» Franz Kafka
(μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδόσεις η βαλίτσα)
Έχουμε ταχθεί υπέρ των Μαξ Μπροντ αυτού του κόσμου, τελεσίδικα, και, όσα και αν ισχυριστούμε, με τίποτα δεν μπορούμε να φανταστούμε τον κόσμο αυτόν χωρίς τα έργα που ο Κάφκα ζήτησε από τον φίλο του να καταστρέψει· ανακουφιζόμαστε, μάλιστα, ηθικά και συναισθηματικά, στην απλή σκέψη πως θα τα είχε καταστρέψει με τα ίδια του τα χέρια, όπως άλλωστε έκανε νωρίτερα με κάποια άλλα. Ανάμεσα σε εκείνα που η προδοσία του Μπροντ διέσωσε ήταν και Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης, μια ανολοκλήρωτη νουβέλα (γι’ αυτό και σπάραγμα), την οποία ο Κάφκα ξεκίνησε να γράφει τον Φεβρουάριο του 1915, μια ιστορία μ’ έναν σκύλο, όπως σημείωσε στην καταχώρηση της 9ης Φεβρουαρίου, για την οποία δήλωνε δυσαρεστημένος και ανικανοποίητος, χαρακτηρίζοντας την αρχή άσχημη και μηχανική, ικανή να προκαλέσει πονοκέφαλο. Όμως, όπως εύστοχα σημειώνει ο Αλέξανδρος Κυπριώτης, ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από αυτή την υπέροχη έκδοση, «είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να δει κανείς τι είχε στις αποσκευές του μέχρι τότε ο 32άχρονος συγγραφέας της», σε επίπεδο επαγγελματικό, συναισθηματικό και δημιουργικό.
Τον Φεβρουάριο του 1915, λοιπόν, ο Κάφκα εργάζεται ήδη εξίμισι χρόνια στο Ίδρυμα Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων, τον Γενάρη έχει προηγηθεί μια αποτυχημένη απόπειρα επανασύνδεσης με τη Φελίτσε Μπάουερ, μετά τη διάλυση του σύντομου αρραβώνα τους την προηγούμενη χρονιά, όταν και ξεκίνησε να γράφει τη Δίκη, τη συγγραφή της οποίας σταμάτησε κάποια στιγμή τον Γενάρη του 1915, αφήνοντας ανολοκλήρωτα κάποια μέρη, έχοντας γράψει όμως την οριστική κατακλείδα, με τον Γιόζεφ Κ. να λέει «Σαν σκυλί!». Στα παραπάνω αξίζει να προσθέσει κανείς πως στις 10 Φεβρουαρίου ο Κάφκα μετακομίζει για πρώτη φορά μακριά από την οικογενειακή εστία, ώστε να μπορεί με ηρεμία να γράφει. Ωστόσο, λίγο παραπάνω από ένα μήνα μετά, σε μια ημερολογιακή καταγραφή που ξεκινά με τη φράση «Από τον θόρυβο κυνηγημένος», ο Κάφκα καταγράφει τους ανυπόφορους, σαν κύλισμα μπάλας του μπόουλινγκ, θορύβους που φτάνουν από το κενό διαμέρισμα του πάνω ορόφου.
Από τον παράξενο αυτό θόρυβο θα γεννηθεί το παράδοξο με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης, γυρίζοντας στο πάντα τακτοποιημένο διαμέρισμά του, αργά το απόγευμα, μετά από μια άκρως κοπιαστική μέρα στο εργοστάσιο λευκών ειδών όπου εργάζεται, παράδοξο ικανό να κλονίσει το στέρεο και υπό πλήρη έλεγχο οικοδόμημα. Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης αποτελείται από δύο σεκάνς, στις οποίες και αποτυπώνονται τα δύο κολαστήρια του Κάφκα, η προσωπική και η επαγγελματική ζωή του ανθρώπου, οι δύο κύριοι άξονες περιστροφής του δυτικού κόσμου. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τους λόγους που οδήγησαν τον Κάφκα να εγκαταλείψει ανολοκλήρωτη τη νουβέλα αυτή, και να μην επιστρέψει σ’ αυτήν ξανά, τουλάχιστον απ’ όσα γνωρίζουμε από τα ημερολόγιά του, αφού η τελευταία καταγραφή στην οποία γίνεται αναφορά στον «Εργένη», όπως πια την αποκαλεί, είναι τον Ιούλιο του 1916, όταν και βρίσκονται με τη Φελίτσε διακοπές στο Μαρίενμπαντ και ο Κάφκα της διαβάζει την ιστορία του Μπλούμφελντ, για να γράψει λίγο αργότερα στο ημερολόγιό του: «Δυστυχισμένη νύχτα. Αδύνατον να ζήσω με την Φ. Ανυπόφορη η συμβίωση με οποιονδήποτε. Δεν λυπάμαι γι’ αυτό, λυπάμαι για το ότι είναι αδύνατον να μην είμαι μόνος».
Δεν είναι η πρώτη φορά που Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης μεταφράζεται και κυκλοφορεί στα ελληνικά, καθώς υπάρχει σε τουλάχιστον μία συλλογή με έργα του Κάφκα. Και όμως αυτή η καλαίσθητη έκδοση, από τις πρωτοεμφανιζόμενες εκδόσεις η βαλίτσα, είναι σημαντική για μια σειρά από λόγους. Αρχικά, είναι, απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, η πρώτη δίγλωσση έκδοση κάποιου έργου του Κάφκα, η αξία σ’ αυτή την επιλογή δεν εξαντλείται μόνο στη δυνατότητα αντιπαράθεσης του μεταφρασμένου με το πρωτότυπο κείμενο. Τα γραπτά του Κάφκα, όσα δεν εκδόθηκαν όσο εκείνος ήταν εν ζωή, έχουν την ιδιαιτερότητα της επιμέλειας στην οποία τα υπέβαλε ο Μπροντ πριν εκδοθούν για πρώτη φορά, διαδικασία η οποία περιελάμβανε κάποιες περαιτέρω προδοσίες. Στο δελτίο τύπου ο μεταφραστής Αλέξανδρος Κυπριώτης σημειώνει πως το γερμανικό κείμενο είναι το επιμελημένο κείμενο της έκδοσης του χειρογράφου του Μπλούμφελντ. Επιπλέον, η εισαγωγή, ιδιαίτερα εμπνευσμένη και κατατοπιστική, εντάσσει το συγκεκριμένο έργο στο γενικότερο πλαίσιο της ζωής του Κάφκα κατά την περίοδο εκείνη και αποτελεί έναν πρότυπο οδηγό πλοήγησης στο καφκικό corpus, εκεί όπου η λογοτεχνία αποτελεί μια κρυψώνα του προσωπικού, συχνά στα βάθη της συνείδησης, καθώς τα ημερολόγια, οι επιστολές και τα βιογραφικά στοιχεία της ζωής του Κάφκα έρχονται να συνεισφέρουν στην πρόσληψη και κατανόηση του συχνά ερμητικού έργου του. Στην κατεύθυνση αυτή κινείται και το επίμετρο με τη μορφή χρονολογίου, στο οποίο ο Κυπριώτης επιχειρεί να δώσει μια συμπυκνωμένα χαρακτηριστική εικόνα του Κάφκα και της εποχής του.
Η παρούσα έκδοση διαθέτει μια λεπτομέρεια, που διόλου λεπτομέρεια δεν είναι. Παρότι η ανάγνωση θεωρείται εμπειρία οπτική, στο βιβλίο περιλαμβάνονται QR κώδικες που οδηγούν στην ακουστική εκδοχή της έκδοσης. Γιατί η πρόσβαση είναι δικαίωμα όλων και συχνά εμείς οι τυχεροί το ξεχνάμε ή, ακόμα χειρότερα, το θεωρούμε ήσσονος σημασίας λεπτομέρεια.
Ο Μπλούμφελντ, ο γηραιός εργένης, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη βαλίτσα σε μετάφραση, εισαγωγή και επίμετρο Αλέξανδρου Κυπριώτη, με το τόσο ταιριαστό με το περιεχόμενο σκίτσο της Μελίνας Γαληνού στο εξώφυλλο, είναι μια πλήρης απ’ όλες τις απόψεις έκδοση ενός σπαράγματος που ο ήρωάς του, ο γηραιός εργένης Μπλούμφελντ, έχει μια σημαντική διαφορά από τους προηγούμενους απ’ αυτόν ήρωες του Κάφκα, τόσο από τον Γκέοργκ Μπέντεμαν της Κρίσης και τον Γκρέγκορ Ζάμζα της Μεταμόρφωσης όσο και από τον Γιόζεφ Κ. της Δίκης, γεγονός που καθιστά το έργο αυτό περαιτέρω σημαντικό στην εργογραφία του Τσεχοεβραίου συγγραφέα.