Διαβάζοντας την ευαγγελική περικοπή της θεραπείας του τυφλού της Ιεριχούς (Λουκ. 18, 35 – 43), στάθηκα περισσότερο στον στίχο 41: “Τι σοι θέλεις ποιήσω;”.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ενώ ο Χριστός γνωρίζει τι επιθυμεί ο τυφλός, του κάνει την ερώτηση αυτή. Ας το ακούσουν αυτό όσοι μοχθούν ειλικρινά ή υποκριτικά για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία, για ισότητα και αξιοκρατία. Για ειλικρίνεια και διαφάνεια (!)
Ας το ακούσουν πολύ περισσότερο όσοι εκμεταλλεύονται ασύστολα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία. Ο Θεός, ο δικός μας, των χριστιανών, ούτε την ευεργεσία, το καλό, δεν κάνει με αυθαιρεσία. Δεν σώζει καταναγκαστικά, αλλά ζητά τη συγκατάθεσή μας. Γιατί δεν υποτιμά τον άνθρωπο σε όποια κατάσταση και αν βρίσκεται. Από την άλλη μεριά και ο τυφλός ξέρει τι ζητεί και γι’ αυτό το λαμβάνει. Γιατί ο Χριστός προσφέρει εκείνο στο οποίο καταλαμβάνει ο τυφλός πως είναι ελλιπής. Ο Θεός ανταποκρίνεται σ’ αυτόν που αισθάνεται την απουσία Του. Μένει στην καρδιά, που τον αναζητεί και υποφέρει από την έλλειψή του. Οσο λιγότερο δεσμεύεται ο άνθρωπος με τον παρόντα αιώνα τόσο ευκολότερα αναμένει τον ερχόμενο. Τόσο προθυμότερα δέχεται την παρουσία του Θεού.
Ο θεραπευμένος, πια, τυφλός δεν περιορίζεται σε μια δοξολογία ή ευχαριστία. Ακολουθεί τον Χριστό. Γίνεται μαθητής Του. Είναι μάλιστα εντυπωσιασμένος, πως σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις θεραπείας τυφλού, οι θεραπευόμενοι ακολουθούν τον Χριστό.
Ο τυφλός ακολουθώντας τον Χριστό δίνει την αφορμή στον λαό να δοξάσει και αυτός τον Θεό για τα θαύματά Του. Γίνεται δηλαδή οδηγός και των άλλων ανθρώπων προς την αλήθεια, προς τον Χριστό. Ετσι ένας πρώην τυφλός περιλαμβάνεται ανάμεσα στους κήρυκες της βασιλείας του Θεού. Και ο Χριστός τον δέχθηκε -τον ανακάλυψε μέσα στο ανώνυμο πλήθος- τη στιγμή που άκουσε τη φωνή του “Ιησού υιέ Δαβίδ ελέησόν με” (στιχ. 38).
Τον δέχθηκε όχι για τη σωματική του αρτιμέλεια, αλλά για την υγεία της ψυχής του. Ο Χριστός -η πίστη μας- δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ καταστάσεως του “κυρίως ανθρώπου”, δηλαδή της ψυχής του. Γι’ αυτό όλοι εμείς πιστεύουμε πως η αξία του ανθρώπου δεν έγκειται στη σωματική του ακεραιότητα, αλλά στον εσωτερικό του κόσμο που κυβερνά και κατευθύνει και τη ρώμη της σάρκας.
Στο σημείο αυτό ακριβώς διαπράττουμε οι Χριστιανοί μίαν ασυγχώρητη αντινομία. Ενώ θεωρητικά το δεχόμαστε, στην πράξη δεν το τηρούμε. Πόσοι από εμάς π.χ. δεν θεωρούν τους ανάπηρους γενικά όχι μόνο τους τυφλούς, συνανθρώπους δευτέρας κατηγορίας. Σαν αρνητικά στοιχεία στην πρόοδο της κοινωνίας μας; Πόσοι δεν έχουμε πρόχειρο ακόμα τον Καιάδα για τους ανάπηρους της κοινωνίας μας;
Μια τέτοια όμως αντίληψη καταρρίπτει ο Χριστός μας, αποδεικνύοντας με τη θεραπεία του παραλυτικού (Ματθ. 9, 2 – 8) και του τυφλού ότι η ψυχική υγεία είναι άπειρες φορές πολυτιμότερη από τη σωματική. Στη βασιλεία του Θεού δεν υπάρχει Καιάδας. Υπάρχουν αγροί, έτοιμοι για θερισμό. Και περιμένουν εργάτες με μόνο αναγκαίο πιστοποιητικό την υγεία της ψυχής.
Τόσοι και τόσοι αγνοί, όπως ο μέγας μάρτυρας και Απόστολος Παύλος είχαν σωματικά προβλήματα. Ο Παύλος το ομολογεί και μέσα σ’ αυτή του τη δοκιμασία ακούει τον Χριστό να του λέει: “Αρκεί σοι η χάρις μου η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται” (στιχ. 9). Και γίνεται δυνατός στην πίστη και στην ομολογία. Στις ταλαιπωρίες, στις κακουχίες, στα ναυάγια, στους ραβδισμούς, στις φυλακίσεις μέχρι του μαρτυρίου του (Β’ Κορινθ. 11, 23 – 33) και με όλη τη δύναμη της πανάγιας ψυχής του ομολογεί “Όταν γαρασθενώ, τότε δυνατός ειμί” (Β’ Κορινθ. 12, 10). Μην ξεχνάμε επίσης τη μεγάλη επισήμανσή του, που μαζί με τα παραπάνω, πρέπει να έχουν ειδικά υπόψη τους οι “υγιείς” και οι “ισχυροί” όσοι παριστάνουν τους εαυτούς τους μεγάλους και παντοδύναμους. Εξουσιαστές και αήττητους, “τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα καταισχύνη τα ισχυρά. Και τα αγενή (τα χωρίς επιφανή καταγωγή – τα μεγάλα τζάκια) του κόσμου και τα εξουθενημένα (περιφρονημένα) εξελέξατο ο Θεός, και τα μη όντα (αυτούς που φαντάζουν στους “μεγάλους” και “υγιείς” ως ανύπαρκτοι) ίνα τα όντα καταργήσει” (Α’ Κορινθ. 1, 27 – 29).
Για τον Θεό και τους ανθρώπους του Θεού ένα μόνο πιστοποιητικό μετράει και απ’ αυτό και μόνο εξαρτάται η σωτηρία μας, το πιστοποιητικό υγείας της ψυχής μας.