• «Η μουσική ξεπλύνει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας».
(Berthold Auerbach, 1812-1882,
Γερμανός συγγραφέας)
ΒΑΡΙΕΣ κι ασήκωτες οι συνθήκες που ζούμε κι ο καθένας αναζητά τρόπους να ξαλαφρώσει. Άλλοι διαβάζοντας βιβλία πρακτικής φιλοσοφίας, άλλοι ρίχνοντάς το στην περίσκεψη, πολλοί κυνηγώντας τον επιούσιο κι άλλοι ασχολούμενοι με την τέχνη. Μερικοί, όντας εξωστρεφείς ασχολούνται με την προσφορά στους ασθενέστερους, άλλοι πάλι κλείνονται ερμητικά στον εαυτό τους «σερφάροντας» στο διαδίκτυο ή ακούγοντας μουσική! Εξάλλου, δεν είναι σπάνιο περνώντας κάτω από χανιώτικα σπίτια, να ακούσεις ήχους γλυκόλαλης λύρας να συνοδεύουν αυτοσχέδιες μαντινάδες.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ! Να μια καλή διέξοδος από την κρίση, το άγχος, τους καημούς της ζωής. Είναι η τέχνη που «κομματιάζει» την ανυπόφορη σιωπή του χρόνου, μπλέκει συναισθήματα με ήχους, ζωντανεύει εικόνες απ΄το παρελθόν, δίνει φωνή στα χρώματα γύρω μας. Με τις διακυμάνσεις μιας συγχορδίας ή μιας διφωνίας του bel canto, δεν μεταφέρεσαι άραγε σε άλλους κόσμους;
Η ΜΟΥΣΙΚΗ είναι έκφραση (όχι μόνο του ανθρώπου) που υπάρχει στις κοινωνίες μας απ΄την αρχή του κόσμου. Είναι σύμβολο και πηγή ατομικής, συλλογικής ή εθνικής έξαρσης. Μπορεί να εκφράζει τη γκάμα των συναισθημάτων μας (Beethoven, Bach, Wagner κ.ά.), να εξημερώνει τα πάθη (Mozart κ.ά.), να απελευθερώνει το άτομο ωθώντας το να διεκδικήσει την ελευθερία του (Beethoven, Verdi, Θεοδωράκης κ.ά.). Επιπλέον, αποκαλύπτει δρόμους καταλλαγής και συμφιλίωσης με τον εαυτό μας (Brahms, Chopin, Χατζιδάκις κ.ά.), εξυμνεί το περιβάλλον (Vivaldi, Rameau, Haydn, Haendel κ.ά.), αποτελεί προσευχή και τροφή του έρωτα (Haendel, Bizet, Ravel κ.ά.), παρακινεί σε χορό ατομικό ή συλλογικό (παραδοσιακή, λαϊκή ή εθνική μουσική), υπερίπταται της «δύσκολης» ποίησης (Χατζηδάκις, Σπανός, Θεοδωράκης, Μαρκόπουλος, Μικρούτσικος, Ξαρχάκος κ.ά.). Κάθε είδος μουσικής «τρυπά» τον ουράνιο θόλο, για να πει στο Θεό πως τα πλάσματά του είναι ζωντανά για να τον δοξάζουν.
… Η ΠΡΩΤΗ μου επαφή με τη «μουσική» ήταν ανορθόδοξη: το σφύριγμα των σφαιρών στ΄αυτιά μου στον εμφύλιο ήταν σαν να δεχόμουν επίθεση από θυμωμένες μέλισσες! Κι ο βόμβος των εγγλέζικων αεροπλάνων που βομβάρδιζαν τις θέσεις των ανταρτών στους γύρω λόφους, μου θύμιζαν βαριά ταμπούρλα… Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών παιδάκι, και κάθε φορά που άκουγα βουητό αεροπλάνων, έτρεχα με τα άλλα παιδιά σε υπόστεγα, αποθήκες ή κάτω από τα κρεββάτια! Θυμάμαι ακόμη τα στριγγλίσματα των στρατιωτικών οχημάτων που έρχονταν για να μας μεταφέρουν, από τον καταυλισμό της Παιδόπολης της Λητής, μέσα στη Θεσσαλονίκη. Θα΄ταν τέλη του ‘47 με αρχές του ’48: δεύτερος χρόνος του εμφύλιου.
ΜΕ ΤΟΝ καιρό, εκείνος ο «μουσικός» τρόμος κατακάθισε. Οι εφιάλτες έγιναν όμορφα ονειροπόλα ταξίδια με τα μουσικά κομμάτια που ακούγαμε από το ραδιόφωνο –ένα σε κάθε ομάδα. Από εκείνα τα «μουσικά κουτιά» με τα «βραχέα» και τα «μακρά», είχαμε τα πρώτα γλυκόπικρα μετεμφυλιακά ακούσματα. Ζούσαμε κιόλας σε έναν κόσμο που μόλις είχε βγει από την κόλαση ενός α-νόητου, άδικου, ιδεοληπτικού -και σπάταλου σε αίμα- αδελφοκτόνου πολέμου. Οι οιμωγές και οι θρήνοι των ζωντανών πάνω στους τάφους των νεκρών συγγενών τους ήταν τα επαναλαμβανόμενα ρεφρέν που μας συνόδευαν για πολλά-πολλά χρόνια στη ζωή.
ΜΕΓΑΛΩΣΑΜΕ με το κρατικό ραδιόφωνο. Ανατραφήκαμε για χρόνια με τα προγράμματα του Ε.Ι.Ρ., της ΕΡΤ, της ΕΡΑ… Η δεκαετία του ΄60 ήταν εκρηκτική σε όλες τις εκφάνσεις της. Ιδιαίτερα στη μουσική. Χρυσή δεκαετία που τα τραγούδια της τραγουδιούνται πάντα. Η ελληνική ραδιοφωνία μονοπωλούσε ενημέρωση και διασκέδαση. Όμως, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, μπήκαν τα «μεσαία» κύματα, έπειτα τα FM. Τότε δημιουργήθηκαν εκατοντάδες ερασιτεχνικοί μικροσταθμοί («πειρατικοί») που αμφισβήτησαν την πρωτοκαθεδρία του κρατικού μέσου. Η μουσική ποικιλία, ξεκινώντας από τα ρεμπέτικα (πολλά ήταν απαγορευμένα) και τα βαριά λαϊκά και φθάνοντας στα πιο εκλεκτά κλασικά κομμάτια, έφτανε σε κάθε σπίτι, σε κάθε χωριό, με τα φορητά «τρανζίστορ». Η ΕΙΡ απάντησε με το «Τρίτο Πρόγραμμα» του Μ. Χατζηδάκι.
ΜΕΡΙΚΑ μουσικά κομμάτια εκείνων των χρόνων ακούγονται πάντα. Όπως το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου…» (1959), τα επικολαϊκά του Θεοδωράκη, κάποια του «Νέου Κύματος», τα περισσότερα του Καζαντζίδη, του Ζαμπέτα. Επίσης, ξανακούμε αρκετά γαλλικά και ιταλικά τραγούδια, τους Μπίτλς, τον Έλβις, την Πιάφ, τον Μουστακί, τον Ενρίκο Μασίας, τον Υβ Μοντάν, τον Αντριάνο Τσελεντάνο, τον Μοντούνιο, τη Μίλβα, τους Ρόλινγκ Στόουνς, Παπαθανασίου και Ντέμη Ρούσο, τη Νάνα Μούσχουρη, την Κατερίνα Βαλέντε και πλήθος άλλους καλλιτέχνες… Κι αυτό γιατι εκείνα τα τραγούδια είχαν σωστό στίχο και υπέροχη μελωδία.
ΠΑΛΑΙΪΚΑ μουσικά ακούσματα έχουμε φυλακισμένα σε δίσκους βινυλίου των 33 στροφών. Όχι, δεν μας αρέσει να τα ακούμε στο youtube διότι εκεί είναι ποιοτικά κατώτερα, ενώ ο ήχος στους παλιούς δίσκους είναι αξεπέραστος. Κάθε φορά που ακούω Simon and Garfunkel («Bridge Over Troubled Water», 1969) ή τις «Ώρες» του Λίνου Κόκοτου, το συγκλονιστικό «La mama» του Αζναβούρ, το «Imagine» του Τζον Λένον, τους Pink Floyd με το ανατρεπτικό τους «The wall» και πολλά άλλα, έρχονται αυθόρμητα στο νου, πρώτα τα άγρια χρόνια της δικτατορίας στη Σύμη (Δωδ/σα)- ένα νησί με άπειρες ομορφιές, θαυμάσιους ανθρώπους, πανέξυπνους μαθητές, αλλά και πολλές στερήσεις-έπειτα οι μουσικές εικόνες «μου». Η Σύμη παραμένει το νησί όπου πρωτοδίδαξα στη Γαλλικά (και όχι μόνο) στη Μ.Ε. και, το καλύτερο, πρωτοερωτεύθηκα!
ΕΞΑΛΛΟΥ, πώς να λησμονήσω τη δύναμη στίχων και ήχων, στο «Κραταιά ως θάνατος αγάπη» από το «Μεγάλο Ερωτικό» του Μ. Χατζηδάκι; Πώς να ξεχάσω τις συνωμοτικές μας βραδιές στου Καπνουλά ακούγοντας τους απαγορευμένους στίχους του Ελύτη στο «Αξιον Εστί» του Μ. Θεοδωράκη, αλλά και τη Deutsche Welle; Πόσο με ξαλάφρωνε ψυχοσωματικά «Το Χρονικό», μα και «Τα Ριζίτικα» ή ο «Στρατής ο Θαλασσινός…» του Γ. Μαρκόπουλου; Αναρωτιόμουν, πώς η μουσική κατάφερνε να «κατεβάζει» μια τόσο υψηλή ποίηση (των 2 ελληνικών Νόμπελ) στο δρόμο και το λαό; Αλλά, αυτός δεν είναι ο στόχος της ποίησης και της μουσικής; Όσο για την απαλή «ταξιδιάρικη» μουσική του Paul Mauriat ή την επαναστατική της Τζόαν Μπαέζ (από την ταινία Sacco et Vanzetti) αλλά και το (παράνομα εισαχθέν από τη Γαλλία) «Ζ» του Θεοδωράκη, άλλοτε με ηρεμούσε κι άλλοτε μ΄ εμψύχωνε. Πρωτόγνωρες οι μπαλάντες του Μπόμπ Ντίλαν, πρωτοποριακό και το μεγαλο Γουντστοκ, με τα «παιδιά των λουλουδιών»: ένα παγκόσμιο κίνημα της ψυχεδέλειας (psychedelice) και της κοινωνικοπολιτικής και σεξουαλικής απελεύθερωσης, αιτήματα όλων των νέων της εποχής.
ΤΟΣΟ μακρινά και τόσο κοντινά όλα αυτά σήμερα!
ΑΛΛΟΤΙΝΟΙ κόσμοι, άλλες δημιουργίες, άλλοι καημοί, άλλα μουσικά ακούσματα, άλλες πολιτικές… Κόσμοι εύθραυστοι στην υφή τους –όπως και σήμερα- που ανεβάζουν μεν στα ύψη τη σκέψη σου ή σε ρίχνουν στα τάρταρα της ταπείνωσης. Όπως συμβαίνει πάντα με τα ανθρώπινα.
• Μικρή υπόμνηση για τις ευρωπαϊκές μέρες μουσικής (18-23/6/16)