Την πεποίθηση ότι η κυβερνητική πλειοψηφία δεν θα δοκιμαστεί στην κρίσιμη ψηφοφορία του δύσκολου πολυνομοσχεδίου που απόψε τίθεται προς ψήφιση ενώπιον της εθνικής αντιπροσωπείας εκφράζει ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Ο πρόεδρος της Βουλής συνδέει τη στάση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ με το επικείμενο Eurogroup, με το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει εργαστεί ώστε να υπάρξουν οι αποφάσεις εκείνες που θα ανοίγουν το δρόμο της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της ανάπτυξης, και με τις εξελίξεις για το χρέος. Μολονότι αναγνωρίζει ότι τα μέτρα είναι δύσκολα, σημειώνει ότι πλέον υπάρχουν θετικές δικλείδες που επιτρέπουν αισιοδοξία καθώς βρισκόμαστε ενώπιον της απαρχής μια σοβαρής συζήτησης για το χρέος.
Ερωτηθείς για τη φορολογία, ο κ. Βούτσης δέχεται ότι η αύξηση των έμμεσων φόρων είναι απόφαση της κυβέρνησης, υπογραμμίζει όμως πως έχουν καταβληθεί προσπάθειες για δικαιότερη κατανομή των βαρών και για την αποτροπή οριζόντιων μειώσεων στα εισοδήματα και υπενθυμίζει ότι το στρατηγικό σχέδιο της κυβερνώσας Αριστεράς είναι να δώσει το δικό της αποτύπωμα ενός εναλλακτικού δρόμου εξόδου από την κρίση υπέρ των εργαζομένων και με τρόπο που δεν θα διαλύεται ο κοινωνικός ιστός.
«Δεν διαπραγματευόμαστε με τον κ. Σόιμπλε. Διαπραγματευόμαστε με τους θεσμούς, και μάλιστα έχει προστεθεί και η επικουρία του ψηφισμένου και δημοκρατικά νομιμοποιημένου Ευρωκοινοβουλίου», απαντά ο πρόεδρος της Βουλής όταν ερωτάται για το γεγονός ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών από τη μια επιθυμεί την παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα αλλά από την άλλη απορρίπτει τις προτάσεις του Ταμείου για την ελάφρυνση του χρέους.
Ερωτηθείς για τη δήλωση του διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα ότι η διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ έφερε στη χώρα το τρίτο μνημόνιο, ο κ. Βούτσης σημειώνει ότι ο κ. Στουρνάρας γνωρίζει όλα τα δεδομένα που οδήγησαν στη συμφωνία του καλοκαιριού και στην αποφυγή της παγίδας που είχε στηθεί για τη χώρα και εκφράζει τη λύπη του γιατί ο επικεφαλής της ΤτΕ προχώρησε σε μια τέτοια δήλωση αντί να στρέφει τα πυρά του σε εκείνους που μηχανεύτηκαν, εκπόνησαν και εφάρμοσαν ένα σχέδιο ασφυξίας για την Ελλάδα και δεν παίρνει την ευθύνη να τοποθετηθεί δημόσια για το υπαρκτό αυτό σχέδιο κατά της χώρας.
Ο κ. Βούτσης ερωτάται για το εκλογικό σύστημα και απαντά πως η αφετηρία που θα προσεγγίσει η αριστερά αυτό το θέμα, όταν ξεκινήσει η συζήτηση επί της ουσίας, δεν μπορεί παρά να είναι η απλή αναλογική. Διατυπώνει ωστόσο την άποψη -και διευκρινίζει ότι είναι η προσωπική του άποψη- ότι η παρούσα φάση έχει άλλες προτεραιότητες.
Στην ερώτηση με ποια τομή ή μεταρρύθμιση θα ήθελε να συνδεθεί η θητεία του ως προέδρου της Βουλής, ο Νίκος Βούτσης περιγράφει μια Βουλή που θα είναι ανοιχτή στην κοινωνία, ανοιχτή στους προβληματισμούς για τα μεγάλα σύγχρονα διακυβεύματα.
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:
– Διάχυτες είναι οι επικρίσεις, ένθεν κακείθεν της αντιπολίτευσης, ότι τελικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήρθε να εφαρμόσει εκείνα τα σκληρά μέτρα του μνημονίου που δεν μπόρεσαν λόγω έλλειψης λαϊκού ερείσματος, να εφαρμόσουν οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις. Τι τους απαντάτε;
Οι δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει οι προηγούμενες κυβερνήσεις μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος, υπερβαίνουν σε οικονομικό κόστος, για τη χώρα, κατά πολύ τις δεσμεύσεις τις οποίες ανέλαβε η ελληνική κυβέρνηση με τη συμφωνία του καλοκαιριού. Επίσης, αυτή η συμφωνία -η οποία βεβαίως και εμπεριέχει αρνητικά μέτρα, σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη και πολιτική, με συνέπειες κοινωνικές που επισωρεύονται στις προηγούμενες κοινωνικές συνέπειες- έχει όμως παρόλα αυτά κάποιες σοβαρές θετικές δικλείδες οι οποίες επιτρέπουν μια πολύ μεγαλύτερη αισιοδοξία.
Αναφέρομαι συγκεκριμένα τόσο στο θέμα του χρέους, καθώς είναι πάρα πολύ σημαντική η εξέλιξη της απαρχής μιας πολύ σοβαρής συζήτησης, αλλά και της απαρχής μιας μερικής, έστω, διευθέτησής του, όπως επίσης και στο ό,τι δίνεται η ευχέρεια, παραδείγματος χάριν, για τη μερική έστω αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας υπέρ της ανάπτυξης, και όχι κατά 100% για εξυπηρέτηση του χρέους. Όπως βεβαίως, και το βασικότερο, ότι προβλέπονται πλεονάσματα πολύ μικρότερα για το παρόν έτος και για το προσεχές, έτσι ώστε να μπορεί πραγματικά να υποθέσει κανείς, και να εργάζεται γι΄αυτό, ότι είναι μια βιώσιμη συμφωνία που στην ορατή πλέον λήξη του προγράμματος, το 2018, να υπάρξει και ουσιαστική αναθεώρηση των μεγαλύτερων πλεονασμάτων που έχουν προβλεφθεί για το 2018 και ύστερα, τα οποία από πρώτη ματιά -και είναι πράγματι έτσι- σήμερα δεν φαίνεται ότι μπορεί να είναι διαχειρίσιμα και βιώσιμα για τις δεκαετίες που αναφέρονται.
Αυτά είναι μερικά από τα σημεία στα οποία στηρίζεται η ελληνική κυβέρνηση, έτσι ώστε και με το παράλληλο πρόγραμμα -το οποίο έτσι κι αλλιώς αναπτύσσεται εκ παραλλήλου, έστω και με μικρούς ρυθμούς- να μπορεί να υπάρξει ένα πολύ καλύτερο μείγμα πολιτικής αυτή τη φορά υπέρ των αδυνάτων και με θετικό πρόσημο για όσους υπέστησαν ό,τι υπέστησαν τα προηγούμενα χρόνια. Δεν είναι το δικό μας πρόγραμμα, δεν διεκδικούμε την ιδιοκτησία του και δεν θριαμβολογούμε. Αυτό είναι σαφές.
Πολλοί λένε ότι αυτό το πολυνομοσχέδιο είναι η πλέον σκληρή δοκιμασία για τη συνοχή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς ακουμπάει τον πυρήνα των ιδεολογικών κόκκινων γραμμών του κόμματος. Πιστεύετε ότι η κυβέρνηση θα περάσει αλώβητη τον κάβο την Κυριακή;
Ναι, πιστεύω και εκτιμώ ότι η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία δεν θα δοκιμαστεί για την υπερψήφιση αυτού του δύσκολου νομοσχεδίου ενόψει του μεθαυριανού Εurogroup, όπου ελπίζουμε, και έχουμε εργαστεί ώστε να υπάρχουν αποφάσεις που θα ανοίγουν τον δρόμο για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και για τη συμμετοχή της χώρας σε μεγάλα επενδυτικά προγράμματα, είτε του πακέτου Γιούνκερ, είτε μέσω της συμμετοχής στην επέκταση της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ή και μέσα από την άρση του λεγόμενου waiver για τα ελληνικά ομόλογα.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα οικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας βγήκαν πολύ καλύτερα για το 2015 από αυτά που υπέθεταν οι οργανισμοί, όπως και η εσωτερική αντιπολίτευση. Ούτε είναι τυχαίο ότι υπάρχει μια ρεαλιστική πρόβλεψη σύντομα να είναι στο 5,5% τα δεκαετή ελληνικά ομόλογα, δηλαδή, πολύ κοντά στο 4% με 4,5% που προοιωνίζονται έξοδο στις αγορές.
– Τελικά οι δανειστές ή εμείς επιλέξαμε την αύξηση των έμμεσων φόρων αντί για την περικοπή των δημοσίων δαπανών; Υπάρχει κάποια προοπτική επαναδιαπραγμάτευσης φόρων;
Είναι προφανές πως είναι απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης. Και επίσης είναι προφανές πως έχει γίνει προσπάθεια, τουλάχιστον στο φορολογικό νομοσχέδιο που αφορά στους άμεσους φόρους, να υπάρχει μια δικαιότερη κατανομή. Είναι σαφές λοιπόν ότι αποφεύγοντας τις οριζόντιες μειώσεις εισοδημάτων και εφόσον υπάρξουν οι προβλεπόμενες αναπτυξιακές τάσεις, θα γίνει δυνατόν να υπάρξουν και μειώσεις στη φορολογία τα προσεχή χρόνια.
– Ο μηχανισμός δημοσιονομικής διόρθωσης τι είναι; Ένας έντιμος συμβιβασμός με βαρύ τίμημα για να κλείσει η αξιολόγηση ή κάτι που έπρεπε να έχει προβλεφθεί προκειμένου να είχαμε αποφύγει, από παλιά, τα χειρότερα;
Ήδη ο πυρήνας αυτού του μέτρου είναι νομοθετημένος σε δύο διαφορετικές δόσεις και άρα υπολειπόταν η εφαρμογή του. Δεν πιστεύουμε ότι θα χρειαστεί η εφαρμογή του- και σε κάθε περίπτωση μπορεί η κυρίαρχη κυβέρνηση κάθε κράτους, εν προκειμένω η ελληνική κυβέρνηση, αυτή και οποιαδήποτε άλλη, προβλεπτικά και προληπτικά να λαμβάνει αυτά τα μέτρα που θα καθιστά «άσφαιρη» την κινδυνολογία για οριζόντιες και εφόλης της ύλης περικοπές μέσω του διορθωτή-κόφτη.
– Ο κ. Σόιμπλε από τη μια επιθυμεί την παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, αλλά από την άλλη απορρίπτει τις προτάσεις του Ταμείου για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Ποια είναι η εκτίμησή σας για την προοπτική επίτευξης μιας καλής συμφωνίας για το χρέος, στην παρούσα φάση και με αυτά τα δεδομένα;
Δεν διαπραγματευόμαστε με τον κ. Σόιμπλε. Διαπραγματευόμαστε με τους θεσμούς και μάλιστα πλέον έχει προστεθεί και η επικουρία του ψηφισμένου και δημοκρατικά νομιμοποιημένου ευρωκοινοβουλίου. Οι «εσωτερικές» διενέξεις και αντιθέσεις, υπαρκτές ανάμεσα στους θεσμούς, και ιδιαίτερα ανάμεσα στο ΔΝΤ και ευρωπαϊκές απόψεις, ισχυρές βεβαίως, στο βαθμό που αφορούν και στον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, είναι στοιχείο προς αξιοποίηση. Και δηλώνει τις υπαρκτές αντιφάσεις και αντιθέσεις που αυτή η ελληνική κυβέρνηση εξ υπαρχής κιόλας προσπάθησε να αξιοποιήσει υπέρ της ταχύτερης δυνατής εξόδου από την κρίση και υπέρ της εξόδου από την επιτήρηση. Είναι κάτι το οποίο το παρακολουθούμε, το ενισχύουμε, ενθαρρύνουμε τις τάσεις για μια ουσιαστική απομείωση του ελληνικού χρέους, και ταυτόχρονα τις τάσεις που λένε «στοπ στη λιτότητα μέσα σε περιβάλλον ύφεσης». Είναι ένα δύσκολο έργο, από την πλευρά μας, αλλά δείχνει και τα όρια της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να μπορεί να αντιμετωπίζει επιτυχώς κρίσεις, διότι η κρίση είναι διεθνής και είναι ευρωπαϊκή. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
– Βλέποντας λίγο από απόσταση τα πράγματα, από τον Γενάρη του 2015 μέχρι σήμερα -τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, το δημοψήφισμα, τις εκλογές, την εν εξελίξει αξιολόγηση και τις διαπραγματεύσεις για το χρέος- θα έπρεπε να γίνει κάτι διαφορετικό;
Σήμερα υπάρχει ένας διαφορετικός και καλύτερος συσχετισμός απόψεων και δυνάμεων, από αυτόν που υπήρχε πριν από ενάμιση χρόνο και μια διαφορετική κατάσταση, από την παγίδευση η οποία είχε επιχειρηθεί τότε σε βάρος της χώρας μας -και με πλήρη συνέργεια πολιτικών απόψεων περί αριστερής παρένθεσης κ.λπ., τις οποίες είχαν τότε δρομολογήσει οι κυβερνώντες. Αυτός ο διαφορετικός συσχετισμός, ιδιαίτερα στο νότο ή και σε πολιτικές ομάδες που αισθάνονται την ανάγκη να διαφοροποιηθούν από τις ακραίες νεοφιλελεύθερες απόψεις, δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία, ούτε χωρίς ουσιαστική παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης και της ελληνικής πλευράς επί ενάμιση χρόνο. Μπορεί λοιπόν να καθυστερήσαμε, μπορεί να υπήρξαν και λάθος εκτιμήσεις, με την έννοια του μετρήματος του συσχετισμού δυνάμεων και της δυνατότητας που υπήρχε να αποδεχθούν μια εντελώς διαφορετική βάση για την περαιτέρω διαπραγμάτευση, εκτός δηλαδή μνημονίων, πλην όμως όλη η προσπάθεια που έγινε, με ειλικρίνεια και κυρίως με τη συνεπικουρία του ελληνικού λαού -έστω και στο επίπεδο της ανοχής, όταν δεν ήταν και συναίνεση έτσι όπως αυτή εκφράστηκε με το δημοψήφισμα παραδείγματος χάρη-, έδωσε δυνάμεις, έδωσε δυνατότητα και έχει ανοίξει κάποιους δρόμους που είναι υποχρέωσή μας να τους αξιοποιήσουμε από εδώ και πέρα.
– Θέλω ένα σχόλιο σας για τη δήλωση του κ. Στουρνάρα ότι η περήφανη διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ έφερε στη χώρα το τρίτο μνημόνιο, δηλαδή 86 δισ. ευρώ.
Είναι απολύτως λάθος αυτή η δήλωση και η εκτίμηση. Ο κύριος διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος γνωρίζει όλα τα δεδομένα τα οποία οδήγησαν στη συμφωνία του καλοκαιριού και στην αποφυγή της στημένης παγίδας για τη χώρα πλέον -όχι μόνο, ούτε κυρίως για την κυβέρνηση, αλλά για τη χώρα-, με σκοπό να βρεθούμε εκτός της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης. Γνωρίζει τα πάντα και ξέρει πολύ καλά ότι υπήρξε η πιο σθεναρή διαπραγμάτευση, που ήταν ειλικρινής και ταυτόχρονα αφορούσε σε πραγματικά οικονομικά μεγέθη. Και θα έπρεπε να στρέφει τα πυρά του και τα βέλη του προς αυτούς τους διεθνείς οργανισμούς ή τους παράγοντες της ΕΕ που τόσους μήνες μηχανεύθηκαν, εκπόνησαν και εφάρμοσαν ένα σχέδιο ασφυξίας για τη χώρα μας. Λυπάμαι που στο όνομα μιας επιστημονικής ή πολιτικής αντιδικίας, δεν βλέπει και δεν παίρνει την ευθύνη για να τοποθετηθεί δημόσια γι΄ αυτό το υπαρκτό, υπαρκτότατο σχέδιο, που υπερβαίνει κατά πολύ τις όποιες ευθύνες πράγματι υπήρξαν στο πεδίο της διαπραγματευτικής τακτικής της ελληνικής κυβέρνησης.
– Είστε το πρώτο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που μίλησε για τις αυταπάτες τις Αριστεράς πριν αναλάβει την εξουσία. Ποιο κατά τη γνώμη σας πρέπει να είναι πλέον το στρατηγικό σχέδιο της κυβερνώσας Αριστεράς;
Οι πολιτικές αυταπάτες -διότι περί αυτών είναι η σχετική συζήτηση και όχι περί μιας γενικόλογης θεωρητικής αυτοκριτικής της Αριστεράς- συνήθως διαμορφώνονται ιστορικά από την υποεκτίμηση του πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων ή από την υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων και των στόχων που έρχονται ως ανάγκη μέσα από την κρίση λόγω των κοινωνικών αναγκών και λόγω των λαϊκών απαιτήσεων. Αυτό είναι ένα υπαρκτό πεδίο που βεβαίως δεν έχει να κάνει με ιδεοληψίες, για τις οποίες αρέσκεται η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση να καταγγέλλει την Αριστερά. Έχει να κάνει με μια συνεχή αγωνία μέσα σε ένα νεοφιλελεύθερο διεθνές περιβάλλον, η Αριστερά να δώσει το δικό της αποτύπωμα ενός εναλλακτικού δρόμου υπέρβασης της κρίσης, υπέρ των εργαζομένων, και βεβαίως να μη συνομολογήσει μια νεοφιλελεύθερη στρατηγική που διαλύει τον κοινωνικό ιστό και υπαγορεύεται ως μια κατάσταση εθελοδουλίας και ομηρίας από τις αγορές.
Η παρούσα στρατηγική της κυβέρνησης, έτσι όπως μορφοποιείται από τον οδικό χάρτη που όλοι γνωρίζουμε πλέον -συμφωνία καλοκαιριού, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, ασφαλιστική και φορολογική μεταρρύθμιση, επιπλέον μέτρα, επαναλαμβάνω και με επώδυνο χαρακτήρα για την ολοκλήρωση του προγράμματος και για την στροφή στην ανάπτυξη το δεύτερο εξάμηνο κιόλας του 2016- είναι μια ρεαλιστική στρατηγική που πιστεύω ότι δεν θα αφήσει περιθώρια για καινούργιες αιτιάσεις ή και αυτοκριτικές για νέες αυταπάτες.
– Και πόσος χρόνος κυβερνητικής θητείας θα απαιτηθεί για την πραγμάτωση του σχεδίου της κυβέρνησης;
Ο προβλεπόμενος από το Σύνταγμα.
– Η συμπεριφορά της Χρυσής Αυγής σε κάποιες συνεδριάσεις έδειξε ότι ο Κανονισμός της Βουλής λειτουργεί; Είδαμε το προεδρείο να αποφασίζει την απομάκρυνση βουλευτή από την αίθουσα της Ολομέλειας και η εντολή αυτή να μην τηρείται.
Ο Κανονισμός είναι επαρκής, το πώς κάθε φορά εφαρμόζεται έχει να κάνει όχι με μια τυπολατρία και με μια άτεγκτη αντίληψη, αλλά με μια οικονομία δημοκρατικής συμπεριφοράς, αλλά και διαδικασίες έτσι ώστε να λειτουργεί και «διαπαιδαγωγητικά» προς όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία, να φέρνει κάθε φορά και το πραγματικό όριο της ευθύνης ως κόκκινη γραμμή σε αντιδημοκρατικές συμπεριφορές. Δεν είναι κάτι το εύκολο, και λυπάμαι να πω ότι δεν αφορά μόνο και πάντοτε βουλευτές της Χρυσής Αυγής, αλλά -σε ένα μικρότερο βέβαια επίπεδο- αφορά και στη συμπεριφορά και άλλων βουλευτών από άλλες παρατάξεις, που στο όνομα της ατάκας δεν συμπεριφέρονται σωστά στις αγορεύσεις, ή στο όνομα της δικτυωμένης κυριολεκτικά επαφής με μέσα ενημέρωσης καταστρατηγούν κάθε έννοια σωστής συμπεριφοράς και αντιπαράθεσης επιχειρημάτων.
– Η ΝΔ δεν συμφώνησε στην επέκταση του ελέγχου στην τραπεζική διαφήμιση που αποφάσισε η εξεταστική επιτροπή της Βουλής. Το βασικό επιχείρημά της είναι πως η εξεταστική επιτροπή δεν έχει αυτή την εντολή αλλά έχει εντολή να διερευνήσει τη δανειοδότηση των πολιτικών κομμάτων και των εταιρειών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Πώς το σχολιάζετε;
Δεν είναι εύκολη η λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών, όταν μάλιστα -παρότι ομοφώνως αποφασίστηκε η συγκεκριμένη- εγκυμονούν ισχυρές πολιτικές αντιπαραθέσεις για τα ίδια τα κόμματα ή και για τα media που αποτελούν κατά κοινή ομολογία μέρος μιας διαπλεκόμενης σύνθεσης, ορισμένα τουλάχιστον εξ αυτών, τις προηγούμενες δύο δεκαετίες. Δεν είναι κάτι το εύκολο. Είναι στοιχείο πολιτικής αντιπαράθεσης η συγκεκριμένη άποψη για την οποία με ρωτάτε, που νομίζω η ίδια η σωστή λειτουργία της εξεταστικής επιτροπής θα δώσει το έδαφος για να συντεθεί ή για να απαντηθεί χωρίς να δημιουργηθούν διαδικαστικές ενστάσεις που θα οδηγήσουν σε αδιέξοδο -διότι αυτό είναι το πρόβλημα- την ίδια τη λειτουργία της επιτροπής.
– Πρόσφατα διαφωνήσατε με τον υπουργό Εσωτερικών για τη μορφή του εκλογικού συστήματος. Θεωρείτε ότι είναι ώριμες οι συνθήκες στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και την ελληνική κοινωνία για την υιοθέτηση του πάγιου αιτήματος της Αριστεράς, την καθιέρωση δηλαδή της απλής αναλογικής, ως πάγιου εκλογικού συστήματος;
Όταν ξεκινήσει αυτή η συζήτηση επί της ουσίας -στο κόμμα, στην κυβέρνηση, στη Βουλή, στη δημόσια σφαίρα- θα εκτεθούν όλες οι απόψεις. Είναι σαφές ότι η αφετηρία που θα προσεγγίσει η Αριστερά αυτό το θέμα δεν μπορεί παρά να είναι πράγματι η απλή αναλογική. Αλλά η συζήτηση που θα εξελιχθεί τότε θα έχει οπωσδήποτε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενδεχομένως και κάποιους αναγκαίους συμβιβασμούς. Πλην όμως θεωρώ, και αυτή είναι προσωπική άποψη, ότι η παρούσα φάση έχει άλλες προτεραιότητες κοινωνικοπολιτικές και νομοθετικές, και με αυτή την έννοια υπήρξε μια διαφωνία, ως προς το ζήτημα της επιλογής των προτεραιοτήτων αυτής της φάσης. Όλα τα άλλα θα τα βρούμε, θα τα δούμε, θα τα συζητήσουμε όταν πράγματι τα θέματα τεθούν επί τάπητος.
– Με ποια τομή ή μεταρρύθμιση θα θέλατε να συνδέσετε το όνομά σας ως προέδρου της Βουλής;
Με μια θεσμική και διαχρονική αν είναι δυνατόν, δυνατότητα της Βουλής να είναι ανοιχτή στην κοινωνία, στις εντάσεις τις κοινωνικές, πέραν των πολιτικών εντάσεων που πάντοτε ενυπάρχουν στον πυρήνα της λειτουργίας της, και στις σύγχρονες αντιλήψεις, στους προβληματισμούς και τα μεγάλα σύγχρονα διακυβεύματα. Για παράδειγμα, η Βουλή θα πρέπει και έχει πάρα πολλούς τρόπους να είναι ανοιχτή στους προβληματισμούς ή και στο καθημερινό γίγνεσθαι του τεράστιου ζητήματος των προσφυγικών ροών σήμερα ή να μπορεί να κάνει κάποια βήματα πιο μπροστά στα ανοιχτά προβλήματα όπως η ΤΤΙΡ, η Διατλαντική Συμφωνία, που εν κρυπτώ και παραβύστω γίνεται προσπάθεια να περάσει στην ΕΕ και που θα έχει πάρα πολύ οδυνηρές συνέπειες σε όλα τα επίπεδα. Αλλά ακόμα και να είναι ανοιχτή στα πολιτιστικά δρώμενα και σε όλες τις δημιουργικές εστίες της ζωής μας που αφορούν σε μονάδες ή σε συλλογικότητες που ανεξάρτητα της κρίσης κάνουν πολύ σοβαρές προσπάθειες.
Αυτό εννοώ άνοιγμα στην κοινωνία. Αν αυτό πλέον περιβληθεί σιγά σιγά μια μόνιμη έκφανση της υπόστασης της Βουλής – πέραν του κύριου έργου διότι δεν είναι ΜΚΟ η Βουλή, που είναι μια σωστή νομοθέτηση και μια επαρκής κοινοβουλευτική λειτουργία- θα είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Σε αυτό με ενδιαφέρει πραγματικά να έχω μια συμβολή.