Στις δυτικές μητροπόλεις οι αγόγγυστες προσπάθειες των γυναικών για ίση κοινωνική μεταχείριση, έχουν επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα. Όμως, οι έρευνες αποδεικνύουν ότι και σ’ αυτές τις κοινωνίες, οι γυναίκες υφίστανται κοινωνικές διακρίσεις και αντιμετωπίζονται συχνά ως «δεύτερης κατηγορίας πολίτες».
Και όχι μόνο αυτό αλλά γίνονται συχνά αντικείμενα εκμετάλλευσης ή πέφτουν θύματα βίας. Η διαφοροποίηση των ρόλων, φέρνει συχνά στην επιφάνεια φαινόμενα κακοποίησης και ανδρών από τη μεριά των γυναικών, ωστόσο αυτό απαιτεί ιδιαίτερη αναφορά.
Και πρέπει να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή την πεποίθησή μας ότι το σύστημα είναι εκείνο που παράγει βία δια των εκπροσώπων του. Εξ ου και οι μύθοι του «ανώτερου» και του «κατώτερου» φύλου και η «κατασκευή» τους ανά τους αιώνες. Στη θέση των ανδρών που παράγουν βία, θα μπορούσε να ήταν αντίστοιχα οι γυναίκες, εάν το σύστημα ήταν μητριαρχικό. Ωστόσο η μητριαρχία όπως επεκράτησε όταν επεκράτησε δεν ήταν επιβεβλημένη δια ροπάλου όπως η ανδροκρατία -που επιβλήθηκε συγχρόνως με την εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους στην ιστορία- γι’ αυτό και δεν είχε περιστατικά βίας, δεν είχε σχέση με τη βία. Απλά η θέση της γυναίκας ήταν διαφορετική.
Όπως αναφέρει και η Ρόζα Ιμβριώτη στην «Ανθρωπιστική Παιδεία», τη θέση που είχε -τότε- η γυναίκα θα τη ζήλευαν διάσημες και πολύ σημαντικές γυναίκες κάθε εποχής.
Στο παρόν άρθρο θα γίνει προσπάθεια να φωτιστεί το στερεότυπο που αφορά την κακοποιημένη γυναίκα, με βάση κυρίως μια διάσημη έρευνα, «την έρευνα Ουόκερ», με στοιχεία που δεν είναι πρόσφατα, καθώς η έρευνα άρχισε πριν πολλά χρόνια και δημοσιεύτηκε στο τέλος της δεκαετίας του ‘80 ταράζοντας τα λιμνάζοντα ύδατα, ανατρέποντας τα δεδομένα που ίσχυαν μέχρι τότε και όπως φαίνεται μέχρι και σήμερα, σχετικά με το συγκεκριμένο στερεότυπο των γυναικών που υφίστανται την βία και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των ανδρών που την αναπαράγουν. Η πραγματικότητα λοιπόν πέρα από μύθους.
Η έρευνα καταρρίπτει μια σειρά από αυτούς τους μύθους θα αναφερθούμε επιλεκτικά στους περισσότερους, που μπορεί να αφορούν τα αμερικάνικα δεδομένα, η ανθρώπινη φύση ωστόσο είναι ίδια σ’όλα τα μήκη και τα πλάτη. Τηρουμένων των αναλογιών, παντού συμβαίνουν τα ίδια.
Το συγκεκριμένο στερεότυπο της κακοποιημένης γυναίκας περιγράφεται από τους περισσότερους ανθρώπους σαν ένα μικρό, εύθραυστο τσακισμένο άτομο, που κάποτε θα πρέπει να ήταν όμορφο. Έχει μερικά μικρά παιδιά, δεν έχει καμιά επαγγελματική γνώση και εξαρτάται οικονομικά από τον άνδρα της. Υποτίθεται ότι είναι φτωχή και ότι ανήκει σε κάποια μειονοτική ομάδα. Είναι συνηθισμένη να ζει μέσα στη βία και πάνω απ’όλα τονίζεται η φοβία και η παθητικότητά της. Αν και μερικές κακοποιημένες γυναίκες ταιριάζουν σε αυτήν την περιγραφή, η έρευνα της Ουόκερ δείχνει ότι αυτό το στερεότυπο είναι λαθεμένο. Οι περισσότερες από αυτές ανήκουν στην μεσαία ή ανώτερη τάξη, πολλές είναι μεγαλόσωμες και θα μπορούσαν να αμυνθούν ακόμα και σωματικά. Δεν έχουν όλες παιδιά κι όσες έχουν δεν είναι σε κάποιες συγκεκριμένες ηλικίες. Κάποιες είναι άνεργες, πολύ περισσότερες εργάζονται και μάλιστα σε υψηλού επιπέδου εργασίες, κάνοντας επιτυχημένες καριέρες. Είναι γιατροί, δικηγόροι, υπάλληλοι, νοσοκόμες, γραμματείς, νοικοκυρές. Βρίσκονται σε όλες τις ομάδες ηλικιών, φυλών, εθνοτήτων και θρησκειών.
Ποιες είναι αυτές; Όπως λέει η Ουόκερ «αν είσαι γυναίκα, έχεις πιθανότητα 50 στα 100 να είσαι εσύ!».
Έτσι ο πρώτος μύθος αναφέρεται στο μικρό ποσοστό υποτίθεται του πληθυσμού που αφορά τις κακοποιημένες γυναίκες. Αν και η έρευνα αφορά τα αμερικάνικα δεδομένα όπως προαναφέρθηκε και μάλιστα πριν από 15 και πλέον χρόνια, ωστόσο κι εκεί κι εδώ η κακοποίηση είναι ένα έγκλημα που ελάχιστα κοινοποιείται. Στοιχεία είναι δύσκολο να συλλεχθούν καθώς αυτή γίνεται συνήθως τη νύχτα στο σπίτι και χωρίς μάρτυρες. Η Marjory Fields, εισαγγελέας στη Νέα Υόρκη, ειδική σε υποθέσεις κακοποιημένων γυναικών, αναφέρει πως ανάμεσα σε 500 γυναίκες του Brooklyn που ζήτησαν διαζύγιο παραπάνω από τις μισές, υποστήριζαν ότι κακοποιούνταν σωματικά από τους συζύγους τους. Υπέμειναν αυτήν την κακομεταχείριση για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών κατά μέσο όρο μέχρι να ζητήσουν διαζύγιο.
Ο δεύτερος μύθος είναι μάλλον γραφικός, καθώς διατείνεται ότι οι κακοποιημένες γυναίκες είναι μαζοχίστριες. Η κυρίαρχη πίστη ήταν πάντα πως μόνο οι γυναίκες που «τους άρεσε και το άξιζαν» κακοποιούνταν. Και αυτό βασίζεται σε παλιότερη μελέτη για τις κακοποιημένες με την προτροπή να εξετάσουν τη συμπεριφορά τους και να προσπαθήσουν να την αλλάξουν. Έτσι το βάρος της ενοχής για την κακοποίηση πέφτει πάνω στη γυναίκα και η βίαιη συμπεριφορά του άντρα διαιωνίζεται. Κι επειδή αυτός ο μύθος έχει γίνει ένα τόσο διαδεδομένο στερεότυπο, πολλές κακοποιημένες αρχίζουν να αναρωτιούνται αν είναι ή δεν είναι μαζοχίστριες.
Ο τρίτος μύθος είναι ανάλογος με τον μύθο του μαζοχισμού με την έννοια ότι τοποθετεί την υπαιτιότητα στα αρνητικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας της κακοποιημένης γυναίκας. Η συμπεριφορά των κακοποιημένων γυναικών, για να επιτύχουν την επιβίωσή τους, τους έχει χαρίσει συχνά τον τίτλο της τρέλας. Ασυνήθιστες πράξεις, οι οποίες μπορεί να τις βοηθούσαν να επιβιώσουν, απομονώθηκαν από ανημέρωτους εργαζόμενους σε φορείς σωματικής και ψυχικής υγείας. Η Ουόκερ με την ιδιότητά της κλινικής ψυχολόγου, αναφέρει την περίπτωση μιας γυναίκας που είχε υποστεί αρκετά θεραπευτικά ηλεκτροσόκ επειδή άκουγε φωνές να της λένε να σκοτώσει τον άντρα της. Όπως αναφέρει, αρκεί να την άκουγες να περιγράφει την κτηνώδη συμπεριφορά για να καταλάβεις τους λόγους των παραισθήσεων.
Ένας από τους κυρίαρχους μύθους είναι ότι οι γυναίκες της μεσαίας τάξης δεν κακοποιούνται τόσο συχνά όσο οι φτωχές γυναίκες. Στην πραγματικότητα οι γυναίκες των κατώτερων τάξεων έρχονται πιο συχνά σε επαφή με τις κοινωνικές υπηρεσίες κι έτσι τα προβλήματά τους γίνονται πιο φανερά, σε αντίθεση με τις γυναίκες των ανώτερων τάξεων που δεν θέλουν να κοινοποιήσουν το πρόβλημά τους.
Μια άλλη πίστη- δοξασία είναι ότι τα θρησκευτικά πιστεύω περιορίζουν την κακοποίηση. Όλα τα άτομα της έρευνας, από διαφορετικά θρησκευτικά δόγματα, είπαν ότι η πίστη σ’ένα συγκεκριμένο δόγμα δεν τις προστάτεψε, απλά τις βοήθησε να υπομείνουν τα βάσανά τους προσφέροντας ανακούφιση. Και μάλιστα όπως είπαν μερικές, κάποιοι από τους θρησκευτικούς συμβούλους τις παρότρυναν να βοηθήσουν τους συζύγους τους «να βρουν τον θεό», για όσο διάστημα συνέχιζαν να υφίστανται τέτοιου είδους συμπεριφορές. Κάποιοι άλλοι πάλι κατανόησαν τα προβλήματά τους και τις βοήθησαν να ξεφύγουν από τις καταστροφικές σχέσεις.
Η πεποίθηση ότι οι κακοποιημένες γυναίκες είναι άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, είναι ευρύτατα διαδεδομένη. Ωστόσο το εκπαιδευτικό επίπεδο των γυναικών που πήραν μέρος στην έρευνα έφτανε μέχρι και το διδακτορικό δίπλωμα. Πολλές μάλιστα με επιτυχημένες καριέρες έλεγαν πως ήταν διατεθειμένες να τις εγκαταλείψουν αν αυτό βοηθούσε να μειωθεί η κακοποίησή τους.
Σ’ ό,τι έχει σχέση με το είδος των ανδρών που κακοποιούν υπάρχει διαδεδομένη άποψη ότι πρόκειται για άτομα που φέρονται βίαια όχι μόνο στις γυναίκες τους αλλά και στον καθένα που βρίσκεται στο δρόμο τους. Ούτε αυτό ισχύει. Η συγκεκριμένη έρευνα απέδειξε ότι οι περισσότεροι άντρες που φέρονται άσχημα δεν είναι βίαιοι σε άλλους τομείς της ζωής τους. Επίσης δεν ισχύει αυτό που ίσως ανταποκρίνεται στο συγκεκριμένο στερεότυπο του άντρα που κακοποιεί, ότι είναι αποτυχημένος επαγγελματικά γι’ αυτό και καταφεύγει στη βία. Έρευνες στην Αγγλία έχουν δείξει ότι γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι και αστυνομικοί είχαν την μεγαλύτερη συχνότητα μεταξύ αυτών που κακοποιούσαν τις γυναίκες τους. Στην έρευνα της Ουόκερ οι περισσότερες επιτυχημένες επαγγελματικά γυναίκες είχαν αντίστοιχα επιτυχημένους επαγγελματικά συζύγους. Πολλοί μάλιστα από αυτούς είχαν μεγάλη συμμετοχή σε κοινωνικές δραστηριότητες! Αναφέρει την περίπτωση της γυναίκας ενός δημάρχου μιας μικρής πόλης που σκέπαζε με μέικ απ τις μελανιές, ενώ βοηθούσε τον σύζυγό της σε όλα τα επαγγελματικά του καθήκοντα! Γενικά σαν σύνολο, οι δράστες στο δείγμα της έρευνας δεν θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν από τους υπόλοιπους ως προς τις ικανότητές τους.
Ένας άλλος μύθος που έρχεται να καταρριφθεί είναι σχετικά με τις αιτίες της βίαιης συμπεριφοράς και της εξάρτησης από τις ουσίες και κυρίως το αλκοόλ. Ωστόσο κάποια σχέση ανάμεσα στην κακοποίηση και το ποτό πρέπει να υπάρχει. Δεν είναι ακόμα γνωστό ποια είναι αυτή. Το αλκοόλ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παράγοντας ενίσχυσης βίαιων σχέσεων. Αλλά είναι και ψυχολογικά ευκολότερο για τις κακοποιημένες γυναίκες να κατηγορούν το ποτό για τη βία. Είναι πιθανό ότι οι δυο κύκλοι (της βίας και του αλκοολισμού) συνδυάζονται με ανάλογες μεταβολές της χημείας του εγκεφάλου. Στην έρευνα εκφράζεται η ελπίδα ότι η εξέλιξη της επιστημονικής τεχνολογίας, θα μπορέσει να μετρήσει αυτές τις αλλαγές με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Η ψυχοπαθολογία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να διαχωρίσει τους δράστες από τη φυσιολογική συμπεριφορά. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Όλες οι περιγραφές των δραστών του δείγματος έδειξαν πως αυτές είχαν πολλά είδη προσωπικών διαταραχών ωστόσο δεν θα μπορούσαν αυτές να χαρακτηριστούν ψυχοπαθολογικές. Όλες οι γυναίκες περιέγραφαν τους άντρες τους σαν να είχαν διπλή προσωπικότητα, όπως ο δρ Τζέκυλ και ο κ. Χάιντ. Ο δράστης μπορεί να είναι είτε πολύ – πολύ καλός, είτε πολύ – πολύ κακός.
Μπορεί να περνά από την μια συμπεριφορά στην άλλη με υποκριτική ικανότητα αντάξια ενός καλού ηθοποιού. Και βέβαια σε αντίθεση με τις ψυχοπαθολογικές συμπεριφορές ο δράστης αισθάνεται ενοχή για τις ανεξέλεγκτες ενέργειές του. Αν μπορούσε να σταματήσει τη βίαιη συμπεριφορά θα το έκανε.
Ένας άλλος μύθος που η έρευνα κατέρριψε είναι ότι η αστυνομία μπορεί να προστατέψει τις κακοποιημένες γυναίκες. Και βέβαια στην συγκεκριμένη μελέτη οι γυναίκες δεν πίστευαν ότι αυτό είναι αληθινό. Μόνο ένα ποσοστό 10% είχε καλέσει κάποια φορά την αστυνομία και μόλις αυτή έφυγε η κακοποίηση συνεχιζόταν με ακόμα μεγαλύτερη βιαιότητα. Πολλοί κοινωνιολόγοι στις μελέτες τους για την βία πίστευαν ότι αν αυτή συνέβαινε οπουδήποτε αλλού έξω από το σπίτι θα επέφερε δικαστική καταδίκη. Ακόμα σε μελέτες του Ντιτρόιτ και του Κάνσας, η Αστυνομία είχε παρέμβει μία έως πέντε φορές πριν στο παρελθόν. Έτσι η ανθρωποκτονία ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα δεν είναι έγκλημα πάθους, αλλά μάλλον το τελικό αποτέλεσμα ανεξέλεγκτης μακρόχρονης βίας.
Η άποψη ότι οι δράστες δεν αγαπούν τις γυναίκες τους είναι ένας άλλος μύθος που έχει γεννήσει και άλλους, ιδιαίτερα εκείνον που παρουσιάζει τις γυναίκες να έχουν μαζοχιστικές τάσεις. Οι γυναίκες έχουν κατηγορηθεί ότι αγαπούν περισσότερο τη βιαιότητα των αντρών παρά την ευγένειά τους, γιατί είναι δύσκολο για την κοινωνία να παραδεχτεί ότι αυτοί που κακοποιούν τις γυναίκες τους τις αγαπούν. Όταν δεν είναι επιθετικοί είναι ευαίσθητοι, περιποιητικοί, στοργικοί. Η κυκλική θεωρία της κακοποίησης εξηγεί, πως ακριβώς αυτή η συμπεριφορά, είναι εκείνη που κρατάει τις γυναίκες μέσα στις σχέσεις κακοποίησης.
Ο μύθος ότι ο άνδρας δέρνει τα παιδιά του έχει κάποια πραγματική βάση. Το ένα τρίτο των ανδρών του δείγματος ήταν ύποπτοι για σεξουαλική αποπλάνηση των κοριτσιών τους. Ένα τρίτο των κακοποιημένων γυναικών χτυπούσαν επίσης τα παιδιά τους.
Ένας λόγος που πολλοί άνθρωποι δεν ενθαρρύνουν τις γυναίκες να ξεφύγουν από τις σχέσεις κακοποίησης είναι ότι θα είναι για όλη τους την ζωή κακοποιημένες. Στο δείγμα, ενώ ήθελαν να δημιουργήσουν μια νέα σχέση πρόσεχαν πολύ να μην διαλέξουν κάποιο βίαιο άτομο. Η άποψη ότι οι μακροχρόνιες σχέσεις κακοποίησης μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο δεν ευσταθεί σύμφωνα με την έρευνα. Αλλά ούτε και η άποψη ότι οι κακοποιημένες γυναίκες μπορούν να αφήσουν το σπίτι τους όποτε θέλουν μετά την κακοποίησή τους, εξαιτίας της ψυχολογικής αδυναμίας που νοιώθουν. Και εδώ μπαίνει ο ρόλος των κοινωνικών φορέων που μπορούν να δημιουργήσουν δομές προς αυτήν την κατεύθυνση, ψυχολογικής υποστήριξης, ξενώνες κ.λπ.
Και βέβαια ο μύθος ότι τα παιδιά χρειάζονται και τον πατέρα ακόμα και αν είναι βίαιος διαλύεται ταχύτερα από κάποιους άλλους, όταν συγκριθεί με τον μεγάλο αριθμό κακοποιημένων παιδιών , αλλά και όλα τα παιδιά που ρωτήθηκαν στην έρευνα είπαν, ότι θα προτιμούσαν να ζουν με τον ένα μόνο από τους γονείς.
Όλες οι γυναίκες που περιγράφονται στο βιβλίο της Ουόκερ ανήκουν σε διαφορετικές ηλικίες, φυλές θρησκείες, μορφωτικά επίπεδα, πολιτιστικές και κοινωνικοοικονομικές ομάδες. Η μικρότερη ήταν δεκαεφτά χρόνων και η μεγαλύτερη εβδομήντα έξι. Η μικρότερη περίοδος κακοποίησης ήταν δύο μήνες και η μεγαλύτερη κράτησε πενήντα χρόνια. Τα κοινά χαρακτηριστικά των κακοποιημένων γυναικών αυτού του δείγματος είναι πρώτα και κύρια η εσωτερίκευση του κοινωνικού στερεότυπου σχετικά με τον παραδοσιακό ρόλο της γυναίκας και την ενότητα της οικογένειας.
Πάρα πολλές γυναίκες του δείγματος μεγάλωσαν με παραδοσιακούς γονείς που τις μεταχειρίζονταν σαν εύθραυστες κούκλες. Αυτό το παραχάιδεμα σε συνδυασμό με τα φυλετικά στερεότυπα τις δίδαξε δυστυχώς πως είναι ανίκανες να φροντίσουν τον εαυτό τους και ότι θα πρέπει να εξαρτώνται από τους άντρες. Ακόμα είχαν εσωτερικεύσει όλους τους μύθους για τις σχέσεις κακοποίησης, και είχαν δεχθεί την ευθύνη για τις βίαιες πράξεις των αντρών τους, αισθάνονταν ενοχή, αλλά αρνούνταν τον τρόμο και τον θυμό που ένοιωθαν.
Έδειχναν παθητικότητα ως προς το κοινωνικό περιβάλλον, αλλά είχαν την δύναμη να αντιμετωπίζουν το προσωπικό τους περιβάλλον με τρόπο ώστε να αποφεύγουν την μεγαλύτερη κακοποίηση ή και δολοφονία. Είχαν έντονα ψυχοσωματικά συμπτώματα εξαιτίας του στρες και παρά τη μικρή αυτοεκτίμηση που ένοιωθαν πίστευαν ότι κανένας δεν μπορεί να τις βοηθήσει να λύσουν τα προβλήματά τους εκτός από τον εαυτό τους.
Αντίστοιχα οι άνδρες, σύμφωνα με τα λεγόμενα των γυναικών του δείγματος, πίστευαν στην παραδοσιακή υπεροχή των αντρών και τον στερεότυπο ρόλο τους μέσα στην οικογένεια. Είχαν και αυτοί μικρή αυτοεκτίμηση, πίστευαν όλους τους μύθους τους σχετικούς με τις σχέσεις κακοποίησης. Ζήλευαν παθολογικά και χρησιμοποιούσαν το σεξ για να αυξήσουν την αυτοεκτίμησή τους, χωρίς να αποκλείεται να ήταν αμφισεξουαλικοί. Κατηγορούσαν τους άλλους για τις πράξεις τους, είχαν έντονες αντιδράσεις στρες, που προσπαθούσαν να τις αντιμετωπίσουν, πίνοντας και δέρνοντας τις γυναίκες τους. Δεν πίστευαν ότι η βίαιη συμπεριφορά τους θα έχει αρνητικές επιπτώσεις.
Ό,τι επισημαίνει η έρευνα της Ουόκερ, που για την εποχή που δημοσιεύτηκε τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα για τις σχέσεις των δύο φύλων, και ανέτρεψε πολλούς μύθους που ίσχυαν μέχρι τότε, ως ένα μεγάλο βαθμό ισχύει μέχρι και σήμερα. Βέβαια την τελευταία δεκαπενταετία η μαζική είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας -παρά τη δεδομένη ανεργία και τις σύγχρονες δυσμενείς συνθήκες- και η δυναμική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, τις κάνει να μοιάζουν λίγο σαν απελευθερωμένους σκλάβους που διεκδικούν με κάθε τρόπο τα δικαιώματά τους, ανατρέποντας τα δεδομένα και διαταράσσοντας τις ισορροπίες. Από την άλλη μεριά οι άντρες ίσως και να τάχουν λιγάκι χαμένα με όλα αυτά. Απλά χρειάζεται χρόνος μέχρι να επιτευχθούν οι καινούριες ισορροπίες και να γίνουν οι αποτιμήσεις.
Για να ξαναγυρίσουμε στην έρευνα, εκείνο που βγαίνει σαν συμπέρασμα είναι, ότι οι κακοποιημένες γυναίκες και οι δράστες προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Δεν μπορούν να διαχωριστούν με βάσει δημογραφικά χαρακτηριστικά ή στερεότυπα. Έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά στην προσωπικότητά τους αλλά αυτά μπορεί να οφείλονται στον ρόλο τους ως θύματα/δράστες. Φαίνεται πως μάλλον η μελέτη της αλληλεπίδρασης των κοινωνιολογικών και ψυχολογικών παραγόντων -και όχι η μελέτη των ατομικών διαφορών- είναι ο δρόμος για την λύση του προβλήματος.