Τον Ευάγγελο Αυδίκο(*), πανεπιστηµιακό δάσκαλο σπουδαίο, µε αξιακά συστήµατα, Λαϊκών ηθικών κωδίκων, τον θαυµάζω και τον διαβάζω χρόνια…
Ο λυρισµός του, µοιράζεται ως “αντίδωρο” µε τέχνη, µε µέτρο, µε άρωµα, τόσο ώστε να µην “τραυµατίζεται” διόλου ο ρεαλισµός, η καταγγελία ενδεχοµένως, καθώς και ο νοσταλγικός έµµεσος λόγος του, που συγκρίνει τις εποχές µε ευκρίνεια αρκετή, ώστε ν’ αναδεικνύεται η πρόθεση του στοχαστή, ∆ασκάλου, που… τάσσεται γλυκά, τρυφερά, στα περασµένα!
Αντιγράφω από το άρθρο του ορισµένες παραγράφους, ενδιάφερουσες, µε χρώµα, είκονες, και θύµησες αισθηµάτων.
«Οι γιορτές γίνονται θερµόµετρο των εποχών. Μπορούµε να πούµε ότι καταγράφουν, ως κοινωνικοί παλµογράφοι, τα αισθήµατα, τις ανησυχίες, τις ελπίδες, τον τρόπο σκέψης και τις πολιτισµικές συµπεριφορές.
Θυµάµαι τη δεκαετία του 1980. Στις ονοµαστικές γιορτές άνοιγε το σαλόνι, το άβατο του διαµερίσµατος στο µεγαλύτερο µέρος του υπόλοιπου χρόνου, για να φρεσκαριστεί µε τις ευχές, το τσίπουρο, το βερµούτ, κυρίως όµως, µε το ουίσκι, που ήταν υπόθεση του σαλονιού. Κι έτσι αποκτούσε ζωή, έδειχνε πως δεν ήταν απλά ένα νεκρό µέρος της οικογένειας. Έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε. Οι γιορτές σταµάτησαν να γίνονται στα σπίτια, τα σαλόνια γινήκανε κοµµάτι της καθηµερινότητας, µε την τηλεόραση νέας γενιάς στον χώρο. Χωρίς το σεµεδάκι, που σκέπαζε τους παλιούς δέκτες.
Οι αλλαγές συµπαρέσυραν και το µπουκάλι κονιάκ, στην καλύτερη περίπτωση ουίσκι, που κύκλωνε τις επισκέψεις.
Έχω µπροστά µου, το γιασεµί· που µου χάρισαν η Γιάννα και ο Κώστας. Σκέφτοµαι να το φυτέψω στο κτήµα, να µου θυµίζει τη στιγµή και τους φίλους. Σαν τότε που στα γεννητούρια οι γονείς φύτευαν ένα δέντρο, να γίνει η υλική έκφραση της εσωτερικής πλήρωσης, των φιλικών αισθηµάτων. Το γιασεµί δίπλα µου µοσχοβολάει. Μου φέρνει στο νου τα λόγια του Σεφέρη (Ηµερολόγιο Καταστρώµατος Α’). Είτε βραδυάζει/ ειτε φέγγει/ µένει λευκό το γιασεµί). Αυτή τη σταθερότητα των ιδιοτήτων, την έχουµε ανάγκη στις αρχές του 21ου αιώνα. Όλα ρευστοποιούνται, οι κοινωνικές σχέσεις σχετικοποιούνται, εξαρτώµενες από τις αναγκαιότητες· τις επισκέψεις, ως αντανάκλαση µιας κοινωνίας που βρισκόταν σε αργή κίνηση και προετοιµαζόταν για ανοίγµατα και γεύσεις και συνήθειες διαφορετικές.
…«Είχα ξεχάσει πως µυρίζει το γιασεµί». Γράφει η Κατσαβού σε αφιερωµατικό ποίηµα στον Νίκο ∆ήµου. Θα µπορούσε να γίνει ο στίχος γενική διαπίστωση για τους καιρούς που ζούµε.
Έχουµε χάσει τις γεύσεις, τις οσµές, τις µνήµες, που συνοδεύουν αισθήµατα και συµπεριφορές».