Τρίτη, 19 Νοεμβρίου, 2024

Μοίρα, χρόνος, συγκυρίες

Κοίταζε τα τριαντάφυλλα, βυθισμένα στο βαθύ κόκκινο χρώμα τους και διάβαζε τις ευχές, τυλιγμένες στα κλωνάρια. Σε κάθε μίσχο, άλλη ευχή. Σε κάθε ευχή, αποτυπωμένη η ίδια ελπίδα, με μία αίσθηση αγωνίας για το αύριο, για την επόμενη στιγμή.
Χρόνια τώρα, δεν ήταν ίδια. Οι σκέψεις, οι στόχοι, οι αξίες, που υπήρχαν στη ζωή της και δεν τις παραμέρισε ποτέ, είχαν πάρει άλλη τροπή. Είχε αλλάξει ο τρόπος που αντιδρούσε, σε κάθε κατάσταση που βίωνε και ο λόγος ήταν η καθοριστική, για τη ζωή της, ανατροπή.
Όμως, κάτι γεννήθηκε, κάτι -ανέλπιστα- απάλυνε τις σκιές της νέας ζωής της και της χάρισε φως ομορφιάς. Έκφραση αυτής της ομορφιάς, είναι κάθε ευγενική χειρονομία, κάθε βλέμμα που χαρίζει ο καλός της, κάθε λέξη, κάθε κίνηση προς το μέρος της. Αυτός θέλησε, να γίνει μία μικρή γιορτή, για τα εγκαίνια του σπιτιού, που θα κατοικούσαν.
Λίγοι, αλλά εκλεκτοί εκείνοι, που θα τιμούσαν αυτή τη σύναξη και ανάμεσά τους ήμουν και εγώ. Όχι ως εκλεκτή, αλλά σαν φίλη.
Εκείνη, καθισμένη στο καρότσι της, με μόνιμο, ανυπόκριτο χαμόγελο, δεχόταν τα ευνοϊκά σχόλια για την τωρινή κατοικία τους και εκείνος, να αποδίδει στην κοπέλα όλα τα καλά.
Κάτω από άλλες συνθήκες, θα αποτελούσαν υπόδειγμα ευτυχίας.
Τώρα -είναι ολοφάνερο- είναι πρότυπο ζευγαριού, που παλεύει με δυσκολίες, μέσα σε αντίξοες καταστάσεις, για να μη χαθεί η ευκαιρία που προσφέρει η μοίρα τους. Να είναι μαζί.
Έτσι, όπως έσκυβε, πάνω από κάθε κλωνάρι, χαϊδεύοντάς τα ένα-ένα, διάβαζα τα συναισθήματα της, μέσα από ανεπαίσθητες συσπάσεις του προσώπου.
Κυριαρχούσε στην έκφρασή της κάποια θλίψη, μαζί με πεισμωμένη αντίδραση. Σαν να πίστευε, πως θα καταφέρει να επικρατήσει η θέλησή της, για να ξεπεράσει βασανιστικά εμπόδια, με την βοήθεια, πάντα, του αποκλειστικά προσωπικού στηρίγματός της.
Ένοιωθα, πως μέσα, από κάποιο αναπόφευκτο «εγκλεισμό», η Έλλη, γευόταν μία πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας. Δεν έμοιαζε με καμία, απ’ όσες ήξερε, στο περιεχόμενο, ούτε στη μορφή. Απέκλειε όλες τις γνωστές, που επικαλούνται οι άνθρωποι, διεκδικώντας το “δίκιο”, που πιστεύουν πως τους αναλογεί και τους ανήκει και ίσως, να μην είναι έτσι.
Πιστεύω, πως βιώνει εξαγνισμό, που την οδηγεί σε ευεργετική, λυτρωτική αποδοχή μιας κατάστασης, που άνοιξε νέους ορίζοντες στον ψυχικό και πνευματικό της κόσμο.
Πορεύεται σε δρόμους, που δεν φανταζόταν πως θα υπήρχαν για ‘κείνη. Πρόσφεραν -αφειδώλευτα- τον πιο τρυφερό, βαθιά ανθρώπινο, αληθινά πολύτιμο λόγο ύπαρξης. Την οδήγησαν, στη σωστή στιγμή, στην οριστική στάση της ζωής της. Την παρέδωσαν στο πιο δυνατό, πραγματοποιημένο όνειρο. Τον Σάββα! Εκεί, ακουμπά, δακρύζει, γελά και εμπιστεύεται τους κυματισμούς της ψυχής της. Δεν το έπλασε, δεν το κυνήγησε. Απλά, το αντάμωσε και χαίρεται την ενσάρκωσή του… Η ημερίδα για τη “σκλήρυνση κατά πλάκας”, έμελλε να γίνει ο μεσολαβητής για τη γνωριμία δύο νέων ανθρώπων, που είχαν νοσήσει. Ο ένας στάθηκε πιο τυχερός. Η κοπέλα επιβαρύνθηκε περισσότερο. Δεν την απέφυγε. Δεν διανοήθηκε να το κάνει. Κέρδισαν οι εντυπώσεις που καλλιέργησε η λεπτή, ευγενική φυσιογνωμία του κοριτσιού, η ψιλόλιγνη φιγούρα και ο αγέρωχος χαρακτήρας της. Δεν επεδίωκε τη λύπηση, τον οίκτο, από κανένα.
Με την πρώτη ματιά, ενέπνεε σεβασμό και αποσπούσε θαυμασμό και αναγνώριση της ψυχικής δύναμης που είχε -θα έλεγα- απορροφήσει από το αδύνατο σώμα, πριν αφεθεί στην τύχη του… Η ώρα κυλούσε ήρεμα, αλλά όχι υποτονικά.
Το ζευγάρι συζητούσε με όλους, αλλά πιο πολύ ήταν δοσμένο στην «ενδοσυνεννόησή» του.
Η μητέρα της κοπέλας και η θεία, βοηθούσαν να είναι όλα άψογα και ευχάριστα. Οι λίγοι καλεσμένοι συμπεριφέρονταν άνετα και πολύ οικεία μεταξύ τους και στο ζευγάρι. Ο Σάββας καθόταν δίπλα στην Ελλη. Φρόντιζε να μην της λείπει κάτι. Να προλαβαίνει κάθε επιθυμία της που, βέβαια, τις εξέφρασε πολύ διακριτικά, ευγενικά. Έτσι, ένοιωθε εκείνος, πως είναι χρήσιμη η παρουσία του.
Διαβάζοντας το βλέμμα, την σκέψη, την ψυχή της. Το έκανε χωρίς κάποιο λάθος. Την ήξερε, όσο κανείς άλλος.
Όλοι «παρακολουθούσαν» τα όσα συνέβαιναν και η συγκίνηση στα πρόσωπά τους ήταν έκδηλη. Κάποιων τα μάτια βούρκωσαν. Η θεία -αδελφή της μητέρας- επαναλάμβανε: «Τι είναι, αυτό το πράγμα!…»
Ας το δεχτεί, ας το ερμηνέψει, όπως θέλει ο καθένας. Η αλήθεια, απ’ όπου πηγάζει, στο βαθμό που υπάρχει, με τον τρόπο που εκφράζεται, είναι μία…
Είχε σουρουπώσει. Πλησίαζε η στιγμή αποχώρησης, από το σπίτι των παιδιών. Η τρυφερή, γλυκειά σύναξη, έφτασε στο τέλος της, σχεδόν.
Κάποια στιγμή, ο Σάββας, σηκώθηκε από τη κόγχη του καναπέ, σπρώχνοντας το καρότσι πιο πέρα και στάθηκε αντίκρυ στην Έλλη. Ακούμπησε τα χέρια στους βραχίονες του καροτσιού και στύλωσε τα μάτια του στα δικά της, για ολόκληρα λεπτά. Βάθαινε το βλέμμα και διαγραφόταν ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στο πρόσωπό του, γλυκά, με κάποια χροιά ερωτική, θα έλεγα. Εκείνη κινούσε, δεξιά – αριστερά, το κεφαλάκι της και, όταν ακούμπησε το χέρι του κοντά στο λαιμό της, έγειρε στο πλάι και το χάϊδευε με το μάγουλό της.
Κάτι της έλεγε και εκείνη αρνιόταν, όμως, όχι κατηγορηματικά. Έμοιαζε μάλλον διστακτική, σε ό,τι έλεγε εκείνος.
Ξαφνικά, την αρπάζει από το καρότσι, την σφίγγει πάνω του και -για δευτερόλεπτα- έδειχνε εκείνη να αιωρείται. Την έσυρε λίγο -αφού η κοπέλα έπλεξε τα χέρια, γύρω από τους ώμους του- για να πατήσει ένα «μαγικό» κουμπί. Ξεχύθηκε μουσική από παλιό κομμάτι που αγαπήθηκε πολύ, από τη στιγμή που ακούστηκε για πρώτη φορά. Οι ερωτευμένοι το λάτρεψαν. Η Έλλη, φάνηκε να το ξέρει, όμως, συγκινήθηκε από την πρώτη νότα του τραγουδιού. Αφέθηκε στην αγκαλιά του Σάββα, που την κρατούσε σαν να χόρευε, στ’ αλήθεια. Μόλις, ακροπατούσαν τα πόδια της στο δάπεδο, μα, έμοιαζε να είναι ευτυχισμένη.
Η παρέα κρατούσε την αναπνοή της, βλέποντας αυτή την απρόσμενη σκηνή. Συγκινήθηκα κι εγώ, πολύ. Αναρωτιόμουν, ποια θα ήταν η απάντηση της Έλλης, στην υποθετική ερώτησή μου, «τι θα θυσίαζε από τα δύο, για να έχει το ένα. Υγεία ή αγάπη;»
Νομίζω, πως δεν θα είχε απάντηση πάνω σ’ αυτό, ωστόσο τη συνέπαιρνε ό,τι ζούσε, σε αυτή τη φάση της ζωής της και ήταν συγκλονιστικό. Πριν τελειώσει το τραγούδι, διάρκειας τριών λεπτών, την σήκωσε στα χέρια και την κάθισε δίπλα του, στον καναπέ του σαλονιού. Την αγκάλιασε και της ψιθύρισε σιγά, όσο για να το ακούσω εγώ, που βρισκόμουν παρέκει. «Ζωή μου…». Το είπε σταθερά, στιβαρά, όπως, θα το έλεγε κάποιος, που το εννοούσε. Ο Σάββας, το εννοούσε, το πίστευε ολόψυχα.
Δεν νομίζω πως θα μπορούσα να περιγράψω τα αισθήματα της κοπέλας, σ’ αυτή την εξομολόγηση. Πολλές φορές, θα είχε ακούσει λόγια αγάπης, από το σύντροφό της. Αν έπρεπε να αποδώσω, κάπως πιστά, μία περιγραφή, θα έλεγα, πως το χαμόγελο, που αποκαλύπτει το αίσθημα, σήμαινε «σ’ αγαπώ», το τρεμόπαιγμα των βλεφάρων, «σε πιστεύω», η θλίψη στα μάτια ή το δάκρυ, που μπορεί να κυλίσει, αβίαστα, «φοβάμαι».
Φεύγοντας, ένοιωσα να σιγοτραγουδώ το τραγούδι των παιδιών. Ο Σάββας, ομολόγησε πως του άρεσε, γιατί το θεωρούσε σαν ύμνο μικρό, στην αγάπη. Επαναλάμβανε το ρήμα των ερωτευμένων, με βάθος και ύψος αγάπης ακλόνητης. Αυτό κράτησα, επιστρέφοντας στο σπίτι μου, γοητευμένη από τις εικόνες που είδα, τα αισθήματα που οσμίστηκα. Θυμήθηκα και μερικά από τα λόγια του. «Η αγάπη αυτή με πεθαίνει… Η αγάπη αυτή μ’ ανασταίνει…».
Σαν την Έλλης και του Σάββα και όχι μόνο!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα