» Carlos Fonseca (µτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδόσεις Καστανιώτη)
Πέντε χρόνια πριν, καλοκαίρι και τότε, διάβασα το Ο συνταγµατάρχης δεν έχει πού να κλάψει, το πρώτο βιβλίο συγγραφέα από την Κόστα Ρίκα που έπιανα στα χέρια µου. Φέτος, κυκλοφόρησε το Μουσείο φυσικής ιστορίας, ένα από τα βιβλία που διάλεξα να διαβάσω στο πάντα ιδιαίτερο διάστηµα της θερινής διακοπής.
∆ιαβάζοντας ξανά εκείνο το προ πενταετίας κείµενο έπεσα πάνω σε σηµειώσεις αντίστοιχες µε τις τωρινές. Πρώτα τα ονόµατα των Ρικάρντο Πίλια και Ροµπέρτο Μπολάνιο. Ακολούθως εκείνες οι σηµειώσεις περί φαινοµενικά εγκεφαλικής γραφής, που άφηναν ωστόσο ικανά ανοιχτή την πόρτα της προσωπικής, συναισθηµατικής ή ακόµα και βιωµατικής εµπλοκής του συγγραφέα. Τέλος την αίσθηση πως το βιβλίο ανήκει στη λογοτεχνική ελίτ, έστω και ως υπόθεση παροντική χωρίς να έχει διανυθεί το απαραίτητο χρονικό διάστηµα για µια πιο ασφαλή επαναξιολόγηση. Παράξενο πώς, έλειπε η αναφορά στη φιλοδοξία, στο Μουσείο φυσικής ιστορίας πάνω πάνω στις σηµειώσεις, υπογραµµισµένη µάλιστα, ίσως τότε να µην διέκρινα ικανή ποσότητα από αυτή, ίσως να εξέπεµπε µια διάθεση πιο ασφαλούς πλοήγησης, ένεκα πως ήταν το πρώτο του ολοκληρωµένο λογοτεχνικό βήµα, ίσως απλώς να µην αξιολόγησα σωστά την παράµετρο αυτή.
Η φιλοδοξία, λοιπόν, διάχυτη από την πρώτη κιόλας σελίδα, τοποθέτησε εξ αρχής τον πήχη αρκετά ψηλά, εκπέµποντας µια έντονη γοητεία, πάντοτε η αίσθηση φιλοδοξίας παρασέρνει µε την εµφάνισή της τον όποιο ορίζοντα, εκ προοιµίου αυθαίρετων, προσδοκιών και αν είχα κατασκευάσει αποφασίζοντας να διαβάσω αυτό το βιβλίο και όχι κάποιο άλλο. Ο χρόνος, ποτέ αρκετός, διαµορφώθηκε, όπως συµβαίνει µε βιβλία όπως αυτό, από την ίδια την ανάγνωση, από την επιθυµία και την ανάγκη γι’ αυτή, αν προτιµάτε.
Ο αφηγητής, που κανένα λόγο ο αναγνώστης δεν έχει να µη θεωρήσει άλτερ έγκο του γεννηµένου το 1987 Φονσέκα, θα γνωρίσει µια διάσηµη σχεδιάστρια µόδας, όταν εκείνη θα του ζητήσει να συνεργαστούν σε ένα παράξενο και δύσκολα περιγράψιµο καλλιτεχνικό πρότζεκτ. Εφτά χρόνια αργότερα, µε εκείνη νεκρή και την έκθεση δια παντός µαταιωµένη, ο αφηγητής θα λάβει το µαύρο κουτί της συνεργασίας τους. Το παρελθόν, το κοινό των δύο, θα επανεµφανιστεί, εκείνος θα χαθεί στις σπείρες της µνήµης και της άκρως υποκειµενικής πρόσληψης και αποθήκευσης της πραγµατικότητας. Ξάγρυπνες νύχτες και πυρετώδεις αναγνώσεις ύστερα, θα θεωρήσει πως αυτό το µαύρο κουτί, παρότι φαινοµενικά γεννάει νέες και πιο σύνθετες ερωτήσεις και ακατανόητες όψεις, περιλαµβάνει, επίσης, και αρκετές απαντήσεις ή τουλάχιστον αρκετά στοιχεία που µπορούν να δώσουν απαντήσεις για τη ζωή εκείνης, για την οικογενειακή ιστορία µιας περιπλάνησης διαρκούς αναζήτησης.
Κοµβικός δεύτερος αντρικός ρόλος, ο Τανκρέδο, φίλος του αφηγητή, ένας χαρακτήρας ιδιαίτερος και δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να σκιαγραφηθεί µε λεπτοµέρεια και ακρίβεια. Η παρουσία του στις σελίδες, πότε ως αυτόπτη µάρτυρα και πότε ως, κυρίως εµπειρικού και οξυδερκή, φιλόσοφου είναι καταλυτική στην απόπειρα σύνθεσης ενός παζλ του οποίου το πραγµατικό µοτίβο παραµένει µέχρι τέλους άγνωστο και αβέβαιο, ανοιχτό σε ερµηνείες και χωροχρονικές συντεταγµένες.
Είναι, όµως, η µητέρα της νεκρής ένας χαρακτήρας µεγαλύτερος από τη ζωή, που η σύλληψη και σύνθεσή του αποτελούν µετάλλιο στο συγγραφικό πέτο. Γιατί αν η παρουσία του Τανκρέδο αποδεικνύεται καταλυτική στην προώθηση της πλοκής, εκείνος της µητέρας αποτελεί τη βάση επί της οποίας το µεγαλύτερο κοµµάτι του µυθιστορήµατος, αλλά και της ίδιας της συγγραφικής φιλοδοξίας, βασίστηκε.
Χωρισµένο σε πέντε κεφάλαια, σύνθετο στην κατασκευή µα εντέλει λειτουργικό, εγκεφαλικό στον έλεγχο αλλά και συναισθηµατικό στη διαχείριση, σαφώς πολιτικό, µυθιστόρηµα (και) ιδεών, µε την τέχνη, και δη τη σύγχρονη, στο επίκεντρο, µε το δίπολο τραγωδία-φάρσα να είναι το βασικό γρανάζι περιδιάβασης του κόσµου, την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο εντός του διάχυτου ζόφου, το Μουσείο φυσικής ιστορίας είναι ένα µεγάλο µυθιστόρηµα, µε τις ρίζες του να εκτείνονται στο παρελθόν, αποτελώντας συνέχεια µιας παράδοσης, σε καµία περίπτωση χωροχρονικά εγκλωβισµένης, ενώ τα φύλλα και οι καρποί του κοιτάζουν προς το µέλλον. Είναι από εκείνα τα µυθιστορήµατα που παροµοιάζω µε λεπτοµερές τράβελινγκ εντός ενός επιβλητικού καθεδρικού, εκεί όπου το δέος υπερνικά την όποια κόπωση και την επιµονή στη λεπτοµέρεια, σε σηµεία ασφυκτικό, και όµως, όταν η προβολή τελειώσει και έξω είναι ακόµα µέρα και ο αέρας πιο φρέσκος, η ανακούφιση δεν σε κατακλύζει, ήταν πολύ ωραία εκεί µέσα.
Ο Ρικάρντο Πίλια, ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας, στον οποίο ο Φονσέκα αφιερώνει το µυθιστόρηµά του, υπήρξε από τους πρώτους αναγνώστες της πρώτης απόπειρας του νεαρού συγγραφέα και µε οξυδέρκεια επισήµανε τις αρετές αλλά και τις µελλοντικές υποσχέσεις, πέθανε το 2017 όταν το Μουσείο φυσικής ιστορίας κυκλοφόρησε. Ακόµα και να µην το διάβασε στην τελική του µορφή, σίγουρα θα ήταν χαρούµενος που η διαίσθηση αλλά και το κριτήριο του επιβεβαιώθηκαν. Σκέφτοµαι τον Φονσέκα, που γνώριζε άψογα το έργο του σπουδαίου, έχοντας µαθητεύσει και επηρεαστεί από αυτό, τη συγκίνηση να λαµβάνει έναν λόγο ενθαρρυντικό από ένα από τα πρότυπά του.
Προανέφερα ήδη το όνοµα ενός ακόµα σπουδαίου, του Ροµπέρτο Μπολάνιο, που θα έσκαγε ένα χαµόγελο στην ανάγνωση ενός βιβλίου όπως αυτό. Θεωρώ σίγουρο πως ο Φονσέκα θα δοκίµαζε να του στείλει κάποιο από τα τελευταία σκαριφήµατα, και πως ο Μπολάνιο, δεινός αναγνώστης µεταξύ άλλων, θα το διέκρινε ανάµεσα στα όσα σίγουρα θα λάµβανε από διάφορους πιστούς και επίδοξους συγγραφείς. Η αναφορά έχει διπλό σκοπό, από τη µια, η επίδραση του Μπολάνιο στις νεότερες γενεές ισπανόφωνων δηµιουργών, και από την άλλη, η ανάδειξη του µεγέθους της φιλοδοξίας του Φονσέκα γράφοντας το Μουσείο φυσικής ιστορίας. ∆υστυχώς, ο θάνατος είχε άλλα σχέδια, πρόωρα, ο Μπολάνιο δεν είδε τη σπορά του.
Συχνά, στην επισήµανση της φιλοδοξίας, προσθέτω πως ακόµα και αν ο συγγραφέας βάλει στόχο το εκατό και πιάσει το εβδοµήντα, περνώντας εµφανώς κάτω από τον πήχη, µαγεύοµαι από αυτή την ύπαρξη φιλοδοξίας σε σχέση µε έναν συγγραφέα που έβαλε το πήχη στο δέκα και τον υπερπήδησε. Εδώ όµως δεν είναι αυτή η περίπτωση. Ο Φονσέκα αντεπεξήλθε µε άνεση και χάρη, η φιλοδοξία του δεν τον κατάπιε. Εκτός από φιλοδοξία, ή παρέα µε αυτή, ορατή είναι και η αυτοπεποίθηση. Εδώ όµως, αντίθετα µε την πλειοψηφία των περιπτώσεων, η αυτοπεποίθηση πατάει γερά στα πόδια της, σε ένα έδαφος λογοτεχνικής γνώσης εκεί όπου ένας σπόρος ταλέντου έπεσε και άπλωσε ρίζες βαθιές. Ίσως µόνο, αν έπρεπε κάτι να προσθέσω, να έλεγα πως, χωρίς να είναι ψεγάδι, το βιβλίο αυτό απαιτεί την αναγνωστική προσοχή για να ανταποδώσει τους πλούσιους σε γεύση και άρωµα καρπούς του. Είναι, ωστόσο, µόλις το δεύτερο βιβλίο του, και τι βιβλίο!, ήταν µόλις τριάντα χρονών όταν αυτό κυκλοφόρησε, το γράφω ξανά, τριάντα χρονών. Θα πρόσθετα ακόµα πως φυσική απόρροια του µυθιστορήµατος αυτού, όπως είχε άλλωστε συµβεί και µε το προηγούµενο, έστω και σε µικρότερο βαθµό, είναι η δηµιουργία περαιτέρω απαιτήσεων και προσδοκιών, φορτίο βαρύ και ίσως άδικο τοποθετηµένο στους ώµους του, ωστόσο είναι ο ίδιος που τις γέννησε και τις έθρεψε.
Πότε γελάω και πότε εκνευρίζοµαι µε έναν συνήθη αφορισµό: καλή λογοτεχνία στις µέρες µας πια δεν γράφεται. Αυτή τη στιγµή έχω ξελιγωθεί από τα γέλια.