Η ΕΝΤΑΞΗ στην Ευρωπαϊκή Ενωση κάθε άλλο παρά ως πανάκεια λειτούργησε για τα κοινωνικά προβλήματα, και ούτε φυσικά εξασφάλιζε ένα αυτόματο πιλότο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας.
ΗΤΑΝ ΟΜΩΣ μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να μάθουμε να “κολυμπούμε στα βαθιά” όπως θα ’λεγε και ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η χώρα έβγαινε βέβαια από τη μειονεκτική θέση της χώρας σε μόνιμη κρίση, αποκτούσε ένα ιστορικό πλεονέκτημα, έπαυε να είναι “Ψωροκώσταινα”.
ΑΠΟ ΤΗ μόνιμη καχεξία περνούσαμε βαθμηδόν σε ένα ανεπτυγμένο πεδίο, αλλά αυτό έγινε χωρίς εργαλειακή σχέση με την πραγματικότητα. Εκεί που δεν το θέλαμε, από επιπόλαιη αμέλεια τα “βάλαμε” όλα στον αυτόματο πιλότο. Οι θεσμικοί ατονούσαν, το κράτος γινόταν υπερτροφικό, η ανταγωνιστικότητα, η αναδιάρθρωση της παραγωγής, η καινοτομία παραμελούνταν συστηματικά.
ΕΤΣΙ Η χώρα υπέκυψε υπό το βάρος του “φθηνού χρήματος” που δανειζόταν. Η διαβόητη σύγκλιση με τις ανεπτυγμένες χώρες δεν επήλθε ποτέ, το πολιτικό σύστημα αλίευε ψήφους και οι πολίτες υποσχέσεις. Οταν είχαμε χρονικά πειρθώρια δεν δράσαμε. Και ούτε κατανοήσαμε, δυστυχέστατα, ότι οι στόχοι για το χρέος, το έλλειμμα, τον πληθωρισμό, και τα επιτόκια ώφειλαν πια να είναι συγκεκριμένα χωρίς δυνατότητα υπαναχώρησης, “παζαριού” με κάστες ή παρερμηνείας.
ΔΥΣΤΥΧΕΣΤΑΤΑ αυτά προϋπέθετε η ένταξη στην ΟΝΕ, για τα οποία ουδείς μας εξεβίασε ν’ αποδεχτούμε. Δεν υπάρχουν πειστικές δικαιολογίες για την εγκατάλειψη αυτής της πολιτικής. Τώρα καταλαβαίνουμε όλοι πόσο οδυνηρές ήταν τότε οι δικαιολογίες.
ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ τώρα που τελειώνει ο πολιτικός χρόνος μέσα σε ένα περιβάλλον εξαετούς ύφεσης. Δυστυχώς δεν φαντάζομαι άλλου τύπου Ευρώπη και άλλων συσχετισμών ή άλλης πολιτικής δυναμικής μέσα στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό όπου δεν θα ζητείται σταθεροποίηση των δημοσιονομικών μεγεθών.
ΔΥΣΤΥΧΕΣΤΑΤΑ αυτή είναι η διεθνής πραγματικότητα. Και η Ελλάδα δεν είναι μόνη της στον κόσμο.