15.4 C
Chania
Τρίτη, 1 Απριλίου, 2025

Μπάρμαν από τα Χανιά αφηγούνται ιστορίες της μπάρας

Ξεχωριστές ιστορίες της νύχτας που σηµειώθηκαν σε µπαρ των Χανίων παρουσιάζουν σήµερα οι “διαδροµές”. Ιστορίες πίσω από µπάρες. Άλλες εύθυµες, άλλες ευχάριστες, άλλες… περίεργες. Γνωριµίες που εκτυλίχθηκαν σε… έγγαµο βίο, φασαρίες που µετατράπηκαν σε… αγάπη, αλλά και ιστορίες µε… κολοµπίτικα, αυτή την ιδιαίτερη διάλεκτο του λιµανιού µιας άλλης εποχής. Ιστορίες που έζησαν γνωστοί µπάρµαν της πόλης. Άνθρωποι που δεκαετίες τώρα σερβίρουν τους θαµώνες. Και µοιράζονται µαζί µας, ξεχωριστά περιστατικά.

Τα κόκκινα γυαλιά, ο… ελέφαντας και το κοντραµπάσο

∆εκαετίες τώρα σερβίρει τους πελάτες στο “Φαγκότο” ο Πέτρος Ζορντός κάτω από τους ήχους τζαζ, ροκ, µπλουζ µουσικής και έχει ζήσει αµέτρητες ξεχωριστές ιστορίες.
Τρεις από αυτές µοιράζεται µαζί µας: «Η πρώτη ιστορία είναι µε ένα Ελληνοκαναδό ο οποίος ήρθε ένα βράδυ. Κάθισε κάτω από τη σκάλα. Και ξαφνικά µπαίνει µία πάρα πολύ όµορφη κοπέλα µε ένα µπανανόφυλλο και αρχίζει να του κάνει αέρα. Κατεβαίνω, του λέω: “κύριε τι κάνετε εδώ;” Μου απαντά: “Είµαι Ελληνοκαναδός, εκεί τα κάνουµε αυτά”. Του λέω: “Ναι, αλλά εδώ δεν πρέπει να τα κάνετε”. Μου απαντά: “Οκ.”
Αράξανε. Κεράσανε πολλά ποτά στο µαγαζί. Και φεύγει. Έρχεται την επόµενη µέρα, στις 8.30 το βράδυ που ανοίγω και µου λέει: “Κάποιος µου έκλεψε τα γυαλιά χθες”. Τον ρωτάω: “Τι γυαλιά; Ηλίου; Ακριβά;”. Μου απαντά: “Οχι. Μυωπίας 8 βαθµών”. Του εξηγώ: “Εγω έκλεισα χθες. Ποιος να σας έκλεψε γυαλιά µυωπίας 8 βαθµών;”. Και συνεχίζει: “Ηταν γυαλιά µε κόκκινο σκελετό”. Τότε, είχα ένα πιανίστα, ο οποίος ήρθε να κάνει πρόβα και ξαφνικά παίζει το τραγούδι: “Πήρα κόκκινα γυαλιά”. Και µου λέει ο Ελληνοκαναδός: “Πάρε τηλέφωνο την Αστυνοµία. Τα πήρε ο πιανίστας”. Του εξηγώ: “Αυτό είναι τραγούδι”. Κι εκείνος συνεχίζει: “Οχι, ο πιανίστας”. Και του εξηγώ πάλι: “Είναι τραγούδι. ∆εν το λέει επίτηδες. Προβάρει αυτά που θα παίξει το βράδυ”.
Τελικά, ο συγκεκριµένος Ελληνοκαναδός διέδωσε ότι αγοράζει και το… Ξενία το οποίο, τότε, σε ένα µήνα κατεδαφίστηκε».
Η δεύτερη ιστορία ήταν µε έναν… ελέφαντα!
Ο κ. Ζορντός θυµάται: «Ήταν µεσηµέρι. Κατεβαίνω στο µαγαζί µε τα ψώνια. Μπαίνω µέσα, τοποθετώ τα ποτά και ακούω φασαρία. Ανοίγω την πόρτα και ξαφνικά βλέπω έναν ελέφαντα. Την κλείνω έντροµος και λέω: “∆εν έχω πιει, είµαι καλά”. Ανεβαίνω στο πάνω παράθυρο και βλέπω ότι είχε έρθει ένα τσίρκο στα Χανιά και έκαναν “µανούβρα” στον ελέφαντα να περάσει την οδό Αγγέλου. Εκεί ηρέµησα”.
Η τρίτη ιστορία ήταν µε ένα… κοντραµπάσο.
«Κάθε καλοκαίρι και γιορτές τον χειµώνα δύο φίλοι τζαζίστες από τη Γερµανία που είχαν και σπίτια εδώ, έπαιζαν τζαζ στο µαγαζί και έφερναν και άλλους διάφορους φίλους τους που συµµετείχαν στο live. Ένα καλοκαίρι, λοιπόν, µου λέει ένας από αυτούς, ένας πολύ µεγάλος κοντραµπασίστας, ότι θα φέρει το δικό του κοντραµπάσο µε µεταφορά από τη Γερµανία. Και ζήτησε να βρω ένα αγροτικό αυτοκίνητο για να µεταφέρουµε από το αεροδρόµιο το κοντραµπάσο. Ανεβαίνω λοιπόν στο αεροδρόµιο και βγαίνει το κοντραµπάσο το οποίο ήταν σε κουτί µεταλλικό µαύρο. Και ξαφνικά βλέπω τρεις γιαγιάδες να κάνουν το σταυρό τους. Παίρνουµε το κοντραµπάσο και όταν το βάζω για να το δέσω στο αγροτικό, αρχίζουν οι γιαγιάδες να λένε: “άθεοι, που τον πάτε έτσι τον νεκρό έτσι”. Λέω: “Συγγνώµη γιαγιά, δεν είναι νεκρός, είναι ένα µουσικό όργανο”.
Και µου απαντά: “∆εν έχετε λεφτά; Έχω ένα ξάδελφο που έχει Γραφείο Τελετών να τον πάρουν».
Οι Γερµανοί δεν έχουν καταλάβει τίποτα και λέω στον κοντραµπασίστα: “Άνοιξε το κουτί να το δουν οι γιαγιάδες”. Κι ανοίγει το κουτί και αντί για νεκρό βλέπουν το κοντραµπάσο. Και µε ρωτάει ο µπασίστας: “Είσαι σίγουρος ότι θα πάµε και θα παίξω κοντραµπάσο στο µαγαζί σου;”».

ΤΟ… ΥΠΟΓΕΙΟ
Η Μαρία Ντουράκη η οποία εργάζεται σήµερα στο “Φαγκότο”, µοιράζεται µαζί µας µια ιδιαίτερη ιστορία, όταν ένας Γάλλος νόµιζε ότι κάτω από το πάσο που έπινε το ποτό του υπάρχει… υπόγειο.
«Είναι φέτος το καλοκαίρι. Μόλις έχω πρωτοέρθει σε αυτό το µαγαζί. Μπαίνει µέσα ένας Γάλλος ο οποίος κάθεται σε πάσο. Πάω να του πάρα παραγγελία. ∆ιαβάζει ξανά και ξανά τον κατάλογο και µου κάνει συνεχόµενες ερωτήσεις. Και έτσι όπως µου κάνει ερωτήσεις, ξαφνικά “παγώνει” και έντροµος µε κοιτάζει. Του λέω: “πείτε µου, τι έγινε”. Με ρωτάει: “Έχετε υπόγειο;”. Του απαντώ: “Από όσο γνωρίζω όχι”. Επιµένει: “∆εν υπάρχει περίπτωση να µην έχετε υπόγειο. Κάτι ακούγεται από κάτω”. Του εξηγώ: “Μάλλον είναι το πλυντήριο ή µπορεί το µουσικό κοµµάτι να έχει λίγο παραπάνω µπάσο και για αυτό να νιώθετε κάποια δόνηση”. Συνεχίζει: “∆εν υπάρχει περίπτωση, κάτι ακούγεται κάτω από το πάτωµα”. Όντως ήταν τροµαγµένος.
Τελικά, παρέµεινε µε την απορία του τι µπορεί να υπάρχει και αν υπάρχει κάτι στο υπόγειο. Αργότερα, ήρθε στην µπάρα και ξεκίνησε να µας αγαπάει όλους µε φιλιά και λουλούδια. Ξαναείπε στο τέλος ότι συνεχίζει να ακούει κάτι κάτω από το… υπόγειο. Αλλά δεν θα µάθουµε ποτέ τι είναι στο… υπόγειο».

«Θαµώνες που έγιναν ζευγάρια – βράδια µε µουσικούς»

«Στα 22 χρόνια που είµαι ιδιοκτήτης µπαρ, έχω δει πολλές αλλαγές και έχω ζήσει πολλές ωραίες στιγµές», σηµειώνει ο Μιχάλης Μποτωνάκης από το “Boheme”.
«Έκανα πολλές ωραίες φιλίες και γνωριµίες που κρατάνε ακόµα. Θυµάµαι παιδιά που δούλευαν στο µαγαζί ή άλλους θαµώνες που γνωρίστηκαν και τελικά έγιναν ζευγάρια κι έκαναν οικογένεια». Βασικά αυτό που έχει αλλάξει είναι ο αυθορµητισµός. Όταν τα κινητά είχαν κουµπάκια και απλώς έπαιρνες τηλέφωνο, ήταν πολύ πιο όµορφα. Οι άνθρωποι περνούσαν καλά στα µπαρ, χόρευαν, µιλούσαν για ενδιαφέροντα θέµατα αντί να χαζεύουν οθόνες.
Άλλωστε το µπαρ είναι ο ναός της επικοινωνίας!».
Ο Μιχάλης θυµάται βράδια µε µουσικούς και συναυλίες.
«Αξέχαστα θα µου µείνουν κάποια βράδια µε µουσικούς που έρχονταν µετά τις συναυλίες τους, όπως ο Νίκος Παπάζογλου, ο Μάλαµας, ο Θανάσης, ο Αγγελάκας κ.ά.
Μια φορά θυµάµαι ότι είχαν έρθει κάποια παιδιά από ένα Μουσικό Πανεπιστήµιο της Σουηδίας στο παλιό µου µπαρ το “Bororo”. Εκεί γνωριστήκαµε και καθώς έρχονταν κάθε µέρα, µια µέρα έφεραν τα µουσικά τους όργανα και προέκυψε µια πολύ ωραία συναυλία!
Εντυπωσιακά ήταν και τα πάρτι που κάναµε. Μια φορά είχα ντύσει το µπαρ παραλία και η ανταπόκριση ήταν µεγάλη.
Κάποια µέρα έπαιζα ένα δίσκο που είχα µόλις αγοράσει, από ένα ισπανικό συγκρότηµα τους Lam de Foc, είχε µόλις κυκλοφορήσει κι ελάχιστοι ήξεραν το γκρουπ στην Ελλάδα. Εκείνη τη στιγµή που έπαιζα το δίσκο, περνούσαν οι ίδιοι απ’ έξω! Έρχονταν Κρήτη γιατί είχαν φίλους και την αγαπούσαν και το έµαθα τότε!
Μια άλλη φορά ερχόταν καθηµερινά ένας τύπος από Καναδά αν θυµάµαι καλά, πιάναµε την κουβέντα και συζητούσαµε για µουσική κυρίως αλλά κι άλλα ενδιαφέροντα. Του άρεσε τόσο πολύ το µαγαζί, που µου ζήτησε να το αγοράσει!
Φυσικά αρνήθηκα ευγενικά, αλλά τον ευχαρίστησα για τα καλά του λόγια.
Στο “Boheme” αξέχαστη ήταν η συναυλία που κάναµε µε τον Παύλο Παυλίδη. Την επόµενη µέρα πήγαµε στο κάστρο στα Άπτερα όπου είχε γράψει το τραγούδι “Στο βράχο” πριν 22 χρόνια.
Στο “Boheme” µια άλλη φορά γνώρισα ένα ζευγάρι από την Πολωνία. Έρχονταν στο µαγαζί 3 συνεχόµενα καλοκαίρια. Ήταν φανατικοί λάτρεις του ρούµι, όπως κι εγώ. Γίναµε φίλοι και ανταλλάζαµε γνώσεις και εµπειρίες για το ρούµι.
Αυτό που µένει από όλα αυτά τα χρόνια είναι οι άνθρωποι που γνώρισα και όλες οι ωραίες στιγµές που δεν χωράνε εδώ, µάλλον πρέπει να γράψω βιβλίο!».

Τα κολοµπίτικα και η… σαµπούκα

∆υο ιστορίες ξεχωρίζει ο Μανόλης Ανδρουλάκης ο οποίος είναι πάνω από 30 χρόνια στην εστίαση και σήµερα εργάζεται στο “Essenza Cafe Bar” στην οδό Σαρπηδώνος.
«Με πάνω από 30 χρόνια στην εστίαση, προφανώς υπάρχουν πολλές ιστορίες αστείες και µη, που έχουν συµβεί µπροστά στα µάτια µου και υπάρχουν βράδια ολόκληρα µε φίλους, που τις θυµόµαστε µε νοσταλγία», σηµειώνει.
«Αν και είναι δύσκολο να διαλέξω δυο τρεις µόνο, θυµήθηκα αρχές του 2000 σε ένα καφέ του Κουµ Καπί, ο ιδιοκτήτης και εγώ µιλούσαµε κολοµπίτικα, που είναι µια διάλεκτος µιας περιοχής του λιµανιού µε αναγραµµατισµό των λέξεων, όταν δεν θέλαµε να µας καταλάβουν οι υπόλοιποι. Έρχονται λοιπόν δύο ελαφρώς πιωµένοι κύριοι, κάθονται µπροστά µου στο µπαρ και παραγγέλνουν δύο ποτά. Μπαίνει µέσα ο ιδιοκτήτης και µου µιλάει κολοµπίτικα, ανάµεσα τους και δυνατά. Ακούν αυτοί κάτι σαν ελληνικά, δεν καταλαβαίνουν τίποτα, κοιτάζονται και λένε σχεδόν συγχρόνως ο ένας στον άλλον: “Πωωωω ρε φίλε, τι ήπιαµε πριν”».
Όπως µας λέει ο Μανόλης, «οι περισσότερες ιστορίες, έχουν να κάνουν µε παράξενα ποτά που ζητούν οι πελάτες µας και φυσικά, ό,τι µουσική ακούει ο καθένας θα πρέπει να ακουστεί οπωσδήποτε από τα ηχεία του µαγαζιού, εδώ και τώρα.
Θα ξεχωρίσω όµως µία ιστορία από τις αρχές των 90’s που τη θυµόµαστε µέχρι και σήµερα.
Οι µπαργούµεν και οι µπάρµεν που έχουν την κάβα πίσω τους, συνήθως και αναλόγως την ηµέρα, τα µπουκάλια που δουλεύουν περισσότερο τα βάζουν µπροστά τους πάνω σε ένα πάσο, ψυγείο, ό,τι βρει ο καθένας, για να µην κάνουν άσκοπες βόλτες και µπρος πίσω.
Εκείνη την εποχή είχα ένα συγκεκριµένο πελάτη, που ερχόταν πάντα αργά, όταν είχα αρκετά ποτά µπροστά µου και µου ζητούσε επίµονα να του βάλω ένα, µε λίγο απ’ όλα από αυτά τα µπουκάλια. Στην αρχή νόµιζα ότι έκανε πλάκα, αλλά αποδείχτηκε καθηµερινός και καλός πελάτης και πάντα ζητούσε ένα απ’ όλα.
Τη µια µέρα µπορεί να έπινε ουίσκι µε βότκα, κονιάκ που ήταν και της µόδας, kiwi και την άλλη ένα λικέρ µε τεκίλα, σαµπούκα, γενικά η επιλογή του ποτού του ήταν τυχαία.
Ένα βράδυ, ήρθε και µου ζήτησε πάλι το γνωστό ποτό του, αλλά µε παρακάλεσε να µην βάλω σαµπούκα, γιατί ήταν “κακό” ποτό και όποτε τυχαίνει να του έχω βάλει, µεθούσε παραπάνω από τις άλλες φορές».

Γνωριµίες που κατέληξαν σε γάµο, φασαρίες που έγιναν… αγάπη

Ο Νίκος Κουνδουράκης έχει εργαστεί µπάρµαν σε πολλά µπαρ στα Χανιά, στην Αθήνα και σε νησιά. Ήταν µπάρµαν στο θρυλικό ροκάδικο των Χανίων “Μύθος”, στην Αθήνα δούλεψε στο “Χοροστάσιον”, σήµερα τον συναντάµε στο “Θρι” δύο φορές την εβδοµάδα και τα καλοκαίρια στο “Φουρτούνα” στη Σούγια.
Όπως µας λέει, παλαιότερα «περνούσαµε καλά και χόρευαν όλοι. Όταν βλέπαµε κάποιον µεθυσµένο προσπαθούσαµε να τον “ισιώσουµε”, τύπου να πάµε για φαγητό µετά το µπαρ, να του δίνουµε νερά. Στα τόσα χρόνια έχω κάνει γνωριµίες σε ζευγάρια που κάθονταν στο µπαρ και στη συνέχεια παντρεύτηκαν».
Ο Νίκος έχει ζήσει και φασαρίες σε µπαρ που έχει δουλέψει.
«Πάντα τους χώριζα και προσπαθούσα να ηρεµήσω τα πνεύµατα και στις περισσότερες περιπτώσεις, µετά από κάποια ώρα πίνανε µαζί σφηνάκια. Αυτό το κατάφερνα πάντα, όπου κι αν δούλευα, ειδικά στον “Μύθο”».
«Όλα σε αγάπη καταλήγουν. Και οι τσακωµοί σε αγάπη κατέληγαν. Στο τέλος φεύγαµε όλοι χαρούµενοι και πηγαίναµε για φαγητό».

Ο καυγάς, το φλερτ και τα… κρεµαστά φώτα
Τρεις εντυπωσιακές ιστορίες µοιράζεται µαζί µας ο Νίκος Αγγελάκης ο οποίος είναι µπάρµαν εδώ και περίπου 37 χρόνια και τα τελευταία χρόνια είναι στο “Rock Sugar” στο Κουµ Καπί. Η µία αφορά έναν καυγά ενός ζευγαριού, η δεύτερη ένα φλερτ που κατέληξε σε γάµο και η τρίτη ένα εντελώς απρόβλεπτο περιστατικό µε κρεµαστά φώτα και έναν πελάτη!
«Κάνω αυτήν την δουλειά συνεχώς περίπου 37 χρόνια και έχουν τύχει διάφορα ευτράπελα και καλά και κακά… Στις “4 εποχές” θυµάµαι όταν ήρθε ένα ζευγάρι και µετά από πολύ ποτό ξεκίνησαν να λογοµαχούν. Μετά η γυναίκα έριξε ένα χαστούκι του άντρα κι αυτός κάθισε, παρήγγειλε πότο και αφού το ήπιε, “σήκωσε” την γυναίκα στα χέρια, βγήκαν έξω και την πέταξε στην θάλασσα…
Άλλο γεγονός: φίλος µου ήρθε να πιει ποτό και του γνώρισα µια άγνωστη κοπέλα και προς εµένα αλλά και προς αυτόν. Έκανα εγώ την πρώτη κίνηση χωρίς να το ξέρει αυτός και κέρασα την κοπέλα δήθεν από αυτόν. Οπότε ξεκίνησε ένα φλερτ και τελικά αυτοί οι δύο βρίσκονται παντρεµένοι τώρα και µε παιδιά».
Ο Νίκος θυµάται και µια ευτράπελη… χριστουγεννιάτικη ιστορία. «Είναι Χριστούγεννα και εγώ είµαι στο µπαρ. Έχει πολύ κόσµο και η µπάρα γεµάτη. Κάποια στιγµή ο dj βάζει ένα κοµµάτι που µου αρέσει πολύ. Εγώ έχω πάνω στο µπαρ κρεµαστά φώτα από φυσητό γυαλί τα οποία ανάλογα τα κουνούσαµε µε τον ρυθµό. ∆ίνω λοιπόν µια δυνατή στο φως και δεν κοιτάω γιατί φτιάχνω ποτά ανελλιπώς. Ξαφνικά κοιτάω το φως και βλέπω µόνο το καλώδιο να κρέµεται… Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Πού έχει πάει το φανάρι και ποιος το “έφαγε” και πού; Στο κεφάλι; Στα πόδια; Πού; Αρχίζω και σκανάρω τον κόσµο για να ανακαλύψω που πήγε όταν ξαφνικά βλέπω σχεδόν απέναντι από εµένα έναν εύσωµο τύπο να µε κοιτάει µε ύφος. Χωρίς δεύτερη κουβέντα του φωνάζω να έρθει και βάζω δύο σφηνάκια να τσουγκρίσουµε… Αυτός έρχεται κι αφού τα ήπιαµε µου λέει: “έχε χάρη που το έφαγα στα πόδια”».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα