Τσι σάτιρας τον ποιητή
γροίκα τον, οπλισμένος.
Θε να σε κάνει να γελάς
αν είν’ και λυπημένος.
Το παναθύρι άνοιξε κι εισόρμησε η τρέλα.
Τρέλα τη λένε μερικοί της σάτιρας την πένα,
γιατί θυμίζει στους σοφούς και στους τρελούς αντάμα
πως τα στραβά κι ανάποδα δεν είν’ αστείο πράμα.
Κι ήταν Νοέμβρη έντεκα κι η μέρα λιολουσμένη
σαν είπαν οι ντελάληδες, η σάτιρα προσμένει.
Καλά κακά και άσχημα με γέλιο να κοσμήσει,
στολίδια και αρώματα να μας τα κουβαλήσει.
Γλυκά πικρά κι ανάλατα, ζεστά καυτά κι ωραία,
θα τσούξουν θα πονέσουνε όλα τους μια παρέα!!
Εφτά η ώρα γίνηκε, πως θε ν’ αρχίσει, είπαν,
θωρώ τριγύρω αδειανές, καρέγλες μόνο ήταν.
Τρομάρα με κεραύνωσε εγίνηκε και σάλος,
μα σίφουνας προέκυψε και χείμαρρος μεγάλος,
τρεχάτοι σα φανήκανε τις σκάλες ν’ ανεβαίνουν
και γιόμισαν την αίθουσα με δίχως να προσμένουν.
Ο ρήτορας σηκώθηκε μα, κρίμα… τίποτ’ άλλο!
και νάτος δα κορδώθηκε ωσάν τον παπαγάλο.
Πρώτος και καλύτερος τρομάρα τ’ ο Παυλάρας
που όλους μας ξετρέλανε ο μέγας ο… φιλάρας.
Μιλήσανε κι άλλοι πολλοί ως γίνεται συνήθως
λόγια τρανά ακούστηκαν, που άρεσαν στο πλήθος.
Μα πιο πολύ τους άρεσαν σάτιρας τα βραβεία
κι αστεία άλλα καυστικά γραμμένα με σοφία.
Μα τούτο θέλω να σου πω, κι οι άρχοντες ν’ ακούνε.
Πως ήρτανε και μερικοί να φάνε και να πιούνε.
Στης κρίσης δα τσι μέρες μας εξόν τα παλαμάκια
όλα είναι όμορφα μα πρώτα τα καλτσουνάκια.
Γιατί εξόν απ’ το μπλα-μπλα είχ’ έρθει κι η Μαρίνα
μαζί και τα κορίτσια της με μεζεκλίκια φίνα.
Μα όμως δεν μπορέσαμε όλα να τα γευτούμε
αφού ήτανε μπόλικα, πρέπει να το πούμε.
Είχε γλυκά και αρμυρά, φιστίκια και κουλούρια,
σάμαλι τρώγαμε λαίμαργα, εξόν από… αγγούρια.
Ήπιαμε και μια τσικουδιά να φύγουν τα φαρμάκια
και δίχως να το νιώσουμε, ήρθαμε στα μεράκια.
Τι να πω; Μου βγήκε κουτσοποιητικό τούτο να το χρονογράφημα, γιατί κατά που λένε, άμα κάτσεις με στραβό το πρωί θ’ αλληθωρίζεις. Με σατιρικούς ποιητές έμπλεξα, άντε να βρεις άκρη. Κι ήτανε στ’ αλήθεια μια από τις πιο όμορφες συνάξεις, κόσμος εισέρευσε, ούτε ένα κάθισμα άδειο στο Πνευματικό Κέντρο της Μητρόπολης, στεκόντουσαν κι όρθιοι κι αναρωτιέται κανείς:
Γιατί τόση κοσμοσυρροή;
Μα γιατί ξέρουν πως η σάτιρα, η υγιής σάτιρα, φέρνει γέλιο κι απαλαίνει τις πολυποίκιλες πληγές που “με αγάπη” φροντίζουν να μας δημιουργούν κυβερνώντες και μη, ντόπιοι και ξένοι. Είναι μια φυγή, μια διέξοδος απ’ το τέλμα που μας ρίξανε. Είναι η όαση στο ερημικό τοπίο που πασκίζουν να δημιουργήσουν γύρω μας.
Ήτανε κι ονόματα τρανταχτά που μίλησαν ή απήγγειλαν, ας πούμε Νικολακάκης, Ροζάκης, Καρέλα, Τραχαλάκη, Κουγιτάκης κι άλλοι, μαζί κι ο Παυλής ο εμπνευστής, δημιουργός, σκαπανέας και χρηματοδότης του Παγκόσμιου Διαγωνισμού Έμμετρης Ποίησης, που δίκαια φέρνει το όνομά του. Είναι αυτός που εδραίωσε τη σάτιρα στα αντροκρατούμενα Χανιά.
-Μα Κρήτη η λεβέντισσα
και τα Χανιά κυρίως
δεν ξέρουν από σάτιρα
να γράψουν επαξίως,
μου λένε φίλοι στεριανοί
κι Αιγαιοπελαγίτες.
-Κέντρο έχουν γίνει σάτιρας
ώ σεβαστοί πολίτες
από ’ναν άνθρωπο καλό
που φύλαγε λεχρίτες,
απόκριση τους έδωκα,
της τέχνης, ώ λευίτες.
Και νάτον πάλι, ξετρύπωσε
απ’ τα τέλια να φωνασκεί:
-Οπωσδήποτε να γράψεις του Οράτιου το λεχθέν, η σάτιρα είναι «προς τέρψη και διδαχή». Και βάλε ένα παράδειγμα. Ας πούμε τη σάτιρα για τις αποδείξεις.
-Δε γίνεται έχω τελειώσει, είπα.
-Αυτό που σου λέω, γράψε πέντ’ έξι αράδες που είναι διδαχή…
Είπε κι άλλα πολλά, φώναζε, υπάκουσά τον ο άμοιρος, να, λίγα αποσπάσματα από τη σάτιρά μου που διαβάστηκε κείνο το βράδυ:
….«Ίντα ’χεις γέρο», ρώτηξα, «αν θέλεις να μιλήξεις»
κι ένα τσουβάλι μου ‘δειξε γιομάτο αποδείξεις.
…«Ο Νόντας απ’ τις παστρικές… και παστρικούς… τις παίρνει
κι όσες δεν του χρειάζονται σ’ εμένανε τις φέρνει.».
Μα έλα ντε που στις αποδείξεις έγραφε πως τάχα γυναικεία εσώρουχα κι άλλα εργαλεία είχ’ αγορασμένα κι ηύρε το μπελά του;
Με ρώταγαν επίμονα πως τραβεστί αν είμαι
δεν κάτεχα ίντα ν’ αυτό, τους έλεγα, ναι είμαι!
…Γι’ αυτό μου κάμαν μήνυση κι είπαν πως θα με κλείσουν
στη φυλακή, άλλοι ετσιδά, να μην παρανομήσουν.
Μη κλαις για μένα, ούτε να λυπάσαι για τον θάνατό μου.
Πλανώμαι στα χείλη των ανθρώπων και ζω.
gkamvysellis@yahoo.gr