Σε ένα χωριό της ρίζας των Λευκών Ορέων ζούσε ο Μυριολής. Ένας 25χρονος λεβέντης με πολύ καλή καρδιά. Ήταν μοναχοπαίδι και πάρα πολύ πλούσιος. Είχε εκατοντάδες πρόβατα σ’ ένα υπέροχο χειμαδιό. Δεκάδες ελιές. Λιάτικο αμπέλι. Το κρασί του ήταν φημισμένο σ’ όλη την περιοχή. Είχε έναν κήπο με τρεχούμενο νερό. Είχε πολλά δέντρα· συκιές, αχλαδιές, αμυγδαλιές και καρυδιές. Σε μια ρεματιά είχε και μερικές καστανιές, πράγμα σπάνιο για το χωριό.
Είναι χειμώνας και πέφτουν και μερικές νυφάδες χιονιού. Φόρεσε το ράσο του και κίνησε να πάει στο χειμαδιό του. Τα πρόβατα τα φρόντιζαν τρεις βοσκοί.
Δεν είχε προχωρήσει πολύ όταν σε μια άκρη του μονοπατιού είδε ένα πεσμένο πουλί. Το πήρε στα χέρια μου, έμοιαζε με αετό ή γεράκι. Το ζέστανε λίγο με τα χέρια του και το ‘βαλε κάτω από το ράσο του.
Γύρισε σπίτι, έβαλε το πουλί σ’ ένα ζεστό μέρος, πήρε ένα πανέρι κι έβαλε άχυρα και το τοποθέτησε για να ζεσταθεί. Το πουλί άρχισε να συνέρχεται.
Πήρε λίγο κρέας που ήταν ψημένο, το μάσησε καλά, άνοιξε το ράμφος του πουλιού και το τάισε. Τ’ άφησε στη ζεστασιά και πήγε στο χειμαδιό.
Για πολύ καιρό ο Μυριολής φρόντιζε το πουλί. Το ‘χε αγαπήσει πολύ. Είδε όσο μεγάλωνε ότι ήταν αετός. Χρυσαετός ο αετός μεγάλωσε.
Με τη φροντίδα του Μυριολή άρχισε να πετά σιγά σιγά. Σε μερικούς μήνες ο Μυριολής του ‘μαθε να κυνηγά και να βρίσκει την τροφή μονάχος του.
Μια μέρα τον πήγε ψηλά στα ριζοβούνια και τον άφησε πλέον «λεύτερο πουλί».
Όλοι στο χωριό μιλούσαν για την αγάπη του Μυριολή στον χρυσαετό του. Πέρασε καιρός. Ήρθε η ώρα να παντρευτεί ο Μυριολής.
Την ώρα που πήγαινε στην εκκλησία που βρισκόταν σε μία πανέμορφη μεριά του χωριού είδε να πετούν ψηλά δυο χρυσαετοί.
«Ο χρυσαετός μου», είπε μέσα του ο Μυριόλης, «ήρθε στη χαρά μου».
Όταν τελείωσε το Μυστήριο του γάμου και ο Μυριόλης βγήκε από την εκκλησία οι καλεσμένοι άρχισαν το μπαμ μπουμ στον αέρα. Μην πυροβολείτε μωρέ θα μου σκοτώσετε τον Χρυσαετό. Ήταν όμως αργά, κάποιο βόλι χτύπησε τον χρυσαετό που έπεσε στο έδαφος. Ο Μυριολής είχε γίνει θηρίο. «Μην ξαναπυροβολήσετε ποτέ», φώναξε.
Ο Πρόδρομος Θεοδώρου, γιατρός πτηνών, που ήταν καλεσμένος στον γάμο έτρεξε κι έπιασε προσεκτικά τον χρυσαετό. Είδε ότι είχε ένα επιπόλαιο τραύμα, τον περιποιήθηκε και ο χρυσαετός άρχισε να πεταρίζει. Είναι καλά, είπε στον Μυριολή. Σε λίγο θα πετάξει. Πράγματι ο χρυσαετός πέταξε πάλι ψηλά στα ουράνια. Ο Μυριολής όμως συνέχισε να είναι θυμωμένος. Σε λίγο έφτασαν κι άλλοι καλεσμένοι. Έβγαλαν τα όπλα να πυροβολήσουν στον αέρα. Μη, τους φώναζαν, ο Μυριολής δεν θέλει ν’ ακούσει ούτε έναν πυροβολισμό. Από ‘κει και πέρα σ’ όποιο χαροκόπι βρισκόταν ο Μυριολής δεν ριχνόταν ούτε μία σφαίρα. Έτσι έπαψαν οι άσκοποι πυροβολισμοί στο χωριό της ρίζας.
Την ίδια περίπου χρονικά περίοδο που έγινε το συμβάν στον γάμο του Μυριολή, ένας Χανιώτης πολιτικός είχε πάει στο χωριό της Ρίζας, για να βαφτίσει ένα αγοράκι. Στα κουτσομπολιά της εποχής λεγόταν ότι ο πολιτικός είχε κάμει πάνω από χίλιες συντεκνιές και κουμπαριές.
Μάλιστα ο Γιώργος είχε συναντήσει την αδερφή του πολιτικού να αγοράζει από τα καταστήματα βαπτιστικών του Αρπακουλάκη μια δωδεκάρα βαπτιστικά. Έξι για αγοράκια και έξι για κοριτσάκια. Μετά τη βάφτιση οι γονείς του παιδιού είχαν στρώσει ένα πλουσιοπάροχο τραπέζι στην αυλή του σπιτιού τους. Πλούσιο μεζέδες, κρέας από το κοπάδι του συντέκνου, λιάτικο κρασί γλυκόπιοτο. Κείνη την εποχή στο χωριό δεν υπήρχαν μπίρες και κόκα κόλα.
Όταν τελείωσε το φαγοπότι, η παρέα του πολιτικού ξεκίνησε το τραγούδι. Άρχισε με το «Σαν εβαπτίσθη το παιδί κι έγινε χριστιανάκι, να το χαρούν οι γονέοι του και να το μεγαλώσουν, να το χαρεί και ο νονός…»
Όταν ακούστηκε το «και ο νονός», οι χωριανοί άρχισαν το μπαμ μπουμ στον αέρα. Ένα βόλι εξοστρακίστηκε και χτυπήθηκε ένας από την παρέα του πολιτικού στο πρόσωπο. Το τραύμα ήταν ελαφρύ. Έτρεχε όμως πολύ αίμα. Ψύχραιμος ο τραυματίας και οι φίλοι του προσπαθούσαν να σταματήσουν το αίμα. Η Αθηναία γυναίκα του πολιτικού τρομοκρατήθηκε κι άρχισε να φωνάζει «να φύγουμε, να φύγουμε». Πράγματι η παρέα του πολιτικού σηκώθηκε κι άρχισε να φεύγει παρά τις παρακλήσεις των γονέων του παιδιού να μην φύγουν.
Ο πολιτικός για να καθησυχάσει τον σύντεκνο του του είπε «Δεν πειράζει σύντεκνε, θα τα πούμε ξανά όταν θα ‘ρθουμε να λύσουμε τα σταυρώματα».
Το συμβάν αυτό έγινε αφορμή να σταματήσουν οι άσκοποι πυροβολισμοί στις χαροκοπιές του χωριού. Να σημειωθεί ότι ο πολιτικός ερχόταν πάντα πρώτος σε σταυρούς στον νομό Χανίων σ’ όλες τις βουλευτικές εκλογές.
*Ο Γιώργος Μαρουλοσηφάκης είναι απόμαχος τυπογράφος – δημοσιογράφος