Την απαισιοδοξία τους για την παρούσα κατάσταση της οικονομίας εκφράζουν οι περισσότεροι καταναλωτές στην Ελλάδα (ποσοστό 75%), ενώ οι αισιόδοξοι περιορίζονται στο 5%, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της Χριστουγεννιάτικης έρευνας της “Deloitte”. Σε σχέση με τη μελλοντική κατάσταση της οικονομίας οι Ελληνες καταναλωτές που είναι απαισιόδοξοι αποτελούν το 52% των ερωτηθέντων. Ποσοστό 61% των ερωτηθέντων αντίθετα δηλώνουν αισιόδοξοι για τη μελλοντική κατάσταση της οικονομίας. Αναφορικά με την παρούσα αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα οι περισσότεροι καταναλωτές αισθάνονται πως έχουν λιγότερα χρήματα να ξοδέψουν, ειδικά οι ερωτηθέντες άνω των 45 ετών. Η μερίδα των καταναλωτών που αναγνωρίζει ότι έχει λιγότερα χρήματα να ξοδέψει έχει φτάσει το 68%. περισσότερες γυναίκες (73%) παρά άνδρες (63%) δηλώνουν ότι έχουν λιγότερα χρήματα να ξοδέψουν. Ποσοστό 19% των καταναλωτών εκφράζει αισιοδοξία σε σχέση με την αγοραστική δύναμη στο μέλλον δηλώνοντας ότι αναμένει να βελτιωθεί.
Σε αντίθεση ποσοστό 35% των καταναλωτών δηλώνουν απαισιοδοξία ενώ το 30% αναμένουν ότι η αγοραστική τους δύναμη θα παραμείνει σταθερή το 2015. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας και της Δανίας, όλες οι υπόλοιπες χώρες που πήραν μέρος στην έρευνα ήταν απαισιόδοξες για την παρούσα κατάσταση της οικονομίας. Το 2013 μόνο η Γερμανία και η Δανία ήταν αισιόδοξες) περισσότεροι άνθρωποι θεωρούσαν την παρούσα φάσης της οικονομίας θετική). όσον αφορά στη μελλοντική κατάσταση της οικονομίας, εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου και της Δανίας, όλες οι χώρες της έρευνας είναι απαισιόδοξες για τη μελλοντική κατάσταση της οικονομίας. Το 2013 μόνο η Δανία ήταν αισιόδοξη. Οπως ανέφερε ο Δημήτρης Κουτσόπουλος Consulting Managing Partner και Consumer Business Leader της Deloitte στην Ελλάδα, στο πλαίσιο παρουσίασης των αποτελεσμάτων της έρευνας, για τους Ευρωπαίους, η οικονομική κατάσταση στο μέλλον αναμένεται καλύτερη σε σύγκριση με την παρούσα αλλά και με τις περυσινές προσδοκίες. Η Ελλάδα, παρόλο που είναι από τις χώρες με την πιο αρνητική αίσθηση για την παρούσα κατάσταση της οικονομίας το 2014, παρουσιάζεται πολύ λιγότερο απαισιόδοξη για τη μελλοντική κατάσταση το 2015. Η ΕΥΡΩΠΗ Ολόκληρη η Ευρώπη εκτός από το Ηνωμένο Βασίλειο βιώνει μείωση της αγοραστικής δύναμης τα τελευταία χρόνια. Παρά το γεγονός ότι η αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα είναι μειωμένη το 2014 σε σχέση με το 2013, ο ρυθμός μείωσης είναι αρκετά βελτιωμένος σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αναφορικά με τον χριστουγεννιάτικο προϋπολογισμό, η έρευνα της Deloitte αποκαλύπτει ότι το 2014 οι Ευρωπαίοι καταναλωτές σκοπεύουν να ξοδέψουν, κατά μέσο όρο, 488 ευρώ στις αγορές τους κατά την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων, ποσό το οποίο είναι κατά μόλις 3% μειωμένο σε σχέση με τις πραγματικές δαπάνες που οι ίδιοι δήλωσαν ότι έκαναν την εορταστική περίοδο του 2013. Στην Ελλάδα, οι καταναλωτές δηλώνουν ότι σχεδιάζουν να ξοδέψουν 406 ευρώ μειώνοντας τον προϋπολογισμό τους κατά 12,5% σε σχέση με τις πραγματικές δαπάνες που οι ίδιοι δήλωσαν ότι έκαναν την εορταστική περίοδο του 2013.
Οι Ελληνες καταναλωτές αποδίδουν τον περιορισμό των εξόδων τους την εορταστική περίοδο κυρίως στο γεγονός ότι έχουν μειωθεί τα έσοδά τους (ποσοστό 79%). Επίσης ποσοστό 58% δηλώνει ότι ξοδεύει λιγότερα χρήματα καθώς πιστεύει ότι η οικονομική κρίση θα συνεχιστεί. Ποσοστό 44% θα ξοδέψει λιγότερα χρήματα επειδή έχει χρέη. Τον προϋπολογισμό αυτό θα μοιράσουν σε φαγητό (163 ευρώ), δώρα (162 ευρώ) και σε κοινωνικές δραστηριότητες (81 ευρώ). Σχετικά με τον καταμερισμό των δώρων των Ελλήνων, ένα 58% του προϋπολογισμού αναμένεται να διατεθεί σε δώρα εντός της οικογένειας (24% στα παιδιά τους, 17% για τον/την σύντροφό τους και 17% για τον εαυτό τους), ενώ 39% του προϋπολογισμού αναμένεται να διατεθεί σε δώρα προς άλλους ενήλικες (22%) και άλλα παιδιά (17%). Ένα 3% αναμένεται να διατεθεί σε φιλανθρωπικές δωρεές. Τα βιβλία αποτελούν το πιο πιθανό δώρο για φίλους και συγγενείς για τα Χριστούγεννα του 2014 στην Ευρώπη. Τα δώρα που οι Έλληνες καταναλωτές δήλωσαν ότι θα προσφέρουν περισσότερο είναι τα ρούχα και τα παπούτσια (45%), τα βιβλία (49%) και τα αρώματα και τα καλλυντικά (33%). Σχετικά με το χρόνο που θα κάνουν τις αγορές τους οι καταναλωτές, ελάχιστοι Έλληνες καταναλωτές κάνουν τις αγορές των Χριστουγεννιάτικων δώρων τους πριν το Δεκέμβριο (5%). Η αγοραστική κίνηση φαίνεται ότι ξεκινά την 1η Δεκεμβρίου με το 90% των Ελλήνων καταναλωτών να κάνει τις Χριστουγεννιάτικες αγορές του μέσα στο μήνα. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες αυξάνεται ο αριθμός των καταναλωτών που αναζητούν πληροφορίες, ιδέες ή καλύτερες τιμές για τα Χριστουγεννιάτικα δώρα μέσω διαδικτύου. Τις χριστουγεννιάτικες αγορές όμως η πλειονότητα των ερωτηθέντων επιλέγει να τις πραγματοποιήσει στα καταστήματα, καθώς η αγοραστική εμπειρία τις γιορτινές μέρες είναι εξίσου σημαντική. Στην Ελλάδα αυξάνονται οι καταναλωτές που δηλώνουν ότι κάνουν αγορές από το διαδίκτυο (39% το 2014 εν συγκρίσει με 33% το 2013). Χάρη στην ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου μέσω κινητών τηλεφώνων και tablets, ολοένα και περισσότεροι Ευρωπαίοι καταναλωτές δείχνουν την τάση τους να χρησιμοποιούν τα smartphones για να κάνουν αγορές μέσω διαδικτύου. Στην Ελλάδα το 59% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν το smartphone ή το tablet τους για αγορές προϊόντων και το 34% δήλωσαν ότι έχουν ήδη κάνει αγορές μέσω των συσκευών αυτών.
Οι περισσότεροι καταναλωτές θα ήθελαν οι λιανέμποροι να παρείχαν χαμηλότερες τιμές και περισσότερες εκπτώσεις. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί έκπληξη καθώς η τιμή είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που εξετάζουν οι καταναλωτές ειδικά σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από τόσες οικονομικές δυσκολίες. Η ανάγκη για ανάπτυξη ηλεκτρονικού εμπορίου επισημαίνεται ως η δεύτερη προτεραιότητα που θα πρέπει οι έμποροι λιανικής να προσέξουν για να βελτιώσουν την αγοραστική εμπειρία των Ελλήνων καταναλωτών. Πρόκειται για τη 17η κατά σειρά έρευνα που πραγματοποιεί η εταιρία και φέτος καλύπτει 17 ευρωπαϊκές χώρες -μεταξύ των οποίων για πέμπτη φορά φέτος και η Ελλάδα- καθώς και τη Νότια Αφρική. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την πρώτη έως και την τρίτη εβδομάδα του Οκτωβρίου οπότε τέθηκαν ερωτήματα σε ένα ευρύ αντιπροσωπευτικό δείγμα καταναλωτών (17.326 άτομα) ηλικίας μεταξύ 18 – 65 ετών, προκειμένου να καταγραφούν οι προγραμματισμένες δαπάνες σε δώρα, φαγητό και ποτό για τα γιορτινά γεύματα αλλά και για τη διασκέδαση.