Πράξεις ποιητών
Ανδρομάχη Χουρδάκη*
«Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ/ τίποτ’ άλλο να πω/ πιο βαθύ, πιο απλό/ πιο μεγάλο!/ Μπρος στα πόδια σου εδώ/ Με λαχτάρα σκορπώ/ τον πολύφυλλο ανθό/ της ζωής μου/ Τα δυο χέρια μου, να…/ στα προσφέρω δετά/ για να γείρεις γλυκά/ το κεφάλι/ κι η καρδιά μου σκιρτά/ κι όλη ζήλια ζητά/ να σου γίνει ως αυτά/ προσκεφάλι/ Ω! μελίσσι μου, πιες/ απ’ αυτόν τις γλυκές/ τις αγνές ευωδιές/τ ης ψυχής μου!/ Σ’ αγαπώ τι μπορώ/Ακριβέ να σου πω/ Πιο βαθύ πιο απλό/ Πιο μεγάλο;».
Η συγκίνηση αυτών των στίχων για τους περισσότερους πρωτοχαρίστηκε μέσα από την αισθαντική φωνή της Φλέρυ Νταντωνάκη στο μουσικό έργο του Μάνου Χατζιδάκι ‘’Μεγάλος Ερωτικός, Χωρίον ο Πόθος’’. Ποια όμως εμπνεύστηκε αυτή την τόσο όμορφη ερωτική διακήρυξη και για ποιον προορίστηκε ; Η ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου, η γνωστή ως Μυρτιώτισσα ,εμπνευσμένη από τον μεγάλο έρωτά της για τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Η σπουδαία αυτή γυναίκα υπήρξε μια εμβληματική προσωπικότητα του θεάτρου και της ποίησης, η ‘’σταυρωμένη ποιήτρια της αγάπης’’ όπως την αποκάλεσε ο Νίκος Καζαντζάκης υπονοώντας τις τραγικές εκφάνσεις της ζωής της.
Γεννήθηκε το 1885 στην Κωνσταντινούπολη όπου ο πατέρας της υπηρετούσε ως πρώτος διερμηνέας της Ελληνικής Πρεσβείας. Σε ηλικία έξι χρονών οικογενειακώς μετακόμισαν στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη αφού ο πατέρας της διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη νήσο μας. Μετά από δυο χρόνια εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα και η Θεώνη φοίτησε στη δραματική Σχολή Χιλ και παρακολούθησε μαθήματα στη Βασιλική Δραματική Σχολή Εθνικού θεάτρου .Ως ηθοποιός εμφανίστηκε στη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου , στο Δημοτικό και το Εθνικό θέατρο και σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος.
Όμορφη , ατίθαση με πολλές πνευματικές αναζητήσεις συνδέθηκε με τον ποιητή Πέτρο Ζητουνιάτη και αργότερα γοητεύτηκε από τον Γρηγόρη Ξενόπουλο. Η νεαρή Μυρτιώτισσα τότε έγραψε έξοχα ποιήματα και θρυλικές ερωτικές επιστολές των οποίων αποσπάσματα ο Ξενόπουλος συμπεριέλαβε στους ‘’Μυστικούς Αρραβώνες’’.
Επίσης τη συνέδεε βαθιά φιλία με τον Κωστή Παλαμά και με τη Μαρία Πολυδούρη που λίγο πριν να πεθάνει της εμπιστεύτηκε τις επιστολές του Καρυωτάκη.
Οι Έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου έχουν μιαν αύρα των ανθρώπων παλαιάς κοπής, κάνουν γνήσιες υπερβάσεις, κρατούν στέρεες φιλίες κι ερωτεύονται στα γερά. Οι Ελληνίδες ποιήτριες τότε επιλέγουν την αυτοπραγμάτωση, χειραφετούνται επί της ουσίας και με σκληρό τίμημα κι όμως παρά το αξιοσημείωτο έργο τους, ούτε καν αναφέρονται σε κάποιες παλαιότερες έγκριτες ανθολογίες ή ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Η Μυρτιώτισσα παντρεύτηκε τον Σπύρο Παππά που ήταν μακρινός εξάδελφός της και διπλωμάτης στο Παρίσι όπου κι εγκαταστάθηκαν. ’’Με πάντρεψαν βιαστικά σα να με είχαν πάρει τα χρόνια…. Ο γάμος μου στάθηκε άτυχος… Δεν τον αγάπησα , όμως έλεγα πως το συγγενικό μας αίμα θα έσμιγε σιγά σιγά και τις ψυχές μας. Είχα άδικο. Όσο καλός κι αν ήταν, ευγενικός, μορφωμένος, όσο κι αν αγάπησε και φρόντισε τη μόρφωση του παιδιού μας, στο βάθος έμεινε ξένος για μένα… το μόνο πράγμα που πρόσεξα στο Παρίσι ήταν το θέατρο….’’ Αυτού του βραχύβιου γάμου καρπός ήταν ένας γιός, ο εξαίρετος ηθοποιός Γιώργος Παππάς.
Μετά τον χωρισμό της επιστρέφει στην Αθήνα όπου εργάζεται ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Μια γυναίκα που τα χρόνια εκείνα γράφει ένα τολμηρό ποίημα σαν το Voluptas έχει αποφασίσει να μην υπεκφεύγει στα κελεύσματα της ζωής:
‘’Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ!/μες απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου/απ’ τη ματιά κι από τα δάχτυλά μου/της ηδονής πετιέται το στοιχειό./Ελάτε ο κόσμος όλος είμαι εγώ./Όμως αγάπη μη γυρεύετ’ από μένα/Δε θα με ιδήτε μπρος σας να λυγίσω/ και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα/ Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμιές!/και τις ερωτευμένες σας καρδιές/πως θα’ θελα να μπόρεια να μασήσω/ με τα λευκά μου δόντια τα γερά,/ σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά,/και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!/Δάκρυα δε θέλω, δάκρυα δε ζητώ/παρά φωτιά για τη φωτιά μου/τα σαρκικά φιλιά μου,/στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί/ Ω! τι με νοιάζει τότες κι αν κοπεί/το νήμα απ’ της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,/αφού θα νοιώθω πως από Ηδονή/ θα σκορπιστεί το είναι μου σε στάχτη…’’(Voluptas : Ηδονή στη λατινική)
Η ‘’νέα Σαπφώ’’ δεν άργησε να ξανασυναντήσει τον έρωτα στα γαλανά μάτια του ποιητή Λορέντζου Μαβίλη.
‘’… Έρωτας να ‘ναι η συμφορά /με κάποιου αγγέλου τα φτερά /που έχει φορέσει,/ κι έρχετ’ ακόμη μια φορά/ με τέτοια δώρα/ τρυφερά να με πλανέσει;/Μα ό,τι και να’ ναι το ποθώ,/και καλώς να ’ρθει το κακό/που είν’ από σένα/θα γίνει υπέρτατο αγαθό/στα πόδια σου αν θα σωριαστώ/τ’ αγαπημένα.’’ (από το ποίημα ‘’ Έρωτας τάχα’’)*
Ο Λορέντζος Μαβίλης ήταν ιδιοφυής, ο καλύτερος Έλληνας σονετογράφος** και ένθερμος δημοτικιστής :‘’χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι’’. Ο πρώτος Έλληνας διεθνούς φήμης συνθέτης σκακιστικών προβλημάτων. Διδάκτωρ φιλοσοφίας, γνώστης της κλασικής φιλολογίας, της αρχαιολογίας και των σανσκριτικών. Πολέμησε ως εθελοντής στα κρητικά βουνά στην Επανάσταση του 1896, αργότερα ήταν στο επιτελείο του Βενιζέλου και σκοτώθηκε στα 52 του χρόνια στον 1ο Βαλκανικό ,το 1912, ως επικεφαλής του λόχου των εθελοντών Γαριβαλδινών*** στη μάχη του Όρους Δρίσκου κοντά στα Ιωάννινα. Η ποιήτρια στα 27 της χρόνια , μετά την απώλεια του αγαπημένου της θα στραφεί αποκλειστικά στην παραμυθία της ποίησης.
Η Μυρτιώτισσα είναι κατεξοχήν ποιήτρια του έρωτα. Αποδίδει το μυστήριο του ερωτικού πάθους περνώντας κόκκινες γραμμές, χωρίς λεκτικές περιστροφές ,παρουσιάζει τον πόθο γυμνό και φλεγόμενο. Η ειλικρίνεια του ύφους της, ο αυθορμητισμός , η αίσθηση του ανεπιτήδευτου κι ένας πηγαίος λυρισμός είναι στοιχεία που έκαναν την ποίησή της ολοζώντανη και μάλιστα με έναν εσώτερο ρυθμό που με επιτυχία ακούμπησε στη μελοποίηση.
Ωστόσο έγραψε και ποίηση που αφορούσε τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες του καιρού της. Έτσι στα ποιήματά της για την Κατοχή του 40, με ρεαλισμό αποδίδει τις ζοφερές εικόνες κι αναρωτιέται εύλογα: ’’Θα μπορέσω ποτέ/βλογημένη όταν φτάσει/κολυμπώντας στο φως η ελεύτερη μέρα,/θα μπορέσω τις φρίκες που ζω να ξεχάσω/να γευτώ τη χαρά και Λαμπρή να γιορτάσω;’’ (από το ποίημα ‘’ Θα ξεχάσω ποτέ…’’)
Εξέδωσε τις συλλογές: Τραγούδια(1919), Κίτρινες φλόγες(1925), Τα δώρα της αγάπης (1932-Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών), Κραυγές (1939- Κρατικό Βραβείο) και το 1953 ‘’ Ποιήματα’’ συγκεντρωτικό έργο.
Η ποιήτρια το 1958 έμελλε να ζήσει τον τραγικό χαμό του γιού της . Η συντριβή της βρήκε διέξοδο στη γραφή κι έτσι το 1962 εξέδωσε το βιβλίο ‘’Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια’’.
‘’…..Μονάχα συ, φωτίζοντας βαθιά τη σκοτεινιά μου/το νεκρωμένο ξύπναγες, παλμό μες στη καρδιά μου. /Τώρα σε χάνω. Αμίλητη, αδάκρυτη και μόνη,/ βλέπω τη νύχτα να’ ρχεται βαριά και να με ζώνει…..’’ (από το ποίημα: στο γιο μου)
Η πορεία της Μυρτιώτισσας καθορίστηκε από ένα ακλόνητο ιδεώδες που της υπαγόρευε να μην διαπραγματεύεται ποτέ τα πολύτιμα της ψυχής της. Κάποια στιγμή στη δύση της ζωής της κοίταξε κάπου που δεν μπορούσαν να δουν οι άλλοι. Πέρασαν από τα μάτια της τα χαρούμενα παιδικά χρόνια, οι μεγάλοι απόντες, το πρόσωπο του παιδιού της, τα επιβεβλημένα , οι αρνήσεις , ένας μυστικός τόπος συνάντησης και τέλος μια σκιά. Τότε σ’ αυτή τη σκιά φώναξε με μια δύναμη φυλαγμένη από τα χρόνια της νιότης της:
‘’Τι άλλο, καλέ μου/Τι άλλο , καλέ μου, ζητάς από μένα/και στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου,/αφού κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου,/-κι ας είσαι νεκρός-πλημμυρούν από Σένα; /Τα θεία τραγούδια σου ένα προς ένα/τα ζει κάθε νύχτα η ψάλτρα φωνή μου/γενήκαν αυτά μοναχή προσευχή μου/αγνή προσευχή, γεννημένη από Σένα!/Γιατί με κοιτάζεις με μάτια θλιμμένα;/Λαμπάδα σου ανάβω την ίδια ψυχή μου/ και μέρα τη μέρα σκορπά κι η ζωή μου/για Σένα, τα ρόδα της τα χλωμιασμένα.’’ (ποίηση: Μυρτιώτισσα)
Η ποιήτρια απεβίωσε στην Αθήνα το 1968. Με το πάθος και τη σοφία της γυναικείας ψυχής της , μετά τον θάνατο του Λορέντζου Μαβίλη συνειδητοποίησε πως ο μεγάλος έρωτας δωρείται μόνο μια φορά στη ζωή του κάθε ανθρώπου και δεν του αξίζει καμιά λησμοσύνη . Γι αυτό κι όταν έφτασε η ώρα για το τελευταίο της ταξίδι , η Μυρτιώτισσα έφευγε ανάλαφρη αφού κράτησε έως τέλους μόνο το ψευδώνυμό της και το πατρικό όνομά της, δηλαδή ως Θεώνη Δρακοπούλου.
* το ποίημα ‘’ Έρωτας τάχα’’ έχει μελοποιηθεί από τον Γιάννη Σπανό, τον Βασίλη Δημητρίου και τον Κώστα Λιβαδά. Ο τελευταίος μελοποίησε και το ποίημα ‘’Τα βήματα’.
**Σονέτο: ποιητικό είδος σταθερής στιχουργικής μορφής. Αποτελείται από 14 στίχους.
***Οι Γαριβαλδινοί ήταν εθελοντικό στρατιωτικό σώμα Ιταλών πολεμιστών που έσπευσε στο πλευρό των Ελλήνων κατά τον Ελληνοτουρκικό του 1897 και στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο του 1912.