Το θερμότερο καλοκαίρι πνίγηκε στο νερό και στη λάσπη.
«Τα μάθατε μανάδες, πνίξανε τον 36χρονο Αντώνη στο λιμάνι του Πειραιά».
Και ξεκίνησαν οι μανάδες απ’ την Κρήτη με τα μαύρα μαντήλια και το βουβό δάκρυ του Ψηλορείτη και ψάχνανε τον Αντώνη στον Πειραιά.
Λιμάνι ο Πειραιάς, λιμάνια έχει και η Κρήτη, δεν μπορεί να το πνίξανε το παιδί.
«Αντώνη, Αντώνη, Αντώνη» φώναζαν νύχτα και μέρα και σείστηκε ο Πειραιάς, σείστηκαν όλα τα καντούνια στην Αθήνα που είχε πνιγεί κι αυτή απ’ τη βροχή.
Μια μάνα λέει: «Βρήκα το κορμάκι του Αντώνη».
Έβγαλε τότες το μαντήλι και άρχισε να σιάχνει τα μαλλιά της και μοιρολόγησε το παλληκάρι της Κρήτης.
«Αντώνη απ’ την Κρήτη…».
Κι ύστερα οι άλλες οι μανάδες (άλλες ψηλές και άλλες πιο μελαχρινές) πήραν γύρα τα στενά του Πειραιά και άρχισαν να ψάχνουν τα γραφεία της ναυτιλιακής εταιρείας.
Ρώταγαν πού είναι τα γραφεία της εταιρείας και οι Πειραιώτες από ντροπή τους το έκρυβαν. Είχαν αποκάμει και οι Πειραιώτες με τις μανάδες απ’ την Κρήτη.
Στο έμπα της νύχτας στο στενό απάνω φωνάζει μια μάνα «Να κόψουμε μωρέ τα εισιτήρια για όλα τα παλληκάρια της Κρήτης, να μη μας πνίγετε τα παιδιά μας».