Το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας ανακοίνωσε ότι θα συμμετέχει ενεργά στο υπό ανάπτυξη Εθνικό Δίκτυο ιατρικής ακριβείας για την προώθηση της εξατομικευμένης ιατρικής, που ανακοινώθηκε πρόσφατα από τον τομέα Έρευνας του υπουργείου Παιδείας.
Το ΙΤΕ ανέλαβε το συντονισμό της νέας Μονάδας της Κρήτης και παράλληλα θα εκπροσωπεί την Ελλάδα στο Πανευρωπαϊκό Δίκτυο Εξατομικευμένης Ιατρικής για τον Καρκίνο. Σε πρώτη φάση, το Εθνικό Δίκτυο Ιατρικής Ακριβείας θα εστιαστεί στην Ογκολογία και θα αποτελείται από τέσσερις Μονάδες Ιατρικής Ακριβείας (ΜΙΑ): δύο στην Αττική, μία στην Θεσσαλονίκη και μία στην Κρήτη (την τελευταία θα συντονίσει το ΙΤΕ). Η αρχική χρηματοδότηση θα είναι μεγαλύτερη από 5 εκατ. ευρώ και η διάρκεια υλοποίησης θα είναι δύο χρόνια.
Η Μονάδα Ιατρικής Ακριβείας στην Κρήτη θα λειτουργήσει σε νέες εγκαταστάσεις του ΙΤΕ, που ήδη διαμορφώνονται για το σκοπό αυτό και θα περιλαμβάνουν εξελιγμένο εξοπλισμό τελευταίας γενιάς για την ανάλυση DNA και τη βιοϊατρική απεικόνιση.
Στόχος του νέου Δικτύου είναι να αναπτύξει προηγμένες διαγνωστικές τεχνολογίες και υπηρεσίες υγείας, ώστε αφενός να εντοπίζεται έγκαιρα η προδιάθεση εκδήλωσης μιας νόσου και αφετέρου να καταστεί εφικτή η εφαρμογή μιας εξειδικευμένης θεραπείας, ανάλογα με τα μοναδικά χαρακτηριστικά του κάθε ασθενή. Για το λόγο αυτό, θα δημιουργηθούν εξειδικευμένες μονάδες γονιδιακής και μοριακής ανάλυσης DNA. Οι υπηρεσίες του Εθνικού Δικτύου Ιατρικής Ακριβείας θα είναι προσβάσιμες σε όλους τους πολίτες μέσω του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ).
Όπως δήλωσε ο πρόεδρος του ΙΤΕ καθηγητής Νεκτάριος Ταβερναράκης, «η Κρήτη, και ειδικότερα το Ηράκλειο, αποτελούν ιδανικό τόπο για την εγκατάσταση και ανάπτυξη της νέας Μονάδας Ιατρικής Ακριβείας, καθώς συνδυάζει την ύπαρξη άριστων ερευνητικών και ακαδημαϊκών ιδρυμάτων με μακρά εμπειρία στους τομείς της γονιδιωματικής έρευνας, της βιοϊατρικής πληροφορικής, της γενετικής ιατρικής και της προηγμένης ιατρικής απεικόνισης».
Η νέα μονάδα Ιατρικής Ακριβείας της Κρήτης, πρόσθεσε ότι «θα έχει σαφώς ανοικτό χαρακτήρα και θα επιδιώξει τη στενή συνεργασία με τους άλλους κόμβους του Δικτύου, με άλλους ενδιαφερόμενους Έλληνες επιστήμονες, ιατρικές μονάδες και Νοσοκομεία, καθώς και με μεγάλα κέντρα γονιδιωματικής έρευνας του εξωτερικού, ενώ θα προωθήσει γενικότερα την πρόσβαση στις υποδομές, εγκαταστάσεις, τεχνολογίες και μεθόδους τα οποία αναπτύσσει».