» Pajtim Statovci (µτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδόσεις Πατάκη)
Μπόλλα είναι το όνοµα ενός τέρατος της αλβανικής µυθολογίας µε µορφή ερπετού.
Έξι χρόνια πριν, το 2018, είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά το πρώτο µυθιστόρηµα του Παϊτίµ Στάτοβτσι, γεννηµένου το 1990 στο Κοσσυφοπέδιο, που δύο χρονών µετανάστευσε στη Φινλανδία, Η γάτα µου η Γιουγκοσλαβία, βιβλίο που, παρά τα πλείστα θετικά σχόλια, δεν διάβασα. Το όνοµα του συγγραφέα, λοιπόν, κάτι µου θύµιζε, όταν έπιασα στα χέρια µου το Μπόλλα, τη στιγµή που το οπισθόφυλλο ανέσυρε από την αοριστία την επιθυµία µου για µια ικανή δόση µελοδραµατικού έρωτα. Παρά την ευδιάκριτη επιθυµία, οι επιφυλάξεις ήταν παρούσες, δύσκολο, παρότι τόσο διαδεδοµένο, το µελόδραµα, συνήθως όχι του γούστου µου, τελικά.
Συχνά, σε διάφορες συζητήσεις, προκύπτει η άγνοια, ή η ελάχιστη γνώση και επαφή αν το προτιµάτε έτσι διατυπωµένο, που έχουµε µε την αλβανόφωνη λογοτεχνία, παρά τους δεσµούς, πέραν της χωρικής γειτνίασης, που οι δύο χώρες έχουν κυρίως κατά τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, και πόσο µάλλον µε τη λογοτεχνία του Κοσσυφοπεδίου, µια άγνωστη γη για τους περισσότερους, µια χαίνουσα πληγή σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο στο βαλκανικό κέντρο, µια πυριτιδαποθήκη έτοιµη ανά πάσα στιγµή για ασύµµετρη ανάφλεξη, όπως το σύνηθες κλισέ ορίζει.
Το Μπόλλα ανήκει στο σώµα της queer λογοτεχνίας, µια από τις λίγες ιστορίες αγάπης ανάµεσα σε δύο άντρες που έχω διαβάσει, αλλά ταυτόχρονα φέρει και τη µατιά του ξένου πια συγγραφέα στον τόπο που γεννήθηκε αλλά δεν έζησε τελικά. Απρίλιος, 1995. Ο εικοσιτετράχρονος, πρόσφατα παντρεµένος, υπακούοντας στην πατρική επιθυµία, Αρσίµ, είναι φοιτητής στο Πανεπιστήµιο της Πρίστινα, ευελπιστώντας κάποτε, το συντοµότερο δυνατόν, να µπορέσει να βιοποριστεί διαµέσου της γραφής. Φροντίζει να διατηρεί χαµηλούς τόνους σ’ έναν τόπο σερβικής κυριαρχίας και βαθιά εχθρικό προς τους Αλβανούς, να περάσει απαρατήρητος, να επιβιώσει και ίσως να διαµορφώσει, πάντοτε υπό την επήρεια της τύχης και της συγκυρίας, µια καλύτερη ζωή. Όλα µοιάζουν υπό έλεγχο, παρά τη δυσκολία της καθηµερινότητας, παρά τη ρευστότητα, τα πράγµατα φαίνεται να πηγαίνουν βάση σχεδίου. Θα γνωρίσει τον Σέρβο Μίλος, φοιτητή της ιατρικής, και θα ερωτευτούν παράφορα. Λίγες µέρες αργότερα η γυναίκα του θα του ανακοινώσει πως είναι έγκυος, µια κλωστή αρκεί για την αποσύνθεση του υφαντού.
Η αφήγηση γίνεται εκ των υστέρων, όταν όλα έχουν συµβεί. Ο Στάτοβτσι επιλέγει µια αφηγηµατική σύνθεση που αρχικά ίσως παραξενέψει τον αναγνώστη, απόφαση που δικαιολογείται προς τις τελευταίες σελίδες και αποδεικνύεται λειτουργική και καθοριστική. Ως προς τον µελοδραµατικό χαρακτήρα, το Μπόλλα ικανοποίησε πλήρως τις προσδοκίες και τις ανάγκες µου, χωρίς να προκαλέσει λίγωµα, χωρίς να απολέσει την απαραίτητη αληθοφάνειά του, χωρίς να χαθεί στη χώρα της κακής συναισθηµατικής λογοτεχνίας, φλερτάροντας µε τον εκβιασµό, κατορθώνοντας ωστόσο να µην ενοχλήσει, να µη βιάσει τα δάκρυα, παρότι στην παλέτα του διαθέτει διάφορες στερεοτυπίες, τις χρησιµοποιεί χωρίς να επαφίεται στην ευκολία τους. Και όµως, αναρωτιέµαι, έχουν έτσι όντως τα πράγµατα; Η θεωρία, ως κατασκευή που περηφανεύεται για τη σταθερότητά της, θέτει ερωτήµατα, µε κύριο το: γιατί σου άρεσε παρότι είναι µια λογοτεχνία όχι και τόσο του γούστου σου; Ας προσπαθήσω.
Επιπλέον, πέρα από την καθαυτή ερωτική ιστορία, ο τρόπος µε τον οποίο διαπραγµατεύεται την κοινωνικοοικονοµικοπολιτική συνθήκη, αποφεύγοντας τον εξωτισµό, είναι επίσης αξιοµνηµόνευτος. Πετυχαίνει δε κάτι όµορφο, διαχέοντας την αίσθηση ρευστότητας πέρα από το συναίσθηµα ή τον σεξουαλικό προσανατολισµό, αυτή τη δύσκολη και συνάµα αναπόφευκτη αναζήτηση ταυτότητας, µε τα αδιέξοδα και τις υπερβάσεις της, την ακραία καιρική εναλλαγή, την αδυναµία της λογικής να κυριαρχήσει και να επιβληθεί, ενώ σηµατοδοτεί και την αντίθετη διαδροµή, µε προσδοκίες, όνειρα, φόβους, βεβαιότητες, πεποιθήσεις και πάθη που χαρακτηρίζουν τον έρωτα, και όµως τα βρίσκει κανείς, σε ανησυχαστικούς κυρίως καιρούς, και στην κοινωνικοπολιτική αρένα. Για να το πω αλλιώς: έξω από την ανάγνωση, η υποψία για µια σκόπιµη σύνθεση διαφόρων µεταβλητών της λογοτεχνικής µοδός είναι υπαρκτή και ίσως βάσιµη, η ανάγνωση ωστόσο αποµακρύνει τα όποια σύννεφα για κουτάκια που έπρεπε να τικαριστούν σύµφωνα µε τις σύγχρονες επιταγές του τι µπορεί να πουλήσει. Ο Στάτοβτσι έχει µια ιστορία να πει και τη λέει περίφηµα. Η ιστορία του διαδραµατίζεται αναγκαστικά υπό το βάρος του κοινωνικοπολιτικού µανδύα, δεν µπορεί να υπάρξει έξω από την επιρροή του, ως ένα µεγάλο βαθµό διαµορφώνεται, µάλιστα, από αυτόν, και αυτό είναι κάτι που προσθέτει βάρος χωρίς να βαρυφορτώνει το τελικό αποτέλεσµα. Το ανοίκειο της συνθήκης δεν είναι πλήρες, οι χαραµάδες επιτρέπουν στον αναγνώστη να κατανοήσει, να διακρίνει γνώριµα µοτίβα και καιρικά φαινόµενα.
Οι συγγραφικές προθέσεις, µε το ρίσκο που η επισήµανσή τους φέρει, µοιάζουν να ικανοποιούνται πλήρως, µια ιστορία αγάπης µε φόντο ένα ευµετάβλητο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, να τι είναι το Μπόλλα. Νιώθω, ωστόσο, την ανάγκη να επιµείνω ως προς τη λογοτεχνικότητα. Το αναπόφευκτο δέσιµό µας µε τις πεποιθήσεις µας, η πυξίδα µας να κινούµαστε συντεταγµένα στον κόσµο, άρα και στη λογοτεχνία, το επιβάλλουν αυτό µε τον τρόπο τους. Παρότι βρίσκοµαι µετά το πέρας της ανάγνωσης, µε τους όποιους φόβους και επιφυλάξεις ηττηµένους στο πάτωµα, η ανάγκη δικαιολόγησης του πώς και γιατί µου άρεσε αυτή η ιστορία δεν σωπαίνει. Και δεν σωπαίνει γιατί έρχεται ως ένα βαθµό σε ευθεία σύγκρουση µε όσα ισχυρίζοµαι πως επιθυµώ να αποφεύγω στη λογοτεχνία, παρότι η ανάγκη για µελόδραµα ήταν παρούσα σε τέτοιο βαθµό, τα συστατικά της ιστορίας, παρότι αποδεδειγµένα χρησιµοποιηµένα µε τον κατάλληλο τρόπο, επιµένουν να ενεργοποιούν τον µηχανισµό άµυνας και αποφυγής, και ας µην έχω σε τι να αµυνθώ και τι να αποφύγω. Λέω, λοιπόν: παρ’ όλ’ αυτά το Μπόλλα µου άρεσε πολύ, πάρα πολύ, και εποµένως οποιαδήποτε κουβέντα για λογοτεχνικά ύψη µοιάζει ανούσια. Και όµως, αυτό δεν σηµαίνει a priori πως υπάρχει κάποιο έλλειµµα, πως υπάρχει κάποια συγγραφική αστοχία, κάθε άλλο.
Το εκκρεµές συνεχίζει το πήγαινε έλα, µου άρεσε αλλά δεν είναι του γούστου µου, µου άρεσε παρότι δεν είναι του γούστου µου, µου άρεσε αλλά έχει ευκολίες, µου άρεσε αλλά µε κατεύθυνε συναισθηµατικά, και ούτω καθεξής. Είναι µια συνθήκη, µε τον τρόπο της, άβολη. Μια αναµέτρηση µε τον εαυτό. Πέρασαν τόσες µέρες από την ανάγνωση και το εκκρεµές δεν έπαψε, επιχειρώ ξανά και ξανά να διακρίνω, να βρω τον µηχανισµό, να εξάγω ισχυρή θεωρία που να δικαιολογεί και να γεφυρώνει το χάσµα, δεν τα καταφέρνω, µου άρεσε αλλά δεν ξέρω γιατί, πέρα από κάποια ξεκάθαρα λογοτεχνικά σχήµατα που λειτούργησαν, βρίσκοµαι σε µια αµηχανία, απέναντι στον ίδιο µου τον εαυτό. Σε ανύποπτη στιγµή θα ισχυριζόµουν πως αυτό το εκκρεµές σηµατοδοτεί ακόµα και κατά την αποµάκρυνσή του την αξία του βιβλίου. Τώρα, όµως, όχι, η µετωπική σύγκρουση µαίνεται. Και το κείµενο αυτό, περισσότερο από άλλα, ίσως/θα/ελπίζω να λειτουργήσει ως βατήρας ανάµνησης, ως πλήγµα στη στείρα και ανηδονική θεωρία και την αυτοπεποίθηση κατοχής µιας αόριστης γνώσης, για το πώς οι βεβαιότητες υποχωρούν στο διάβα µιας ιστορίας όπως αυτή δοσµένη µε τον τρόπο αυτό, πως µακριά από τα γνώριµα εδάφη ανθίζουν επίσης κήποι, πως στο αναπάντεχο συχνά κάτι ακόµα αποκαλύπτεται για τον εαυτό.