Απόβραδο 7 Μαΐου 1944, στους Κάμπους στο χωριό μας, στην εκκλησιά του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου, χτισμένη από τάσιμο της Άννας Κομνηνής «Να κτίσει εκκλησιές στη χάρη του Αγίου, από τα γυρίσματα της Σούδας μέχρι το χωριό Μαδαρό», ο εσπερινός είχε αρχίσει. Τα καντήλια ήταν αναμμένα και γυαλισμένα και ξεχωριστά ανθοστολισμένη η εικόνα του Αγίου.
Ψέλνουν οι ιερείς, ψέλνουν και οι ψαλτάδες. Το λιβάνι και τα κεριά μυρίζουν και φωτίζουν.
Ο κόσμος όλος ανασαίνει. Η λευτεριά έρχεται. Φτάνει. Η μαύρη πολυθανατηφορα κατοχή των Γερμανών, της παραφροσύνης και του τυφλού φανατισμού, τέλειωσε, τελειώνει.
Στα σπίτια, οι νοικοκυραίοι με τις πόρτες ανοιχτές, οι γλάστρες με τους βασιλικούς και τους κατιφέδες, όλα ασπρισμένα και μυρισμένα, αυτά που οι βάρβαροι κατακτητές τα έκαναν μαύρα και έμεινε στην ιστορία μας: οι Κάμποι με τις μαύρες πόρτες και με τους μαύρους τοίχους.
Στην είσοδο του χωρίου από τα βόρεια, στο καφενείο του Μιχάλη Καλόγερη, γιό του καπετάνιου Καλογερη, το γλέντι και ο χορός είχαν αρχίσει. Όμως οι Γερμανοί φτάνουν, χωρίς κανείς να το πάρει είδηση στην πόρτα την ανοιχτή του καφενείου και οι πρώτες μπαλοθιές ξεκινούν. Ένας Γερμανός τραυματίας και ένας νέος των Καμπών νεκρός, ο Βασίλης Εμμ. Ποντικάκης. Και ο ποιητής λέει «Στου Καλογερή το μαγαζί, γλέντι είχαν μεγάλο /και ένας νιος εχόρευε που δεν είχαμε άλλο» .
Οι Γερμανοί έχουν κυκλώσει όλο το χωριό και μπαίνουν στα σπίτια. Αντί τους πανηγυριώτες μπαίνει ο θάνατος. Μαζεύουν όλους τους άντρες, νέους πατεράδες, από ένα σπίτι παίρνουν τρία αδέρφια, από άλλο δυο, από άλλο πατέρα και γιο.
Τους πηγαίνουν στην πλατεία του σχολειού. Γυρισμένο το πρόσωπο στους εξωτερικούς τοίχους του σχολειού, κλωτσιές, κραυγές τρομερές. Οι γυναίκες και εμείς τα παιδιά να ακούμε αυτά, να βλέπουμε τις μάνες έξαλλες να έχουν υποψία μήπως τους εκτελέσουν όλους, μήπως όλο το χωριό να κατεβεί στον Άδη. Τέτοιες πράξεις είχαν κάνει στην Κατοχή τους οι Γερμανοί και δεν μπορούσες να μην το περιμένεις.
Αυτή η νύχτα, 7 Μαΐου 1944, ξημέρωμα 8 Μαΐου δεν θα ξεχαστεί ποτέ απ’ όσους την έζησαν. Όπως και σ’έμενα, όσο μικρή και αν ήμουν, αυτά τα βιώματα μένουν ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
Σε μια μικρή κοινωνία όπως το χωριό μας οι χωριανοί μας είναι οι δικοί μας, είναι ολονών που κινδυνεύει η ζωή μας. Δε φοβάσαι για έναν ή δυο, τρέμεις και κλαιείς για όλους και ο πόνος και ο τρόμος είναι πολύς.
Λίγες σειρές ακόμα θα γράψω, για αυτά που είδα και άκουσα, όταν μπήκαν οι Γερμανοί στο καφενείο του πατέρα μου Δημήτρη Νικολακάκη.
Καθόταν σε ένα τραπεζάκι ο Σαράντος Ιωάννου Μαυρεδάκης και ο πατέρας μου και κουβέντιασαν. Ξαφνικά, η δίφυλλη πόρτα του καφενείου ανοίγει απότομα και μια ομάδα άγριων Γερμανών, με τα όπλα παρατεταμένα προς τους δυο άντρες, με κραυγές, με πρόσωπα που σε σιγούρευαν πως είναι έτοιμοι να γίνουν φονιάδες για οποιοδήποτε και για όσους τυχόν βρεθούν στο πέρασμα τους, παίρνουν τους δυο άντρες και φεύγουν .
Το πατέρα μου μετά από είκοσι μέρες τον ξαναείδα. Το Σαράντο, τον καλό μας γείτονα, δεν τον ξαναείδα, ούτε βεβαία η γυναικά του ούτε το παιδί του, που ήταν τριών μηνών, ούτε η μανά του η όποια πέθανε από τον καημό του και μια φωτογραφία της που μένει, μπορεί να γίνει τεκμήριο για τις μανές που άφησε η Γερμανική κατοχή στην Κρήτη και όχι μόνο.
Στην πλατεία του σχολειού πέρασαν όλη τη νύχτα οι αιχμάλωτοι των Γερμανών, ξημέρωσε και ζούσαν. Φέραν σχοινιά, τους έδεσαν πίσω τα χέρια, τους έκοψαν τα κουμπιά και τις ζώνες των παντελονιών και με κλωτσιές και κραυγές θηρίων, τους έβαλαν στο δρόμο προς τον Αποκόρωνα. Περνώντας από τη γειτονιά Τσακίστρα, μάζεψαν και από εκεί όσους βρήκαν. Φτάνουν στη Ραμνή Αποκορώνου, ετοιμάζουν τα πολυβόλα και τους στένουν για εκτέλεση. Οι ίδιοι οι Γερμανοί είπαν ότι λίγα λεπτά πριν την εκτέλεση ήρθε διαταγή να τους πάνε τελικά στην Αγυιά και εκεί να εκτελεστούν .
Περνώντας η πορεία αυτή από το χωριό Παιδοχώρι, έχουμε μια γραπτή μαρτύρια από το Γεώργιο Ιωάννου Πανυγηράκη «με πεζοπορία δυόμιση ωρών η φάλαγγα αυτή περνούσε το δρόμο έξω από το καφενείο μου και είδα το πιο φριχτό και φοβερό θέαμα στους άντρες αυτής της φάλαγγας. Ήταν δεμένοι από τα δυο χέρια με κλειδωμένα λουκέτα ανά δυο από τους βραχίονες με μακριές αλυσίδες που σέρνονταν με πάταγο στα ποδιά τους. Σ΄ ένα ρυάκι συνάντησαν νερό, έσκυψαν να πιουν όμως με τα χέρια δεμένα πίσω δεν μπορούσαν να σηκωθούν. Και οι κλωτσιές συμπλήρωναν το δράμα τους».
Από τους Αγίους Πάντες με φορτηγά τους πήγαν στην Αγυιά. Για την παραμονή τους στις φύλακες έχουν γραφτεί τα απάνθρωπα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις που βίωναν όσοι μπήκαν στο κολαστήριο, όπως έχουν ονομαστεί οι φύλακες της Αγυιάς.
Κάποια μέρα πήραν εικοσιοκτώ άντρες από τους χωριανούς μας, τους πήγαν στην Χρυσοπηγή, που είχαν Γερμανικό δικαστήριο, τους περνούσαν έναν – έναν από ανάκριση και όταν βγήκε η απόφαση τους είπαν .
Θα εκτελεστείτε όλοι γιατί δεν μαρτύρησε κανείς που βρίσκονται οι αντάρτες.
Τους γύρισαν στην Αγυιά και περίμεναν τη σειρά τους, για να εκτελεστεί η απόφαση του δικαστηρίου τους, σε λίγες μέρες άφησαν λίγους και κράτησαν εικοσιτέσσερις, στους οποίους φύλαγαν ένα θάνατο που έχει χαρακτηριστεί από τα συγκλονιστικότερα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πόλεμου.
Σε ένα σαπιοκάραβο με το όνομα Δαναΐς στρίμωξαν τριακόσιους Έλληνες Εβραίους άντρες, γυναίκες παιδιά, τους εικοσιτέσσερις Καμπιανούς, σαράντα πέντε κοντοχωριανακια μας και από την υπόλοιπη Κρήτη εκατόν είκοσι στρατιώτες Ιταλούς, αιχμάλωτους των Γερμανών, έξω από την Σαντορίνη 7 Ιουνίου 1944 όλους μαζί, αδερφωμένους, σε ένα φριχτό θάνατο τους έπνιξαν.
Γιατί δεν ήθελαν τον κατακτητή..
ΗΤΑΝ ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ!!!
Όταν ήρθε η είδηση,
όλο το χωριό σκέπασε μια μαύρη καταχνιά.
Για τρία αδέλφια κλαίνε,
Αλίμονο μια συμφορά.
Άλλοι κλαίν για δύο.
Άλλοι για έναν μοναχό.
Χάθηκαν πατεράδες
στα αγέννητα παιδιά,
παρηγοριά σε όλα
δε βρίσκεται καμιά.
Στα ορφανά που μείναν,
ο πόνος με τη φτώχεια
διπλός ήταν ο καημός,
Και οι μανάδες σηκώσαν
Πολύ βαρύ σταυρό.
*Το κείμενο της κας Ευαγγελίας Νικολακάκη – Μανιουδάκη αναγνώστηκε στις 8/5 στην εκδήλωση μνήμης στους Κάμπους Κεραμειών.