Εσύ που φοβάσαι δεν είσαι φοβητσιάρης. Δεν είσαι εσύ που φοβάσαι το σκοτάδι, τις αράχνες, τα ποντίκια τις αρρώστιες. Είσαι εσύ που φοβάται τις συνέπειες της απειθαρχίας σου της ασυνέπειας και της όποιας ανεύθυνης συμπεριφοράς σου.
Αυτός που δεν φοβάται, δεν είναι ο ατρόμητος, ο άτρωτος, ο αλώβητος. Είναι αυτός που δεν φοβάται τις τύψεις του, τις ενοχές και τη συνείδησή του, γιατί δεν έχει. Είναι ο ανεύθυνος, ο απείθαρχος, ο υπερόπτης.
Είναι ο οδηγός που πιάνει το τιμόνι και θεωρεί πως είναι ο άρχοντας της ασφάλτου, γιατί πιστεύει ότι είναι οδηγάρα. Γκαζώνει και δεν έχει καθόλου αίσθηση του κινδύνου με αποτέλεσμα να τραυματίζει, ενίοτε θανάσιμα και να εγκαταλείπει το θύμα του τον ανυποψίαστο πεζό.
Αυτός που δε φοβάται να κακοποιήσει ένα παιδί εγκληματεί ασύστολα. Κι όταν τον συλλάβει η τσιμπίδα του νόμου, προβάλλει ένα σωρό γελοίες δικαιολογίες.
Είναι αυτός που ενώ βοά το σύμπαν για έναν φονικό ιό που κυκλοφορεί και διαδίδεται, αυτός δε φοβάται λέει.
Εν προκειμένω και εν όψει κορωνοϊού είναι αρκετοί αυτοί που λένε: Σιγά μωρέ, σιγά μη με πιάσει εμένα ο ιός, εγώ ούτε ταξίδεψα στο εξωτερικό, ούτε στο εσωτερικό.
Κι αν ρε φίλε ανεύθυνε, βρέθηκες σ’ ένα χώρο που υπήρχε ένας, έστω ένας που ταξίδεψε ο ίδιος ή ήρθε σε επαφή με κάποιον που ταξίδεψε, τι δεν καταλαβαίνεις;
Δεν ακούς; Αλυσίδα είναι. Ο ιός μεταδίδεται ταχύτατα και διαδίδεται ανελέητα.
Εσύ λες, όλα αυτά που συμβαίνουν, συμβαίνουν στους άλλους, ποτέ σε σένα. Το χαβά σου εσύ. Συμμορφώσου και μεταμορφώσου, προτού να είναι αργά, πριν πάρεις στο λαιμό σου αγαπημένους και πριν πάρεις το σκληρό μάθημά σου. Αν το πάρεις.
Ίσως είσαι απ’ αυτούς που παθαίνουν και δε μαθαίνουν.
Ο φόβος φιλάει τα έρημα, φίλε!