδοθεί άμεσα το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα, που υπάρχει έτοιμο στο Δήμο. Για τη σύνταξη φακέλου για τη διεκδίκηση κάποιας μορφής αποζημιώσεων, καλό θα ήταν να ξεκινήσουν και πάλι οι σχετικές ενέργειες με τη βοήθεια και του Δικηγορικού Συλλόγου Χανίων. Και υπάρχουν πολλοί άλλοι που μπορούν να βοηθήσουν σε αυτό.
*Ο Μιχάλης Ανδριανάκης είναι επίτιμος έφορος Αρχαιοτήτων