» Colson Whitehead (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδόσεις Ίκαρος)
Ο ξάδερφος του ο Φρέντι τον έβαλε στη ληστεία μια ζεστή νύχτα στις αρχές Ιουνίου. Ήταν μια από εκείνες τις ημέρες που ο Ρέι Κάρνεϊ έτρεχε παντού, στα προάστια, στο κέντρο, πέρα δώθε στην πόλη. Κρατώντας τη μηχανή αναμμένη. Πρώτα πήγε στη Radio Row για να ξεφορτώσει τις τρεις τελευταίες κονσόλες, δύο RCA και μία Magnavox, και να παραλάβει την τηλεόραση που είχε αφήσει. Τα ραδιόφωνα τα είχε εγκαταλείψει, εδώ και έναν χρόνο δεν είχε πουλήσει ούτε ένα, όσο και να κατέβαζε την τιμή και να παρακαλούσε. Τώρα έπιαναν χώρο στο υπόγειο, τον οποίο χρειαζόταν για τις πολυθρόνες που έρχονταν από την εταιρεία Argent την επόμενη βδομάδα και όσα έπιπλα θα έπαιρνε από το διαμέρισμα της νεκρής κυρίας εκείνο το απόγευμα. Τα ραδιόφωνα ήταν ό,τι καλύτερο πριν από τρία χρόνια· τώρα παχιές κουβέρτες έκρυβαν τα στιλπνά μαονένια σώματά τους, δεμένα με δερμάτινους ιμάντες στην καρότσα του φορτηγού. Το φορτηγό χοροπηδούσε στο τρισάθλιο οδόστρωμα της Λεωφόρου του Γουέστ Σάιντ.
Ο πατέρας του Ρέι ανήκε στον υπόκοσμο της πόλης, διέθετε μάλιστα και κάποια φήμη. Ο Ρέι, μετά τον θάνατο της μητέρας του, μεγάλωσε κυρίως με τη θεία του, τη μητέρα του Φρέντι. Οι δυο τους ήταν πάντοτε κολλητοί, ένας δεσμός που άντεξε μέσα στα χρόνια. Ο Ρέι διάλεξε έναν δρόμο διαφορετικό, σπούδασε με επιμονή, επιδεικνύοντας μια καρτερικότητα που δεν συναντάται συχνά στην ηλικία εκείνη, αρνήθηκε δεκάδες προτάσεις για πάρτι, βρήκε πρωινή δουλειά παράλληλα με τη σχολή, έμεινε σταθερός στον στόχο που είχε θέσει. Γνώρισε την Ελίζαμπεθ για την οποία οι δικοί της είχαν άλλα όνειρα. Παντρεύτηκαν και απέκτησαν πρώτα τη Μέι και λίγο αργότερα τον Τζον. Ο Ρέι άνοιξε ένα μαγαζί με είδη σπιτιού, με τον καιρό κυρίως έπιπλα, σταδιακά και μεταχειρισμένα. Έδινε καθημερινά τον καλύτερό του εαυτό σε μια γειτονιά δύσκολη όπως το Χάρλεμ και σε μια περίοδο ταραγμένη όπως η δεκαετία του ’60.
Ο Γουάιτχεντ, από την πρώτη παράγραφο, δίνει ευδιάκριτο στίγμα προθέσεων και τεχνικών. Διόλου τυχαία ξεκινά με μία πρόληψη. Δεν είναι μόνο πως τραβάει το αναγνωστικό ενδιαφέρον· αυτό δεν είναι το κατεξοχήν ζητούμενο. Εκείνο που πετυχαίνει είναι η επίδειξη ενός ρήγματος, του πρώτου από μια σειρά που θα φανερωθούν κατά τη διάρκεια της αφήγησης, στην εικόνα που ο Ρέι βγάζει προς τα έξω. Προλαβαίνει τον αναγνώστη πριν παραδοθεί ολοκληρωτικά στη γοητεία εκείνου που ενάντια σε όλα τα προγνωστικά κατάφερε να βγάλει το κεφάλι του στην επιφάνεια, στον καθαρό αέρα. Και δεν το κάνει αυτό γιατί εχθρεύεται τον ήρωά του, αλλά γιατί σε εκείνη την εποχή και σε εκείνη τη γειτονιά τα ρήγματα ήταν αναπόσπαστο μέρος της κάθε βιτρίνας. Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και ο Ρέι, υπόκειται σε πλήθος περιβαλλοντικών πιέσεων, οικογενειακών, κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών, μεταξύ άλλων, χωρίς καθόλου να προσθέσουμε, ορθολογιστές όντες, τον παράγοντα της συγκυρίας και της κακής τύχης. Τα ρήγματα είναι αποτέλεσμα πιέσεων και αυτό δεν είναι δικαιολογία αλλά η πραγματικότητα, η σκληρή και μη αθώα πραγματικότητα της κάθε εποχής. Για να αποτυπώσει την εποχή εκείνη, ο συγγραφέας, από την πρώτη κιόλας παράγραφο, επιδεικνύει πρόθεση να εντάξει πλήθος πραγματολογικών στοιχείων στην αφήγησή του, που παρότι ως ένα βαθμό μοιάζουν δευτερεύοντα ως προς την κυρίως πλοκή, είναι εντούτοις σημαντικά για τον ρεαλισμό και την εν γένει ατμόσφαιρα. Μια απόπειρα καταγραφής, ένα μυθοπλαστικό ντοκουμέντο.
Ο Ρέι χαρακτηρίζεται από ένα μείγμα ηρωισμού και αντιηρωισμού, ο συγγραφέας του τον αγαπάει αλλά δεν τον νταντεύει, τον αφήνει στον έξω κόσμο, έρμαιο γεγονότων που τον ξεπερνούν, τον φέρνει προς τετελεσμένων γεγονότων, τον στριμώχνει ανάμεσα σε αποφάσεις δύσκολες, τον δελεάζει και τον τρομάζει, το καλό και το κακό, εκείνο από το οποίο ήθελε πάντα να ξεφύγει, άλλωστε, δεν ήταν μόνο το μονοπάτι του πατέρα του αλλά και η καθημερινή δυσκολία. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του επαγγέλματος, όχι μόνο γιατί εξυπηρετεί την αστυνομική πλοκή αλλά και γιατί η άνεση που υπόσχονται οι καναπέδες σηματοδοτεί μια νέα εποχή, μια πτυχή του μεγάλου ονείρου που πλέον μοιάζει να είναι προσβάσιμο σε ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, όνειρο, ωστόσο, που απαιτεί θυσίες και εκπτώσεις. Ο Ρέι θα μπορούσε να είναι βγαλμένος από τις σελίδες κάποιου βιβλίου του Σιμενόν, εγκλωβισμένος σε μια συνθήκη, παίρνοντας αποφάσεις υπό πίεση, υπερασπιζόμενος ως τέλους τη βιτρίνα που έχει επιλέξει για τον εαυτό του.
Το Μπέρδεμα στο Χάρλεμ είναι ένα απολαυστικό μυθιστόρημα ενός στυλίστα της γραφής, μέλους και συνεχιστή της μαύρης λογοτεχνικής παράδοσης, μυθιστόρημα στο οποίο συναντάται ένας ειδολογικός πλουραλισμός που τον συνέχει ο αστυνομικός χαρακτήρας της ιστορίας. Και όμως το Μπέρδεμα στο Χάρλεμ δύσκολα θα το κατέτασσε κανείς στην αστυνομική λογοτεχνία. Ο Γουάιτχεντ χρησιμοποιεί το στοιχείο αυτό περισσότερο ως εύρημα, και ακόμα περισσότερο ως πραγματολογικό στοιχείο, όσο και αν κάτι τέτοιο προκαλεί εντύπωση πριν από την ανάγνωση του μυθιστορήματος. Το έγκλημα έχει πολλές εκφάνσεις, κάποιες εκ των οποίων κινούνται εντός των ορίων της νομιμότητας και σε μια εποχή ρευστή τα όρια δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα. Η ανάδειξη της ρευστότητας είναι μέσα στις προθέσεις του συγγραφέα και ως προς αυτό χρησιμοποιεί κάποιες διαχρονικές σταθερές, που επιπλέον επιτρέπουν μια ισορροπημένη απόδοση της εποχής. Ο συγγραφέας με τρόπο έξυπνο και κυρίως λειτουργικό εντάσσει και συνδυάζει ποικίλα και ετερόκλητα λογοτεχνικά χαρακτηριστικά χωρίς να απολύει στιγμή τον βηματισμό του, σε ένα αποτέλεσμα θαυμαστής συνοχής, χωρίς ρωγμές. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση, αρκετά στυλιζαρισμένη, όχι όμως επιτηδευμένη, επιτείνει το αίσθημα της συνοχής και της ομοιομορφίας. Η ορμή που διακρίνει την αφήγηση φέρει κάτι από την αύρα των πολύβουων και ανήσυχων δρόμων του Χάρλεμ. Η προώθηση της πλοκής γίνεται με τρόπο δουλεμένο αρκετά, με μια ενδιαφέρουσα ενσωμάτωση αναλήψεων που γίνεται με χρήση ενός μάλλον σκληρού κατ, που στην αρχή ίσως ξενίσει. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και κάποιες κοφτές προτάσεις που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε μακριές περιόδους. Τέτοιο παράδειγμα είναι η φράση «Κρατώντας τη μηχανή αναμμένη», της πρώτης παραγράφου. Πέρα και πάνω απ’ όλα, το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί έναν φόρο τιμής στο Χάρλεμ της δεκαετίας του ’60.
Ο Γουάιτχεντ, στο Μπέρδεμα στο Χάρλεμ, επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό τους διθυράμβους που τον ακολουθούν τα τελευταία χρόνια. Μπορεί, βέβαια, μόνο ο χρόνος να επιβεβαιώσει ή να καταρρίψει ισχυρισμούς περί διαδοχής συγγραφέων όπως ο Μπόλντουιν ή ακόμα και ο Έβερετ, όμως ο Νεοϋορκέζος συγγραφέας σίγουρα αξίζει προσοχής και ανάγνωσης.