Πολλά είχα ακούσει κaι πολλά περισσότερα είχα διαβάσει για την ιστορική Μονή του Δισκουρίου που βρίσκεται κοντά στο χωριό Αξό του Μυλοποτάμου Το όνομα της Μονής, η ιστορία της, κι ο ενεργός ο ρόλος της Μονής στην διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των κατοίκων της περιοχής αποτελούσε για μένα ένα μυστήριο, που ήθελα να απαντήσω.
Την 26 Ιουνίου 2020 μαζί με τη φωτογράφο Anna Talman και μια τσάντα από βοηθητικά βιβλία και χάρτες αποφασίσαμε να επισπευτούμε τη μονή Η μονή Δισκουρίου βρίσκεται στο νομό Ρεθύμνου 43 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά του Ρεθύμνου και θεωρείται μια από τις παλιότερες μονές σε όλη την Κρήτη.
H παράδοση αναφέρει ότι στη θέση της μονής Δισκουρίου υπήρχε στην αρχαιότητα ιερό των Διοσκούρων, χωρίς όμως να έχει αποδειχθεί. H σύνδεση, πάντως, της περιοχής με το όνομα του Δία δεν είναι τυχαία. H μονή Δισκουρίου είχε μια ξεχωριστή σχέση με το ιερό όρος, αλλά και με το Iδαίον Άνδρον, ενώ η παλαιότητά της αποδεικνύεται και από την ύπαρξη ενός σπουδαίου κατάγραφου βυζαντινού ναού του Aγίου Iωάννου του Προδρόμου.
Tο κτιριακό συγκρότημα οικοδομήθηκε αρχικά κατά την τελευταία περίοδο της ενετοκρατίας, με ελάχιστα στοιχεία να έχουν απομείνει αναλλοίωτα λόγω των πολλών καταστροφών και παρεμβάσεων που υπέστη το μοναστήρι τον 20ό αιώνα.
Ωστόσο το όνομα της Μονής (Δισκούρι), που πιθανότατα προέρχεται από το «Διός Κούροι» (οι Κούροι του Δία), φανερώνει ότι στον τόπο αυτό υπήρχε λατρεία του Δία από την αρχαιότητα, ίσως κάποιο αρχαίο ελληνικό ιερό αφιερωμένο στους Διόσκουρους. Ως γνωστόν οι Διόσκουροι ήταν ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, γιοι του Δία και της Λήδας κι αδέλφια της Ωραίας Ελένης. Οι Διόσκουροι ήταν θεοί του φωτός και προσωποποιούσαν για τους αρχαίους Έλληνες την εντιμότητα, την γενναιότητα, τη τόλμη, την ευγένεια και την αρετή. Ηταν επίσης προστάτες των ναυτικών. Για όλα τους ετούτα τα προτερήματα οι αρχαίοι Ελληνες τιμούσαν τους Διόσκουρους σαν θεούς κι όχι σαν ημίθεους, κι αφού τους θεωρούσαν προστάτες και σωτήρες των θνητών ζητούσαν από αυτούς συμπαράσταση και βοήθεια σε κάθε δύσκολη στιγμή τους. Όπως λοιπόν μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς, σε κάποια εποχή της ιστορίας, όταν πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από την αρχαιο-ελληνική στην χριστιανική θρησκεία, στη θέση του αρχαίου ιερού των Διοσκούρων κτίστηκε κάποια εκκλησία, άγνωστο ποιά, και αιώνες αργότερα η Μονή Δισκουρίου αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Ο Αγιος Γεώργιος, κατά τη χριστιανική παράδοση, διαθέτει τις ίδιες ακριβώς αρετές με τους αρχαίους Διόσκουρους: Γόνος αρχοντικής γενιάς, αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού όπως μαρτυρεί και η στολή του, έφερε το τίτλο του κόμητος, όμως πάνω απ’ όλα υπήρξε άνθρωπος ευγενής, γενναίος, και γεμάτος καλοσύνη για το συνάνθρωπο του… ακριβώς όπως οι αρχαίοι Διόσκουροι.
Ιστορία της Μονής Δισκουρίου
Δυστυχώς, συγκεκριμένες έγγραφες αναφορές για το πότε ακριβώς κτίστηκε η Μονή δεν υπάρχουν. Το βέβαιο πάντως είναι ότι η Μονή Δισκουρίου υπήρχε από τα όψιμα χρόνια της Ενετοκρατίας καθώς γραπτή αναφορά γι’ αυτήν γίνεται για πρώτη φορά από τον περιηγητή Βασιλικάτα, όχι όμως σαν Μονή αλλά απλώς σαν Δισκούρι, έτσι δηλαδή που αναφέρεται και σήμερα από τους κάτοικους της περιοχής. Επειδή ούτε χωριό, ούτε οικισμός, μα ούτε καν περιοχή με τέτοιο όνομα δεν υπάρχει εκεί κοντά, αυτονόητα συμπεραίνει κανείς ότι πρόκειται για τη Μονή Δισκουρίου. Άρα λοιπόν, αφού η πρώτη έγγραφη αναφορά χρονολογείται το 1640, λογικά το Δισκούρι, όπως πλέον συνηθίζεται να λέγεται, πρέπει να υπάρχει σαν ιδρυθείσα Μονή τουλάχιστον από το 1600, την όψιμη δηλαδή εποχή της Ενετοκρατίας μια κι εκείνη τη περίοδο κτίστηκαν κι άλλα πολλά μοναστήρια εκεί κοντά όπως η Μονή Αρκαδίου, η Μονή Βοσάκου κ.λ.π.. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, και ειδικά στην επανάσταση του 1866, η Μονή Δισκουρίου υπήρξε ορμητήριο μεγάλων Κρητικών καπεταναίων, και ιδιαιτέρως του καπετάν Κόρακα. Στο Ιστορικό μουσείο του Ηρακλείου υπάρχουν χειρόγραφα που το βεβαιώνουν και τα οποία ήταν σταλμένα προς «το πρωτοκαπετάνιο της Ανατολικής Κρήτης Μιχαήλ Κόρακα για να στείλει βοήθεια στη Γραμβούσα…». Δυστυχώς το 1822 οι Τούρκοι κατέστρεψαν μέρος της Μονής, ενώ το 1867 σημειώθηκε ολοσχερής καταστροφή, όταν πυρπολήθηκε σε αντίποινα για την υποστήριξη που πρόσφερε στους Κρητικούς επαναστάτες. Η Μονή Δισκουρίου ανακαινίστηκε στη σημερινή της μορφή το 1890 ή 1897. Η Μονή Δισκουρίου υπήρξε πάντα ανδρικό μοναστήρι αφιερωμένο στο όνομα του Αγίου Γεωργίου και στη μεγαλύτερη του ακμή φιλοξένησε τέσσερεις μοναχούς και δώδεκα λαϊκούς. Το 1900 καταργείται σαν Μονή αλλά εν τούτοις παραμένουν εκεί οι μοναχοί. Το 1935 προσαρτείται στη μονή Χαλέπας. Από το 1950 και μετά ξεκινούν οι κατεδαφίσεις των παλαιών κτισμάτων και η οικοδόμηση καινούργιων με τσιμέντο. Το Σεπτέμβριο του 1950, ο τότε ηγούμενος Καλλίνικος Βάμβουκας, πάντρεψε τον Κώστα Κεφαλογιάννη ή Κουντόκωστα με την Τασούλα Πετρακογιώργη, για να δώσει τέλος στη θρυλική απαγωγή που παραλίγο να αιματοκυλίσει τη Κρήτη. Περίφημη η ιστορία της απαγωγής της Τασούλας και ακόμα και σήμερα γράφονται βιβλία γι αυτήν.
Με τη σκέψη μας πάνω στη βαριά και μακραίωνη ιστορία της Μονής, και κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού, ξεκινήσαμε να γνωρίσουμε από κοντά το θρυλικό αυτό μοναστήρι. Περάσαμε κατά μήκος όλη την επαρχία Μυλοπόταμου όπου και εάν ζητήσαμε πληροφορίες οι κάτοικοι ήταν ευγενικοί και πρόθυμοι να μας εξυπηρετήσουν Όταν φτάσουμε έξω από τη Μονή η ζέστη του καλοκαιριού ήταν ανυπόφορη, βρήκαμε ένα καταφύγιο για το αυτοκίνητο κάτω από την δροσιά ενός μεγάλου πλατάνου Στην πρώτη ματιά η μόνη μου φάνηκε μικρή σε σχέση με το μέγεθος της ιστορίας της Στη είσοδο και γύρο από αυτήν ήταν σταθμευμένα τέσσερα ημιφορτηγά αυτοκίνητα αγροτικού τύπου. Σκέφτηκα ότι θα συναντούσαμε μέσα στην μονή και άλλους επισκέπτες παρά την ακατάλληλη ώρα που φτάσαμε. Από τη στιγμή που κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο ακουγόταν μέσα από το μοναστήρι έντονες φωνές σαν να διαπληκτιζόταν άνθρωποι για κάποια διαφορά τους Καθώς πλησιάζαμε στην είσοδο οι φωνές γινόταν δυνατότερες και νευρικότερες χωρίς να καταλαβαίνουμε το θέμα της συζήτησης και τι διαφορές είχαν. Κοντοστάθηκα στην είσοδο της Μονής για να περιεργαστώ την αρχιτεκτονική της Η κεντρική είσοδος είναι μικρή με αρχιτεκτονική που σε παρέπεμπει στη περίοδο της Ενετοκρατίας. Όταν μπήκα στην αυλή με περίμενε μία έκπληξη… Οι επισκέπτες που περίμενα να δω ήταν δέκα περίπου άνδρες ηλικίας από σαράντα έως εβδομήντα χρονών Όλοι τους φορούσαν μαύρα πουκάμισα και οι μισοί μαύρα παντελόνια κι άλλοι μισοί φορούσαν μπλε Τζην παντελόνια μερικοί φορούσαν στιβάνια. Τα πρόσωπά τους ήταν κάθιδρα νευρικά και ηλιοκαμένα Φυσιογνωμίες που σε παραπέμπουν αμέσως όταν τους δεις σε ορεσίβιους βοσκούς
Μπαίνοντας στην αυλή προσπάθησα να δω το πρόσωπο κάποιου για να τον χαιρετίσω με εθιμοτυπική ευγένεια, μου στάθηκε αδύνατο όλοι τους απέστρεφαν το πρόσωπο τους σαν να μου έδειχναν ότι τους ενοχλούσε η παρουσία μου και δεν επιθυμούσαν καμία επαφή μαζί μου
Κατάλαβα τότε ότι η παρουσία μου διέκοψε κάτι πολύ σημαντικό που βρισκόταν σε εξέλιξη και συνδιαλλαγή
Αισθάνθηκα την ανάγκη να φύγω όσο το δυνατόν γρηγορότερα από μπροστά τους για να συνεχίσουν αυτήν την έντονη συζήτηση που είχαν πριν μπω ανάμεσά τους Τότε μπήκα μέσα την Εκκλησία που βρισκόταν στο κέντρο της αυλής Η Εκκλησία είχε μια πρόχειρη κατασκευή από ξύλο κι τζάμια έναν τύπο πρόναου διαστάσεων 1.5χ3 μέτρα που καλύπτει την είσοδο της Εκκλησίας Ακριβώς απέναντι από την πόρτα της ξύλινης κατασκευής βρισκόταν μια μεγάλη εικόνα του Αγίου Γεωργίου και μπροστά της υπήρχε ένα μανουάλι με άμμο που πάνω του έκαιγαν πρόσφατα αναμμένα κεριά Κεριά αναμμένα υπήρχαν σε άλλα σημεία και σε άλλες εικόνες σε αυτόν το μικρό πρόναο Έσπρωξα την ξύλινη κλειστή πόρτα της Εκκλησίας αυτή άνοιξε και μπήκα στο εσωτερικό της Εκκλησίας Ήταν κατασκότεινη με δυσκολία έβλεπες μπροστά σου και με ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία μπορούσες να κινηθείς μέσα της από το πλήθος των ιερατικών σκευών που ήταν τοποθετημένα το μικρό αυτό χώρο Η Εκκλησία ήταν μια μικρή μονόχωρη βασιλική λιθόκτιστη και λιθοσκέπαστη που η αρχιτεκτονική της σε παραπέμπει στα χρόνια της Ενετοκρατίας Για να διακρίνω τις εικόνες χρειαζόμουν φως κι αναγκάστηκα να βγω από την Εκκλησία και να αναζητήσω ένα φακό από το αυτοκίνητο Με έκπληξή μου παρατήρησα βγαίνοντας έξω από την Εκκλησία τους μαυροφορεμένους άντρες να εγκαταλείπουν την αυλή του μοναστηριού και να επιβιβάζονται στα αυτοκίνητα τους Με νευρικά σπινιαρίσματα τα τρία αυτοκίνητα έφυγαν δεξιά του μοναστηριού και το τέταρτο αριστερά προς το χωριό. Κάθισα σε ένα πεζούλι της αυλής άνοιξα τα βιβλία μου και προσπάθησα να διαβάσω τι σπουδαίο και αξιοθέατο υπάρχει σε αυτό το μοναστήρι. Τότε έκανε την εμφάνισή της μια γυναίκα γύρο 50 χρόνων από μια ανοιχτή πόρτα των κελιών που βρισκόταν αριστερά της αυλής .Τη ρώτησα εάν εργαζόταν στο μοναστήρι και μου απάντησε καταφατικά Την ρώτησα τι ζητούσαν αυτοί οι άνθρωποι που φώναζαν στο μοναστήρι κι αν διευθέτησαν κάποια διαφορά τους “προφανώς το μυαλό μου πήγε σε κλοπή ζώων” Μου απάντησε ότι γι αυτό συζητούσαν κι ότι αυτή τους απέτρεψε να φωνάζουν στο μοναστήρι
Την ρώτησα που είναι ο ιερωμένος καλόγερος που υπηρετεί στο μοναστήρι και μου είπε ότι ήταν στα πρόβατα. Αλλά σε λίγο έκανε την εμφάνισή του και ένας γενειοφόρος άνδρας πρόχειρα ντυμένος από την ίδια πόρτα που είχε εξέλθει και η κυρία Υπέθεσα ότι πρόκειται περί του καλόγερου που έχει την ευθύνη στο μοναστήρι Στην πρώτη ερώτησή μας εάν επιτρέπεται η φωτογράφηση εντός του μοναστηριού η απάντηση ήρθε εντελώς νευρικά και απαξιωτικά σαν να μην ήθελε δεύτερη κουβέντα μαζί μας Η απάντησή του ήταν “Ναι” αλλά τώρα έχουμε άλλες δουλείες και έφυγε Η γυναίκα μπήκε μέσα στην Εκκλησία και απομάκρυνε τα αναμμένα κεριά από την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και τις υπόλοιπες εικόνες Τότε μπήκα κι εγώ στην εκκλησία με τον φακό και άρχισα να περιεργάζομαι τον χώρο μέσα στην εκκλησία των γύρω από αυτήν Μου έκανε εντύπωση ο διάκοσμος της εισόδου και το διασωζόμενο υπέρθυρο στο καθολικό της Μονής αφιερωμένης στον Άγιο Γεώργιο. Είναι διακοσμητική των υστεροαναγεννησιακών και των αρχών των μανιεριστικών χρόνων. Εντύπωση μου προκάλεσε και το ανακαινισμένο ελαιοτριβείο της Μονής που βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση που το μόνο που του λείπει είναι οι άνθρωποι τα ζώα και οι ελιές για να αρχίσει η παραγωγή του λαδιού Αφού τραβήξουμε φωτογραφίες που μας ενδιέφεραν στον προαύλιο χώρο και μέσα στην Εκκλησία. Βλέποντας την υπάρχουσα ψυχρότητα, νευρικότητα, και την ένταση που ίσως προκάλεσε άθελα μας η δική μας παρουσία. Αποφασίσαμε να φύγουμε από τη Μονή Στο δρόμο της επιστροφής αναλογιζόμαστε πόσο τυχεροί βρεθήκαμε να ζήσουμε από κοντά ένα έθιμο που έχει ζωή χιλιάδες τώρα χρόνια. Αλλά επίσης πόσο επικίνδυνο ήταν να βρεθούμε άθελα μας ανάμεσα σε ορεσίβιους βοσκούς που έλυναν τις διαφορές τους πολλές φορές όχι ειρηνικά Είχα διαβάσει αρκετά για τον όρκο αθωότητας ενός βοσκού. Έχοντας το μυαλό μου ζωντανές τις παραστάσεις που είδα το μοναστήρι αλλά και αυτές που δεν είδα, προσπάθησα να συναρμολογήσω όλο του ψηφιδωτό αυτού του εθίμου που έχει ζωή χιλιάδες χρόνια και ζει στην διαστημική εποχή και την εποχή των Η/Υ. Παρά την μεγάλη αστυνόμευση που υπάρχει στη Κρητική ύπαιθρο παρά τα τεχνικά μέσα που διαθέτει η Αστυνομία, και τον βαρύ οπλισμό της. Δύο πράγματα δεν έχει καταφέρει να καταστείλει στην Κρήτη την οπλοφορία και τη ζωοκλοπή. Εκεί που η Αστυνομία δεν τα καταφέρνει να την εξαφανίσει Η Εκκλησία προσπαθεί με κάθε μέσο να σταματήσει αυτή την κοινωνική πληγή που γίνεται αφορμή για βεντέτες και το ξεκλήρισμα ολόκληρων χωριών. Σε παλιές τοιχογραφημένες εκκλησίες από την εποχή της Ενετοκρατίας βλέπομε τους κολασμένους, αυτούς που έκαναν σοβαρά αμαρτήματα και βρίσκονται τιμωρημένοι στην κόλαση. Ενας από αυτούς ήταν κι ο ζωοκλέφτης. Τον ζωγράφιζαν με δύο κατσίκες πάνω του μια την πλάτη και την άλλη στο στήθος να κρέμονται και αυτός να κρέμεται με τα τσιγκέλια ανάμεσα στις φωτιές της κόλασης.
Εχοντας εμφυσήσει με τις εικόνες και τη διδασκαλία την θεία τιμωρία για τους ζωοκλέφτες. Αλλά και την συχώρεση σε όσους μετανοήσουν και διορθώσουν το λάθος τους Μπορούσε έτσι να δημιουργήσει το σκηνικό του όρκου της αθωότητας γύρω από την Εκκλησία Εάν κάποιος έχανε τα πρόβατά του τότε έβαζε τους “Ρωτηχτάδες” να ζητούν πληροφορίες για τον πιθανό κλέφτη Όταν οι πληροφορίες συγκεντρωνόταν στο πρόσωπο κάποιου αυτός εγκαλείται παρουσία μαρτύρων να ομολογήσει ότι έκανε η δεν έκανε την κλοπή.
Για να αποδείξει την αθωότητα του έπαιρνε ένα καθορισμένο όρκο ακουμπώντας το χέρι του στην εικόνα του τιμωρού Αγίου Το συγκεκριμένο μοναστήρι ήταν η εικόνα του Αγίου Γεωργίου Στα Σφακιά και συγκεκριμένα στο χωριό Αράδενα ο τιμωρός Αγιος ήταν ο Αστράτηγος Μιχαήλ ,ο Αη-Νικόλας στη Σαμαριά, η Θυμιανή Παναγίας κοντά στους Κομητάδες των Σφακίων και του Τίμιου Σταυρού στο Μουρί. Ο φόβος της ψεύτικης ομολογίας μπροστά στον τιμωρό Άγιο ήταν τόσο μεγάλος που πολλοί κλέφτες παραδεχόταν του την πράξη τους και αποκαθιστούσαν τη ζημιά.
Εάν παρουσιαζόταν μπροστά στην εικόνα του Αγίου και το χέρι τους έτρεμε τότε καταλάβαιναν ότι αυτός είχε κάνει την κλεψιά και η τιμωρία από τον Άγιο και τους ανθρώπους ήταν μεγάλη Ο όρκος που έλεγαν μπροστά στη εικόνα του Αγίου για να αποδείξουν την αθωότητά τους ήταν «Νη Ζα φάσκω σου και κάτεχε το πώς δε σου φταίω το πράμα σου, έργο μου γη (ή) βουλή μου…»
Ή, σύμφωνα με μια άλλη παραλλαγή: «Μα το Ζα δε σε πείραξα κι άμε να γυρεύγεις αλλού το πράμα σου…». Η επίκληση του Δία δείχνει την προ-χριστιανική καταγωγή του εθίμου, που διατηρήθηκε στους αιώνες, έστω κι αν στην πορεία των αιώνων οι άνθρωποι ξέχασαν τι πραγματικά σημαίνει η φράση που χρησιμοποιούσαν
Συνεχίσαμε την πορεία μας προς τα Ανώγεια και κατευθυνθήκαμε προς το χωριό Καμαριώτης για να δούμε επί τέλους την περίφημη εκκλησία των Καλλέργηδων.
Δυστυχώς είναι η τρίτη φορά που πάω για επίσκεψη σε αυτή την εκκλησία “Μετά από δύσκολο και κοπιαστικό ταξίδι” και τη βρίσκουμε κλειστή… Και τις τρεις φορές η ίδια δικαιολογία από τους γειτόνους… αυτός που έχει τα κλειδιά της Εκκλησίας λείπει στην Αθήνα!!! Τρεις φορές η ίδια δικαιολογία που γίνεται κοροϊδία… Θα πρέπει κάποτε το υπουργείο πολιτισμού η Περιφέρεια Κρήτης η αρχαιολογία να φέρει μια τάξη σε αυτούς τους χώρους και τους ανθρώπους.
Γιατί οι χώροι πολιτισμού δεν είναι ιδιοκτησία ούτε φέουδο κανενός κλειδοκράτορα ούτε φύλακα ούτε ειδικού αλλά περιουσία όλων των ΕΛΛΗΝΩΝ.