Μου ’δώσαν συμβουλή να δω τον θάνατο, να τον συλλογιστώ πρίν να τον αντικρύσω, για να του κλέψω μυστικά, γνώση και σπουδές αιώνιες. Και είπα ναι, έστω κι’ αργά, δεν το αρνήθηκα, δέχτηκα να ντυθώ να ετοιμαστώ, για λίγο να τον ζήσω σαν να’ τανε αλήθεια, για λίγο να τον επισκεφθώ να μάθω την ζωή. Να μάθω με το δέος και το σεβασμό, όσα δεν έμαθα ποτέ με όλες τις καλοσύνες και με όλες τις ορμήνιες, με το χάρακα, την κιμωλία, τον πίνακα και το χτωήχι*. Φόρεσα ρούχα επίσημα καθαρά και παπούτσια γυαλισμένα και στάθηκα σαν να ήταν η τελευταία ημέρα μου στη γή. Δεν το είχα στοχαστεί ξανά και κάθονταν βαρύ στο ελαφρύ μυαλό μου, μια εμπειρία που όμοιά της δεν υπάρχει, διδάσκει ζωή και περιγράφει κι’ έρχεται στον ζωντανό να δώσει κι όχι να πάρει!
Μια περιγραφή από την χώρα που κινείται στόν χρόνο σε μια προσπάθεια να κατανοήσει το άχρονο. Μια περιγραφή από τον χώρο του τόπου όπου βρίσκεται ο θάνατος στον δικό μας τόπο. Ερωτήματα απλά στην αρχή, που περιπλέκονται μετά, από την στιγμή που ο άνθρωπος αποφάσισε για μια φορά να ακολουθήσει αυτό που λένε οι Μεγάλοι Πατέρες και οι σοφοί της Αρχαιότητος. ΜΝΗΜΗ ΘΑΝΑΤΟΥ.
Είναι η καθαρότητα των ρούχων που ανακατεύονται με το ρύπο του χώματος και γιατί να πρέπει να συμβεί άραγε τούτο; Είναι ο τάφος ο βαθύς και σκοτεινός που δε μοιάζει με το σπίτι στο βουνό, που σε τρομάζει και θές να πείς, γιατί πρέπει να συμβαίνει ετούτο; Είναι οι μέριμνες και οι φροντίδες που μένουν πίσω και γιατί άραγε να συμβαίνουν όλα τούτα ‘δώ; Είναι τα παιδιά, τα εγγόνια, οι συνεργάτες, οι φίλοι οι καλοί κι αγαπημένοι, που μένουν πίσω και γιατί άραγε; Γιατί ήρθε τάχα η ώρα μου η παράωρη και τα άφησα όλα πίσω λειψά και μισοτελειωμένα; Ετούτα σκέφτομαι κι’ ας είναι πείραμα και μνήμη κι όχι αλήθεια θάνατος. Έπρεπε μακρότητα ημερών για να έρθουν όλα στην ώρα τους. Για να έρθουν τα γεράματα, όχι τα απλά, τα βαθειά, να μην υπάρχουν ούτε συνεργάτες ούτε μισοτελειωμένες δουλειές, ούτε μέριμνες ούτε τίποτα. Να υπάρχει μόνο ανημπόρια και παράκληση, που κάνει τον γέροντα ικέτη αναχωρήσεως. Και αν μείνανε και κάποια παιδιά και εγγόνια παραπίσω, τα βαθειά γεράματα δεν επιτρέπουν συναισθήματα, αλλά αποζητούν την λύτρωση! Αλλά ποιός μας το’ δωσε αυτό; Ποιος είπε πως οι τελειωμένες δουλειές αλαφραίνουνε το χώμα; Και που να το ξέρεις πότε θέλησε το χώμα να σ’ αγκαλιάσει;
Κι όμως, με μέριμνες η χωρίς, νέος η γέρος, το ξαπλωμένο σώμα που μέχρι πρίν λίγο ξεχείλιζε από ζωή βλέπει και ακούει. Ζεί για πρώτη φορά την αλήθεια που σπούδαζε και δεν καταλάβαινε, τώρα την ακούει και την μαθαίνει μονομιάς. Τα μάτια που ‘μείναν της ψυχής, βλέπουν το φώς που αναζητούσε. Την οδό στα δύσκολα, το φώς στη σκοτεινιά του βίου που πάνω στη βιάση της Ζωής δεν έδινε σημασία. Τώρα αυτό το σώμα, αυτό το σώμα το δικό μου, που φιλοξενεί την δική μου την ψυχή, έχει σπουδή πιο σοβαρή από ποτέ και τώρα καταλαβαίνει, πώς ο Αχώρητος στην πλάση και στους γαλαξίες ολάκερους, αυτός που δεν τον χωράει το σύμπαν, χώραγε και διάλεγε την δική μου καρδιά για κατοικητήριό του. Κι εγώ είχα γι’ άλλες βεγγέρες μέριμνες, ή έφευγα και κλείδωνα την πόρτα. Πάντα αφιλόξενος.
Ήρθε σαν εφιάλτης, ο άδικος εαυτός μου και τον είδα μπροστά μου να αδικεί και έκλαψα για όλες τις αδικίες τις παλιές. Τον είδα μπρός μου να σκοτώνει ναι, να κλέβει ναι, να ψεύδεται, να κρύβεται σαν το παιδί κι ας ήτανε μεγάλος και να μην έχει αλήθεια, αλλά ψέμα και ντράπηκα. Τον είδα να ελεεί και λίγο αναθάρρησα, τον είδα να σώζει άνθρωπο και λίγο αγαλλίασα. Δεν χάθηκε η ελπίδα σκέφτηκα, αλλά όλα τούτα τα μαθήματα που δεν κατάλαβα σε μια ζωή, τα βλέπω γνώση και σπουδή και τα αναγνωρίζω μονομιάς. Έπρεπε της σπουδής ο φόβος, του θάνατου η μυρωδιά να σοβαρέψει του μαθητή την προσοχή στο μάθημα.
Τι στάθηκε παλιά δεν ξέρω. Μού’ παν να γίνω Άγιος και τ’ άφησα για πιο μετά. Μού’ παν και μού’ λεγαν και όλους τους άκουγα δεξιά κι αριστερά. Μέσα στο νού μου γοργά, του λόγου το σπέρμα κυλούσε και μ΄ορμήνευε, σε φρονιμάδα με οδηγούσε, κι εγώ όλο και πείραζα το τιμόνι, όλο και πήγαινα κόντρα στην ορμήνια, γιατί μέτραγα πως φρόνιμοι δεν αρέσουνε του κόσμου. Άφησα για αργότερα τη μαγεία μα δεν ήταν. Ανίσως κι΄ήτανε μαγεία, δεν θα’ τανε αυτός Θεός. Είναι Αγία λοιπόν κι όχι μαγεία. Κι εμένα με τρόμαξε, παιχνίδι το πέρασα, παρασύρθηκα κι ας ήμουν μεγάλος. Δεν ήταν παιχνίδι η Ζωή. Εφήμερη ναι, παιχνίδι όχι. Σύντομη ναι, μάταιη όχι. Όμορφη ναι, άδικη όχι. Χαρούμενη ναι, μάταιη όχι, διότι σ’ αυτήν αξιολογούνται οι επιλογές μας, αν θα μας οδηγήσουν να ζήσουμε στην δικαίωση ή στην ματαιότητα.
Είπα ναι στο πείραμα, μα τώρα να ξυπνήσω θέλω και να ξυπνήσω δεν μπορώ. Δεν αντέχω άλλο την αλήθεια, γιατί δεν την πήρα γουλιά – γουλιά όπως έπρεπε από μικρός και τώρα με πνίγει. Τρομάζω με αυτά που καταλαβαίνω. Δεν μπορώ ούτε να δακρύσω κι ούτε κόμπος στο λαιμό δεν με επισκέπτεται. Μα τι πάει να πεί δεν αισθάνομαι; Δεν ήταν πείραμα; Δεν είπαμε να μάθω για να διορθώσω; Αφού το συμφωνήσαμε, δεν είναι αστείο αυτό, πρέπει να ξυπνήσω!! Εγώ που έστησα μια ολάκερη ζωή στο αστείο και τώρα δεν ανέχομαι αστεία, αυτό δεν το χωράει ο νούς μου. Ξυπνήστε με, μα δεν ξυπνώ γιατί; Κι όμως σηκώθηκα απ το κρεβάτι μου και περπατώ και ανασαίνω και με επισκέφθηκε και κόμπος στο λαιμό. Τόσο πολύ ταράχτηκα, που νόμιζα ανήμπορος να σηκωθώ κι’ ας ήμουν όρθιος. Θέλησα για μια φορά να δώ το άχρονο στον χρόνο, με μνήμη πρώτη φορά θανάτου, να δώ την Θεία γνώση πλημμύρα κι’ αποκάλυψη. Και είδα το πιο σημαντικό που δεν το χώραγε ο νούς για σοβαρό και το είχα για μικρό και ελάχιστο. ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ. Είδα μπροστά μου ολοζώντανα το ΝΑΙ και το ΟΥ.
Κι είδα το ΝΑΙ να είναι ΝΑΙ και το ΟΥ να είναι ΟΥ κι’ ήταν αλάθητη κι’ ολάνθιστη η Αλήθεια κι άνοιγαν μπροστά μου όλοι οι ανθοί, από όλα τα λουλούδια της κι ευωδίαζαν τη γη τον ουρανό που βρίσκονται οι Αγγέλοι, την φύση και την πλάση ολάκερη. Γιατί η αλήθεια είναι ΑΥΤΟΣ, ΕΚΕΙΝΟΣ, Η ΑΡΧΗ, του λόγου του το σπέρμα στον καθένα, που στην αρχή το νόμισα απλά για λογισμό, αλλά δεν ήταν. Ήταν ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΜΕ ΓΕΝΝΗΣΕ, ΠΟΥ ΜΕ ΓΑΛΟΥΧΗΣΕ, ΜΕ ΑΝΑΘΡΕΨΕ, ΜΕ ΑΝΑΣΤΗΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΜΗ ΟΝ. Όχι δεν ήταν απλός λογισμός και πράμα να το διαλέξεις αν προτιμάς ΕΚΕΙΝΟΥ τη Λαλιά ή της απάτης γνώμη. Ήταν λόγος σπερματικός, που τον ακούν και οι κουφοί, γιατί φωνάζει απ το νου, μιλάει στη καρδιά.
Μνήμη θα βάζω τακτικά, Πατέρων και Σοφών παραγγελιά, μνήμη θανάτου για μια ζωή καθάρια. Μνήμη θανάτου, αλλά θανάτου λυτρωμού, θανάτου σύμβουλου Σοφού που από τον Θάνατο σε προστατεύει.
*Χτωήχι= Λειτουργικό βιβλίο της εκκλησίας μας, που χρησιμοποιούταν και ως βιβλίο σπουδαστικό στα κρυφά σχολιά της σκλαβωμένης Ελλάδας. Πρόκειται για την Παρακλητική ή Οκτώηχο επειδή περιλαμβάνει τους οκτώ εκκλησιαστικούς ήχους της Βυζαντινής μουσικής και αναφέρεται και ως Οχτωήχι η φτωήχι