Χθες που πήγα στο χωριό για να πάρω Σφακιανό αέρα και να βρω κι ένα πιάτο άγριο σταμναγκάθι, πλάκωσε για τα καλά η ψυχή μου βλέποντας αυτό το πρωτόγνωρο κορωνοϊκό τοπίο…
Τα καφενεία όλα κλειστά, τα ταβερνάκια το ίδιο, άδειοι οι δρόμοι που πήγαν όλοι, πολλά σπίτια κλειστά κι ερειπωμένα και τίποτα δεν μου θύμιζε τη ζωντάνια της γειτονιάς των παιδικών μου χρόνων.
Για φαντάσου σκέφτηκα περνώντας έξω από την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού εκεί που κείτονται όλοι οι δικοί μου, να τους έδιδε μια 48ωρη από τον άλλο κόσμο ο ύψιστος… να με γύριζε κι εμένα 50 χρόνια πίσω και να ξαναζούσαμε έστω για λίγες στιγμές μονάχα, όλοι μαζί εκείνα τα αξέχαστα χρόνια.
-Να ξαναγινόμαστε πάλι πιτσιρίκοι κι εμείς, και να γυρίζουμε ούλη μέρα ξυπόλητοι στους δρόμους στις πλατείες και στα χωράφια σαν τα αδέσποτα, παίζοντας μπάλες, ξυλίκια, πατίνια, κυνηγητό, χωστό και πετροπόλεμο, να σκαρφαλώνουμε πάνω στα δένδρα σαν μαϊμούδες, τρώγοντας ό,τι φρούτο άρχιζε να κοκκινίζει.
-Να λέω στη μάνα μου να μου ψήσει μια τηγανιά πατάτες στην παρασιά με δυο αυγά αμάτα επειδή δεν μου αρέσουν οι φακές… κι αυτή να μου χαμογελά μ’ ευχαρίστηση… ίντα να κάνω παιδί μου δεν μπορώ να σε ανεμίζω νηστικό.
-Να με στέλνουν στο καφενείο που ήταν τότε και παντοπωλείο, κρεοπωλείο, γαλατάδικο και κουρείο να μου γεμίσουν ένα μπουκάλι πετρέλαιο για τη λάμπα, και να ακούω από τσι μπαρμπάδες μου να φωνάζουν του καφετζή «κέρασε το Γιωργιό ένα λουκούμι».
-Να ακούω τον αφέντη μου εκείνα τα κρύα βράδια του χειμώνα με τσι χιονιάδες καθισμένοι όλοι γύρω από τα τζάκι, που δεν εθώριε ο ένας τον άλλο από τσι καπνούς και τσι καψιλήθρες, να μας εξιστορεί πολεμικές ιστορίες για Τούρκους και Γερμανούς και για τα ταξίματα που έκαναν στη χάρη των Αγίων όταν έπιανε μεγάλος χιονιάς για να μην τους πλακώσει τα οζά ντωνε το χιόνι… αλλά αν ξεχνούσαν μετά να παν τον ταξιμάρη κριγιό στην γιορτή του, τους έκανε τόπι στο ξύλο ο άγιος.
-Να με στέλνει ο μπάρμπας μου ο Γιάννης που δεν είχε παιδιά, να του αγοράζω μια κούτα τσιγάρα των 88 και μετά να με βάζει να του διαβάζω την εφημερίδα σιγά-σιγά και καθαρά και να μου δίδει χαρτζιλίκι.
Να με παίρνει ο μπάρμπας μου ο Στελάκος να του λαλώ να αρμέξει τσι αίγες του στα μπουκολίδια κι εκεί που έσκυβε ν’ αρμέγει να προσγειώνεται ένας μεσότραος στην πλάτη του επειδή τον χούβισα, και να του χύνει το γάλα χάμες… ακόμα θυμάμαι τα βλαστιμίδια που έπαιζε… θα τονε γδάρω ζωντανό μόλις τονέ πιάσω τον κερατά… σφάξετέ τονε μωρέ κοπέλια.
-Να μας πιάνει να καπνίζουμε ο μπάρμπας μου ο Σηφάκος σ’ ένα κατάλυμα και να μου λέει… ρούφα ρούφα τονε μέχρι να στανιάρεις… ε και σε πιάσω κακομοίρη θα σου το βγάλω από την μύτη ετούτονα του διαόλου το τουτούνι.
-Να παίζουμε μπάλα τα μεσημέρια στον δρόμο, να κοιμάται ο μπάρμπας μου ο Σταυράκος κάτω από ένα πρίνο και να μην τον αφήνουμε να κλείσει μάτι… πάψετε μωρέ διαόλοι τσι μπάλες και δεν αφήσετε άνθρωπο να ησυχάσει μεσημεριάτικα… μια μέρα δεν άντεξε και μας επήρε στο κυνήγι, έπαιξε μια πατέ στην μπάλα για να την σπάσει κι έπεσε ανάσκελα στην μέση του δρόμου… γέλια εμείς κι άντε πιάσε μας.
-Να πχιαίνω στου μπάρμπα μου του Νικόλα να δω τι κάνει να με καλοδέχεται σαν παιδί του και μέχρι να πιούμε 1-2 τσικουδιές στην αυλή να έχει προκάμει να σφάξει και να τηγανίζει ένα κουνελάκι η θεία Άννα… είναι λίγο κοντή ανίψιο μου έλεγε, αλλά θωρείς τηνε, πρώτη νοικοκυρά και πολύ σβέλτη.
-Είχαμε και τη θειά μου την Καλλιόπη την γεροντοκόρη που μας έστρωνε τα βράδια στρωματσάδα στην ταράτσα του γεροντκού να κοιμηθούμε ούλα τα Καπριδάκια μαζί… που είχε ξωμείνει στο ράφι γιατί εκτός τα αδύνατα ποδαράκια της που ήταν σαν τσι κλωστές είχε και μια γλώσσα να…
Είδανε κι επάθανε οι μπαρμπάδες μου να την σπρώξουν σ’ ένα χήρο γεροντή στον ορεινό Αποκόρωνα, στα πενήντα της και βάλε που αν δεν φοβόταν τα παιδιά του, διπλωματικό επεισόδιο με το σόι, θα την γυρνούσαν πίσω από τα πολλά πεισματικά που τους έκανε.
-Να ακούσω τσι πέρδικες να κακαρίζουν από τα απέναντι βουνά του οροπεδίου, τα λέρια των οζών τα βράδια, το κράξιμο τσι σκλόπας στην κορφή του στύλου και τον μπάρμπα Ανδρέα να κατεβάζει καντήλια όταν έβαζαν φουρνέλα οι μαστόροι για να θεμελιώσουν τον Άγιο Μανώλη… επειδή εξιπούσανε τα οζά του και γινότανε χασόφτερα. «Μεταλάβετε διαόλοι εις τον Άγιο Μανώλη» εβλαστήμα κι εσφυρολόγα.
Αυτή που δεν πεθύμησα πάντως ήταν η γιαγιά Μαρία, γιατί όταν ήμουνα μικιό μου χυμούσε και με φιλούσε στα μάγουλα και με γέμιζε σάλια επειδή ήταν φαφούτα κι είχε μόνο ένα αντόντι μπροστά σαν την κακή μάγισσα… Σίμωσε χαρώτο να σε φιλήσω για δεν μ’ ακούει να σαλεύω… απαπα κάτι παράνομα φιλιά μου έχουν μείνει…
Ήταν όλοι τους υπέροχοι και μας έμειναν αξέχαστοι.
Επειδή όμως δεν γίνονται τέτοια θαύματα στις μέρες, ας πορευτούμε κι εμείς τώρα με τη νέα τάξη πραγμάτων… κι έχει ο θεός..!!!
Υπέροχες αναμνήσεις που θυμόμαστε και μεις οι ξενομπάτες που ερχόμασταν τα καλοκαίρια στο χωριό από την χώρα.Ειδικά το καφενείο του Χατζηδογιάννη (αδελφού της γιαγιάς μου), ήταν πάντοτε αγαπημένος προορισμός,όπου τα κεράσματα πέφτανε βροχή.Ο Θεός ας αναπαύσει τις ψυχές των υπέροχων αυτών γνήσιων και αυθεντικών κρητικών.Τους ευχαριστούμε που προσπάθησαν κάποια από τα χαρίσματα τους να τα μεταφυτεύσουν στις ψυχές μας…..