Πολύχρωμος, ήρεμος ο κυματισμός, αργόσυρτος μα δυναμικός, με πάθος, αισθήματα έντονα κι αγωνία ποτισμένος, αρχίνησε πολύ νωρίς απόψε.
Iσα που ξεπρόβερνε παρθενικός απ’ τα βουνά της Αττικής ο ήλιος κι οι σπαθιές του σκίζανε αμπέλια, βουνοκορφές, καμινάδες και χρυσοστεφανώνανε εκατοντάδες κεφάλια μαύρα, γκρίζα ή ασπρισμένα που, όλα, τραβηγμένα προς τα πάνω με ένταση και λαχτάρα, πασκίζανε θαρρείς να ξεκολλήσουν απ’ το κορμί τους, να δούνε καλά και να προκάνουν ν’ αγκαλιάσουν αυτοστιγμεί μόλις θα φαινότανε στη σκάλα, εκεί στο υπερωκεάνιο, το αγαπημένο τους πρόσωπο.
Κάθε τόσο κάποιος ξεπετιόταν από την παλλόμενη ετούτη ανθρωποθάλασσα, τίναζε απλωτά τα χέρια στον αγέρα λες κι ήθελε πολύτιμο αγαθό ν’ αρπάξει, και χοροπηδούσε. Να δώσει στόχο ήθελε.
Έκαμε χωνί τις φούχτες του και φώναζε.
-Κώστα,
-Μαρία,
-Παύλο….
Ανυπομονούσε τον άνθρωπό του να ανταμώσει. Είχε χρόνια να τον δει, μήνες να πάρει γράμμα του. Κι ακόμα πιο σπάνιο, να ακούσει τη φωνή του. Πού τηλέφωνο την εποχή εκείνη!
Άξαφνα, μικρόσωμη φιγούρα χωμένη στα μαύρα, τινάχτηκε η Ευρυδίκη, έκαμε να προσπεράσει το πλήθος, δυσκολευότανε, μα δε λογάριασε αν θηλυκοί για αρσενικοί την περιστοιχίζανε, έσυρε από τον κόρφο της άσπρο μεταξωτό μαντήλι, το τύλιξε στο λαιμό να σπάσει τη μαυρίλα, να φανούν ανήλιοι, στρογγυλεμένοι και σφιχτοί σαν πέτρα παραστάτες στο στέρνο το βαθουλωμένο μυρωδάτοι οι χυμοί της μεστής σάρκας, έσυρε και το μαυρομάντιλο από το κεφάλι, πλημμύρισαν ώμοι και πλάτη μαύρα, σγουρωμένα μαλλιά, κι έμπηξε φωνή τραγωδή να ακουστεί ως το υπερπέραν.
—Άνναα… Κόρη μου…
Τρομάξανε οι παραστεκούμενοι, αφήκανε δρόμο να περάσει τούτη η λέαινα, κι ανήμποροι να αντιδράσουν ή και να την αγγίξουνε ακόμα, την είδανε να χύνεται στον πεζόδρομο να παραμερίζει αστυφυλάκους και τελωνιακούς και να τρέχει προς το μικρό κοριτσάκι που βάσταγε από το χέρι η νιόφερτη κόρη της. Δεκαπέντε μέρες ήτανε στο υπερωκεάνιο, κανένας δεν ήξερε αν ήτανε ζωντανή ή όχι, και μοναχά πως δεν είχε βουλιάξει το καράβι μαθαίνανε από τον πράκτορα.
Κι όλοι είδανε την Ευρυδίκη να τεντώνει τα χέρια μπροστά, ν’ αρπάξει ήθελε κόρη κι εγγονή να γενούνε ένα πράμα. Μαθεύτηκε, πως πέντε χρόνια ήτανε που είχε φύγει πάλι με το πλοίο η κόρη της η Άννα, πως πήγε στη ξενιτιά, εκεί που την περίμενε ένας άγνωστος άντρας να την παντρευτεί, ο Θωμάς, πως έκανε τούτο το παιδί κι αξιώθηκε να γυρίσει μετά τόσα χρόνια να ξαναδεί τη μάνα της να της δώσει και δώρα από τη άλλη Ήπειρο κουβαλημένα.
Μα δεν στάθηκε τυχερό να γίνει πράξη τούτη η πεθυμιά τους, γιατί κουρασμένη ξενυχτισμένη και συγκινημένη η νέα ακόμα μάνα και γιαγιά, που είχε χάσει πριν δυο χρόνια το μοναδικό στήριγμά της επί γης τον άντρα της, βρέθηκε λιπόθυμη στις πλάκες, δίπλα στους τελωνοφυλάκους.
Άμα τη συνεφέρανε σφούγγιξε μάτια και καημούς, άδειασε τις φρέσκιες και κακές μνήμες στο γιαλό και γίνηκε ένα κουβάρι με κόρη κι εγγονή της.
Δε ξεχωρίσανε πια, μέχρι που ήρθε η ώρα να ξαναβρεθούνε εδώ, στον ίδιο τόπο, και να σφίξουν καρδιές κι αισθήματα, να αγκαλιαστούνε πάλι, να φιληθούνε παθιασμένα, να ξαναμπεί η μια στο υπερωκεάνιο για τη δεύτερη πατρίδα της, κι η άλλη, η γεροντότερη, να εύρει στων γονιών της το σπιτικό δύναμη κι υπομονή ν’ απαντέχει, πότε πάλι θα αξιωθεί να υποδεχτεί παιδί κι εγγόνια.
Ως έφτασε η ώρα τ’ αποχωρισμού, δάκρυα γιομίσανε τα μάτια της κόρης, πήγε να τα σφουγγίξει, την έκοψε η μάνα.
—Άστα ν’ αυλακώσουνε τα μάγουλά σου, να στερέψουν οι πηγές, μικρή ακόμα είσαι, μα έχε στο νου σου πάντα πως τα παλικάρια δεν κλαίνε. Κι εσύ να θυμάσαι πως είσαι κόρη μου. Δε μπορεί, παρά θα είσαι και παλικάρι. Μη ξεχνάς πως στα ταξίδια δεν κλαίνε. Μοναχά λένε, Θεέ μου δίνε μας υγειά να ανταμώνουμε και να χωρίζουμε.
Και τούτη η σκηνή επαναλήφτηκε φορές πολλές, μέχρι τα εκατόν εφτά της χρόνια. Γιατί ένιωθε, μα ήταν και παλικάρι η Ευρυδίκη.
Σαν άκουσε αυτά η Ελευθερία που κλαίει γιατί ο γιος της από την Κρήτη πήγε φαντάρος στη Σάμο, τόσο μακριά, μαρμάρωσε, ανήμπορη να τα πιστέψει.