Ο Χάρης φτάνοντας τα 45 σε ηλικία, άρχισε να φοβάται υπερβολικά τον θάνατο. Απέκτησε και μακάβριες ασχολίες. Ημερησίως ενημερωνόταν για τους αποδημήσαντες απ’ το μάταιο τούτο κόσμο. Στηνόταν μπροστά στα αγγελτήρια θανάτου και διάβαζε τις λεπτομέρειες. Αν ο αποθανών ήταν πάνω από 80, δεν το ευχαριστιόταν, όταν ήταν υπερβολικά μικροί από 20 έως 30, παρά τη γενική θλίψη, αυτόν δεν τον απασχολούσε, αν ήταν από 40 μέχρι 50, συνομήλικοί του δηλαδή, ζούσε μια κρυφή ηδονή από τον φόβο ότι ο θάνατος είναι παρών, απειλεί και τον ίδιο το δίχως άλλο. Τα ατυχήματα ως αιτίες θανάτου τον κρατούσαν αδιάφορο, οι αυτοκτονίες που είχαν κι αυτές μερίδιο, δεν τον ένοιαζαν, τα παθολογικά αίτια όμως, που ο μακαρίτης δεν πρόσεξε και δεν προνόησε έγκαιρα, τον συνέπαιρναν, ζούσε στον ίλιγγο της επερχόμενης απειλής και για τον ίδιο. Επρεπε να προσέχει το βάρος του, το κάπνισμα, την υψηλή πίεση. Οσο όμως κι αν πρόσεχε, όλο και πάχαινε, κάπνιζε σα φουγάρο και κατανάλωνε συνέχεια λιπαρά. Ο γιατρός, που φρόντιζε να πηγαίνει για εξετάσεις, του βρήκε ασθένεια. Παχύσαρκος, με χοληστερίνη και υψηλή πίεση, μεταβολικό σύνδρομο, να από τι πάσχετε, του ανακοίνωσε βαρύγδουπα ο ντόκτορ. Κάτι που ασπάστηκε ταπεινά ο Χάρης περιμένοντας τη μοίρα να τον αποτελειώσει σήμερα, αύριο.
Η ζωή του είχε βαλτώσει, ο ίδιος το έβλεπε. Ούτε γυναίκες, ούτε χαρά, επερχόμενη ανικανότητα με καλπάζοντες ρυθμούς φοβόταν. Τι να κάνει, τι να φταίει πριν χειροτερέψει το πράγμα; Βρήκε δίχως να πολυσκεφτεί την απάντηση. Η εμμονή με τις κηδείες και ο φόβος για τον θάνατο. Συνομήλικούς του έθαβε καμιά δεκαριά σε τι πληθυσμό σκέφτηκε, σε 50.000 και απ’ αυτούς άντε οι 10.000 να είναι από 40 έως 50. Εχουμε 10 στους 10.000 τον χρόνο. Ποσοστό ένα τοις χιλίοις.
Α, μα είναι αμελητέα ποσότητα σκέφτηκε κι αν ξαναβρεί κανείς λίγη χαρά και φύγει το άγχος, προσέχει και λίγο με τους γιατρούς, οι πιθανότητες θνησιμότητας μειώνονται ακόμη περισσότερο. Α, όλα κι όλα ήταν καλός ο Χάρης στα μαθηματικά από μικρός.
Οι πιθανότητες σκέφτηκε να ερωτευθεί και να αγαπηθεί βρίσκοντας ανταπόκριση στα αγνά του αισθήματα, ήταν περισσότερες και άρχισε να αναθαρρεύει. Ατυχος είναι αυτός που δεν αγαπήθηκε ποτέ στη ζωή κι όχι αυτός που έζησε λίγα χρόνια, άρχισε να φιλοσοφεί. Αρχισε να βγαίνει πιο πολύ στον κόσμο, πρόσεξε την εμφάνισή του, κάποια θα ξεστραβωνόταν να τον προσέξει κι αυτόν. Αποφάσισε να μπουν οι γυναίκες στη ζωή του και να μη τον στοιχειώνουν μόνο στα όνειρα η παρουσία τους.
Κι έτσι έψαξε για αλλού τον θάνατο, αν ερχόταν, ας ήταν απ’ του έρωτα τα βέλη.