Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Μυσταγωγίες Κρητικής Μουσικής

Ο Ρεθεµνιώτης λυράρης Ανδρέας Ροδινός, στη σύντοµη ζωή του (πέθανε το 1934 σε ηλικία 22 χρονών), κατάφερε να αναδειχθεί σε θρύλο και πρότυπο για τους περισσότερους από τους λυράρηδες που ακολούθησαν έως και σήµερα.

Όσοι είχαν την τύχη να παρευρεθούν στο περίφηµο γλέντι που έγινε στην προκυµαία του Ρεθέµνου το καλοκαίρι του 1930, στο οποίο αναγνωρίστηκε καθολικά η καλλιτεχνική του αξία, διηγούνταν ακόµη και δεκαετίες αργότερα τη µοναδική εµπειρία που έζησαν, όπως τη διηγήθηκε και σε µένα ο Κωστής Κληµαθιανός (Γιαννακόκωστας), από τις Κουρούτες Αµαρίου, που έτυχε να είναι παρών, επειδή εκείνα τα χρόνια εργαζόταν ως µαραγκός, στο ξυλουργείο Μουντριανάκη, που υπήρχε τότε στην πόλη. Ο Ροδινός είχε παίξει λύρα στο γλέντι αυτό µαζί µε τον Σταύρο Ψυλλάκη ή Ψύλλο, λαουτιέρη ίσως εφάµιλλο -και φωνητικά- του Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη µε τον οποίο (Μπαξεβάνη) ο Ροδινός αποτέλεσε περισσότερο γνωστό δίδυµο, «ζυγιά» όπως λεγόταν τότε.
Μέσα στην πλούσια κρητική µουσική παράδοση, ο λυράρης, µε την έννοια του οργανοπαίχτη εν γένει της κρητικής µουσικής, αλλά και του τραγουδιστή και του µαντιναδολόγου, που συχνά συγκεντρώνονται ως ιδιότητες στο πρόσωπό του, καθώς και ο χορευτής (ο οποιοσδήποτε χορευτής ανεξαρτήτως χορευτικής δεινότητας), αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νοµίσµατος, σε ένα κορυφαίο δρώµενο, αυτό του κρητικού γλεντιού/πανηγυριού.
Παράλληλα, στο πλαίσιο της επιδίωξης του Κρητικού όχι µόνο να συναναστραφεί µε τα άτοµα του στενού και ευρύτερου κοινωνικού του περίγυρου, αλλά και να γλεντήσει, δίνοντας διέξοδο στη λεβεντιά και το µερακλίκι του, συµβάλλοντας ταυτόχρονα στη διατήρηση της παράδοσης του τόπου του, οι παρέες, διαχρονικά, συντέλεσαν στη διαµόρφωση της ψυχοσύνθεσής του και κατ’ επέκταση και του τρόπου ζωής του, που συχνά, ως προς αρκετές εκφάνσεις του, αποτελεί αντικείµενο θετικού σχολιασµού από τους µη Κρητικούς. Σχεδόν κάθε Κρητικός, και ιδίως όσοι βρίσκονται σε µεγαλύτερες ηλικίες και έζησαν και σε εποχές που η παράδοση ήταν ακόµα πιο ζωντανή, έχει κάποτε ανακαλέσει στη µνήµη του αξέχαστες στιγµές που πέρασε συµµετέχοντας σε κάποια από τις περίφηµες κρητικές παρέες, όπου, είτε µε τη συνοδεία παραδοσιακών µουσικών οργάνων (λύρα, βιολί, µαντολίνο, ασκοµπαντούρα κ.α.) είτε και χωρίς αυτά -µόνο τραγουδώντας- γύρισε ένα ένα τα σπίτια κάποιου χωριού της κρητικής υπαίθρου.
Οι στίχοι του «λυράρη», αν και εµπνευσµένοι κυρίως από την αξιοµνηµόνευτη αλλά και τραγική ιστορία του Ροδινού, γράφτηκαν και για τον κάθε Κρητικό µουσικό καλλιτέχνη που βαδίζοντας στα χνάρια της αγνής µουσικής παράδοσης, µε προσωπικές θυσίες και σκληρή δουλειά, καταφέρνει µια µέρα να κάνει περήφανους εδικούς και φίλους, µα σε κάποιες περιπτώσεις και ολόκληρη την Κρήτη.
Το ανάλογο ισχύει και για τους στίχους του «χορευτή» που µε τη λεβεντιά και το µερακλίκι του ή στην περίπτωση που πρόκειται για χορεύτρια, τη χάρη και το σκέρτσο της, ολοκληρώνει -κατά κάποιο τρόπο- µια µυσταγωγία κρητικής µουσικής.
∆ιευκρινίζεται, ότι ο Νουκοµιχάλης που αναφέρεται στους στίχους του «χορευτή» ήταν ο λυράρης από τις Κουρούτες Μιχάλης Νουκάκης (1923 – 2006). Επίσης, η έκφραση «Ανωγειανό παρεάκι», στο ίδιο ποίηµα, αφορά στη σχολή κρητικών χορών που λειτουργούσε στους Αµπελόκηπους της Αθήνας τη δεκαετία του 1980, µε βασικούς δασκάλους τους Ανωγειανούς πρωτοχορευτές Γιάννη Σταυρακάκη και ∆ηµήτρη Μαυρόκωστα.
Στα «παρεάκια του γλεντιού», οι στίχοι περιγράφουν µέρος των προσωπικών µου βιωµάτων από τη συµµετοχή µου σε παρέες των Κουρουτών Αµαρίου, µε χρονική περίοδο αναφοράς τη δεκαετία 1973 – 1983.
Οι φωτογραφίες -δηµοσιεύονται για πρώτη φορά- είναι από ένα σύντοµο αλλά αξέχαστο κρητικό γλέντι που έζησα ως µαθητής Λυκείου, στις 6-4-1982, πάνω σε Φέρυ µποτ της γραµµής: Κέρκυρα-Ηγουµενίτσα!

Α. Ο λυράρης

Τη λύρα επρωτόπιασε σαν ήτανε κοπέλι,
την έκαµε να κελαηδεί ωσάν το ζιγαρδέλι.
Η λύρα είναι έρωτας, η λύρα είναι πάθος,
του κατακλύζει τη ζωή, µα δεν υπάρχει λάθος.

Μέρα και νύχτα βρίνεται απάνω απ’ το κατράνι,
τον τέλειο ήχο για να βρει, τα δυνατά ντου βάνει·
και το δοξάρι στσι χορδές πηγαίνει και γιαγέρνει,
και µαγικούς γλυκούς σκοπούς εις την παρέα φέρνει.

Στριφτάλια, γλώσσα, κεφαλή, λαιµό και καβαλάρη,
µάθια, καπάκι και καυκί, χορδές, µουρνιό δοξάρι.
Να µην ξεχάσω την ψυχή, ουσία αθρώπου πείρας,
µα ‘ναι η ψυχή του λυρατζή κι όχι η «ψυχή» τση λύρας.

Λένε πως µε καταχανά τράµπα ‘καµε µεγάλη,
τέλειος λυράρης να γενεί µα νιο να τονε πάρει·
κι άλλοι, πως εµαθήτεψεν’ εκειά, στο σταυροδρόµι,
µ’ απ’ το Θεό -ν- το χάρισµα, όχι κακού προνόµι·
κι απόκειας, πως εκατέβηκε στο «σκοτεινό» φαράγγι,
µα µε περίσσα ’πιµονή κελαϊδισµούς παράγει.
Στη λύρα που προέκταση νιώθει του εαυτού ντου,
ήχους γλυκούς µονοµεριά που πλέκει από το νου ντου.

Την κεφαλή στην κεφαλή τση λύρας κολληµένη,
έχει σαν παίζει κοντυλιές και λύτρωση ανιµένει·
γιατί δεν παίζει µοναχάς πατούλιες να γλεντίζει,
µα και τον πόνο τον κρουφό πού ‘χει να ‘ποκοιµίζει.

Η τύχη του φανέρωσε-ν-τεχνίτη πασαδόρο,
που ‘χει και αηδονιού φωνή, ω το παντέρµο δώρο!
Σ’ αυτή τη µερακλίδικη παρέα του Ρεθέµνου,
άχι και πώς να βρίχνουµουν ανάµεσά ντως Θε µου!
Μαγάρι να ‘µουνε κι εγώ στου Ρέθεµνους τα µέρη,
στο γλέντι π’ άφηκε εποχή κειονά το καλοκαίρι·
που ‘τονε δεκοχτώ χρονώ µα ήτονε φτασµένος,
απ’ ούλους ο καλύτερος κι ο πλια κανακεµένος.
Να ‘πινα κόκκινο κρασί εκειά στην προκυµαία,
να χόρευγα να χόρταινα η-την καλή παρέα·
και µέχρι να ροδίσει η αυγή, στου λιµανιού την άκρη,
να γροίκουνε τσι κοντυλιές που είν’ ο µπαξές µε τ’ άνθη!

Β. Ο χορευτής

Εις τον παλιό τον καφενέ, στα γλέντια τα µεγάλα,
από µικιός τα µελετά τω χορευτώ τα ζάλα·
που παίζουν πήδους βγαίνουνε σάµε τα µεσοδόκια,
στον ουρανό ανεβαίνουνε, τση λεβεντιάς αποτόκια·
κι ύστερα προσγειώνουνται στην τάβλα απού τρίζει,
µε τα στιβάνια κάνουνε βρούχος που ξεχωρίζει.

Σα µεγαλώνει µιαολιά ντακαίρνει πεντοζάλη,
απού κεντά ντου η γλυκειά λύρα Νουκοµιχάλη.
Ρέγεται τη µελαχρινή, που να! χορεύγει πάλι!
µε ζεβλωµένους τσ’ άγκωνες κουρουθιανό τριζάλη.
Μα ’νησυχεί αρά και που στα γλέντια τα ωραία,
που γίνουνται συχνά-πυκνά, εκειά, εις την πλατέα·
να µην προκάµει άλλος κιανείς στην πίστα να σηκώσει,
για σούστα τη µελαχρινή, το κάλεσµα να δώσει.
Ω Θε µου πόση µέθεξη, µεγάλη περηφάνεια,
ψυχής αντάρα φοβερή, ανήκουστη λαχτάρα·
να µην τελειώσει ογλήγορα η λύρα να µαγεύγει,
εις το χορό που ο χορευτής την κοπελιά αγκαζεύγει.

Η µοίρα ντου τον οδηγεί σ’ Ανωγειανό παρεάκι,
που ’τονε δάσκαλοι καλοί, µε έγνοια και µεράκι.
Σαράντα χρόνια πάνε µπλιο µα οι θύµησες βαστούνε,
κι όλο και δυναµώνουνε αντίς για να σβηστούνε·
που έξε η ώρα το πρωί στο Κρητικό Κονάκι
χορεύγανε εις την αυλή µε το Σηφογιωργάκη·
εκειά αναγυρίζουνε, τα πάσα ντου µετρούνε,
κάτω απ’ τον ξάστερο ουρανό χορούς να ξαναϊδούνε.
Ήντα κι αν εξηµέρωσε, η φλόγα ντου δε σβήνει,
από φωθιά ’ναι µαγική, πλια αναπνιά του δίνει.
Κρατεί στο στήθος ντου βαθειά του µερακλή η γι-αντάρα,
κι άλλο χορό ’ναι που ζητά µ’ ακόρεστη λαχτάρα.
Κι όντε στσι µύτες των ποδιώ η-το συρτό αρχινίζει,
µπελί πως είναι µερακλής γίνεται, το γνωρίζει.
Και στο καπάκι ο λυρατζής «κερνά» µαλεβιζώτη,
η κρητική παράδοση δεν είναι ό,τι κι ό,τι.
Κι όντεν τελειώσει ο χορός, η φλέγα έχει φουσκώσει,
εις το λαιµό µα τη χαρά ατόφια έχει νιώσει.
Στετός, κυπαρισσόκορµος, το µπέτη αναντρανίζει,
η περηφάνεια η αγνή τα στήθη πληµµυρίζει.

Σπολλάτη ντου του χορευτή κι ανέ γ-κακοκαιρίζει,
τση Κρήτης η παράδοση κι ο τόπος τον ορίζει.
Γιατί το σώµα κι α(ν) γερνά, κι απ’ το «άτι» ξεπεζεύγει,
µεν’ η ψυχή ντου αζωντανή και νοερά χορεύγει.

Γ. Τα παρεάκια του γλεντιού

Θυµούµαι αλλοτινούς καιρούς που ’µουνε κοπελάκι,
στου Ψηλορείτη τα ριζά και ντεληκανιδάκι.
Οι αναµνήσεις µου κλουθούν, τα ’ζησα καινουργιώνουν,
µα δυο παρεάκια που ’τυχα στο µέσα µου στοιχειώνουν.

Εννιά χρονώ σαν ήµουνε, ζεστό καλοκαιράκι,
η-το χωριό εγυρίσαµε µε το µαντολινάκι.
Και µια και δυο εντάκαρε ο Μανώλης γρατζουνίζει,
ήντα κι α(ν) δε το σπούδαξε, η ψυχή χορδές αγγίζει.
Απού του Μανελοστεφανή πάµε ντο ίσα κάτω,
τα γέλια, τα τραγούδια µας, πέµπουν γλεντιού µαντάτο.
Εκειά στη στράτα τση Λυγιάς το κέφι ανεβαίνει,
κι ο Στέλιος που παντήχνει µας εις την παρέα µπαίνει.
Οµπρός στου Πανάγο την αυλή ξεπιτυρούµεν’ όλοι,
γροικάται η φασαρία µας στου Στελιανοµανώλη!
Την Κάτω Ρούγα παίρνωµε σάµε του Λαδογιάννη,
ο καθαείς µε τη σειρά το µαντολίνο πιάνει.
Στ’ αλώνι στένωµε χορό, τα ζάλα βγάνουν σκόνη,
η ώρα κι αν επέρασεν’ ο νου µας δε µερώνει.
Όπου κι αν αριβάρωµε µασε περιποιούνται,
φιλόξενα τρατέρνουνε, καλά ευχαριστούνται.
Στην υστεργιά γιαγέρνωµεν’ οθέ ντου Σαρδογιώργη,
το κέφι π’ άφτει, σίντερα του χαρκιδιού ντου λιώνει!

Μα ’ναστορούµαι κι άλλη µια φορά µε παρεάκι,
που γύρισα ούλο το χωριό χωρίς µαντολινάκι.
Αποξεσταλού στον καφενέ η-του Μανελογιάννη,
παρέα αρχινίξαµε, µα ’µαστον πλια µεγάλοι.
Απής εβαρεθήκαµε κουβέντα, κοµπολόι,
µε τσι ρακές ντακαίρνωµε ντο µαντιναδολόι.
Ω την παντέρµη ονόστιµη ρακή µε τ’ αστραγάλια,
που υψιπέτη φέρνει σε στο πι και φι στα ουράνια!
Με µέτρο για να κεφιστείς και όι να µεθύσεις,
καλλιά ’ναι την υπερβολή σαν πιεις πιοτό ν’ αφήσεις.
Απής νυχτώνει και οι πολλοί γιαγέρνουνε στο σπίτι,
οπίσω τρεις παράταση ζητούνε στο ξενύχτι.
Του λόγου µου και ο Κωστής, και ο Μανώλης πάλι,
αγκαλιασµένοι πάµενε και όπου µασε βγάλει.
Κι αναµεσίς στα χωρατά µε µαντινάδες µόνο,
τραγουδιστά λαλούµενε σε ούλο µας το δρόµο·
απού τσ’ άκρες του Κατωχωριού σάµε τ’ Απανωχώρι,
Ψαρονίκο και Μουντόκωστα για του σεβντά µια γ-κόρη:
«Θα ξεκλειδώσω την καρδιά (µπαρµπούνι µου) και µέσα θα σε βάλω
και θα τσακίσω τα κλειδιά (µπεµπέκα µου) µπλιο µου να µη σε βγάλω.
Μα ως σ’ αγαπώ δε σ’ αγαπά η µάνα που σε γέννα
γιατί ’χει κι άλλο ν’ αγαπά µα ’γω ’χω µόνο εσένα».

Τση Κρήτη µας λεβέντες νιοι και ντεληκανιδάκια,
άξια συνεχίσετε τα όµορφα παρεάκια.
Το «πάντα γειά» όντε γ-κάνετε, λίγο πιοτό στη χέρα,
να µην ταλαπωδέρνετε κι ούλη-ν-την άλλη µέρα.
Πρεπιά ’χει ζάβαλε ο Κρητικός, αγνή µερακλοσύνη,
οµάδι µε την αντρειγιά και µε τη ντοµπροσύνη,
κι αλήθεια στην παράδοση τση Κρήτης τη µεγάλη,
η παρέα θέση ζηλευτή κρατεί, ποιος αµφιβάλλει;

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

αγκαζεύγω=αγκαζάρω, δεσµεύω
αναντρανίζω=τεντώνω
αναστορούµαι=θυµάµαι
ανιµένω = περιµένω
απής= αφού, αφότου
απόκειας = µετά, ύστερα
αποξεσταλού=νωρίς το απόγευµα
(το)αποτόκι=το επακόλουθο
αρά και που= που και που
αριβάρω = καταφθάνω
άφτω=ανάβω
βρίνοµαι=βρίσκοµαι
(το)βρούχος=ο δυνατός θόρυβος
γιαγέρνω = επιστρέφω
γροικούµαι=ακούγοµαι & γροικώ=ακούω
εκειά = εκεί
ζάβαλε=βέβαια
(το)ζάλο = το πάσο, χορευτικό κόλπο, βήµα
(ο)ζεβλωµένος, -η, -ο =ο λυγισµένος
ήντα=τι
(ο)καθαείς=ο καθένας
κακοκαιρίζω=βρίσκοµαι σε δύσκολους καιρούς ή συνθήκες
καλλιά = καλύτερα
(το)κατράνι=το ξύλο του καπακιού της λύρας από κέδρο Λιβάνου
κειονά=εκείνο
κιανείς=κανείς
κλουθώ=ακολουθώ
(η)κοντυλιά=η µουσική φράση παιγµένη από λύρα ή και βιολί
(το)κοπέλι=το παιδί
λαλώ = πάω, οδηγώ
µαγάρι=µακάρι
(το)µεσοδόκι=το παχύ οριζόντιο δοκάρι που συνήθως στηρίζει στέγη
µιαολιά = λιγάκι
(ο)µικιός=ο µικρός
µονοµεριώ & µονοµερίζω=συγκεντρώνω
µπελί = φανερό
(ο)µπέτης=το στήθος
µπλιο = πλέον
ντακαίρνω=ξεκινώ
ντως=τους
ξεπιτυρώ=µετά από µια διαδροµή φτάνω σε ένα µέρος
οθέ=προς
όι=όχι
οµάδι = µαζί
όντε(ν)=όταν
ούλος, -η, -ο =όλος, ολόκληρος
παντήχνω=συναντιέµαι
(ο)πασαδόρος= ο λαουτιέρης
(το)πάσο = βλ. «ζάλο»
(η)πατούλια=η οµάδα, παρέα
(η)πρεπιά=η ευπρέπεια
ρέγοµαι= µου αρέσει
σάµε=µέχρι
(ο)σεβντάς=ο ερωτικός καηµός
σπολλάτη= εις πολλά έτη, χρόνια πολλά
(το)στιβάνι = η παραδοσιακή κρητική µπότα
(τα)στριφτάλια, (η)γλώσσα, κλπ=µέρη της λύρας, όπως και η «ψυχή» που είναι εσωτερικό µέρος της
ταλαπωδέρνω=ταλαιπωρούµαι
του λόγου µου=εγώ
(η)τράµπα=η ανταλλαγή
τρατέρνω=κερνώ
(στην)υστεργιά=στο τέλος
(ο)υψιπέτης= αυτός που πετάει ψηλά
(η)φλέγα=η φλέβα
(το)χαρκιδιό=το σιδηρουργείο
(το)χωρατό=το αστείο


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα