Μετά από αιματηρές συγκρούσεις που κόστισαν τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων, ο πόλεμος μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, για την αμφισβητούμενη περιοχή του Ναγκόρνο – Καραμπάχ έφτασε στο τέλος του μετά από την υπογραφή συμφωνίας ειρήνης στις 9 Νοεμβρίου.
Eτσι, η διαμάχη έρχεται να προστεθεί σε ένα μακρύ κατάλογο «παγωμένων συγκρούσεων», που μπορεί να γίνουν εξαιρετικά βίαιες όταν αναθερμαίνονται. Αν και σε αυτή την περίπτωση το ζήτημα τη αμφισβητούμενης περιοχής φαινόταν ότι θα επιλύονταν μέσω της διπλωματίας, ωστόσο μία σειρά γεγονότων και λανθασμένων πολιτικών επιλογών οδήγησαν τις δύο χώρες να διαλέξουν ξανά την «πολιτική των όπλων».
Το Ναγκόρνο- Καραμπάχ, γνωστό και ως Δημοκρατία του Αρτσάχ, κατοικούνταν για αιώνες τόσο από Αρμένιους, που αποτελούσαν και την πλειοψηφία του πληθυσμού, όσο και από μία σημαντική μειονότητα Αζέρων. Μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, το 1918, μέσα από τον οποίο «γεννήθηκαν» το Αζερμπαϊτζάν και η Αρμενία, και ύστερα από την κατάληψή τους από Σοβιετικά στρατεύματα στις αρχές της δεκαετίας του 1920, η περιοχή του Ναγκόρνο- Καραμπάχ, ορίσθηκε από τη Σοβιετική διοίκηση, ως αυτόνομη περιοχή εντός των συνόρων της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν. Έκτοτε, οι δύο πληθυσμιακές ομάδες έζησαν κάτω από σχετική σταθερότητα, έως το 1988, λίγο πριν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Το Φεβρουάριο του ίδιου έτους, το αυτόνομο συμβούλιο του Ναγκόρνο Καραμπάχ, ψήφισε την ένωση με την Αρμενία, προκαλώντας τοπικές εθνοτικές συγκρούσεις οι οποίες σταδιακά γιγαντώθηκαν σε πλήρη πολεμική σύγκρουση μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν το 1992. Την περίοδο αυτή, η περιοχή αριθμούσε 192.000 κατοίκους, περίπου 76% Αρμένιους και 23% Αζέρους, οι τελευταίοι εκ των οποίων άρχισαν σταδιακά να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να καταφεύγουν στην ενδοχώρα του Αζερμπαϊτζάν. Ο πόλεμος κράτησε μέχρι και το 1994, με το Γερεβάν να πετυχαίνει συντριπτικές νίκες έναντι του Μπακού, καταλαμβάνοντας τόσο το ίδιο το Ναγκόρνο- Καραμπάχ, όσο και εδάφη του Αζερμπαϊτζάν, γύρω από την αμφισβητούμενη περιοχή, όπου κατοικούσαν περισσότεροι από 750.000 Αζέροι οι οποίοι πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Η πολεμική σύγκρουση στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 200.000 ανθρώπους και από τις δύο πλευρές, ενώ η σαρωτική νίκη της Αρμενίας έδωσε στο Γερεβάν μία φρούδα αίσθηση στρατιωτικής υπεροχής, η οποία ήταν όμως αποτέλεσμα της σημαντικής ρωσικής στήριξης καθώς και της εσωτερικής πολιτικής αστάθειας στο Αζερμπαϊτζάν. Μετά την υπογραφή ανακωχής, που επετεύχθη κυρίως λόγω της ρώσικης επέμβασης, οι δύο χώρες ξεκίνησαν συνομιλίες για την εξεύρεση μιας μόνιμης συμφωνίας για την ειρήνευση της περιοχής, υπό την σκέπη του Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), γνωστές και ως Μινσκ Γκρουπ. Οι συνομιλίες ουσιαστικά «πάγωσαν», αφού κανένα από τα δύο μέρη δεν δεχόταν να κάνει συμβιβασμούς, ωστόσο, τέσσερα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών καθώς και του ΟΑΣΕ, ζητούσαν την άμεση αποχώρηση των Αρμένικων στρατευμάτων από το Ναγκόρνο- Καραμπάχ και τις πέριξ περιοχές, την επιστροφή των προσφύγων καθώς και εγγυήσεις για την αυτονομία του εντός του Αζερμπαϊτζάν, απαιτήσεις που η Αρμενία αρνούνταν να υλοποιήσει θεωρώντας την περιοχή ως αμιγώς αρμένικη. Η πλεονεκτική θέση της Αρμενίας την επομένη του πολέμου, καθώς και μετέπειτα γεγονότα όπως η ανεξαρτητοποίηση του Κοσσόβου το 2008 και η προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία, αποτέλεσαν παραδείγματα μιας ενδεχόμενης προσάρτησης του Ναγκόρνο- Καραμπάχ από την Αρμενία. Έτσι, το Γερεβάν κατέληξε να θεωρεί τις διαπραγματεύσεις ως ένα μέσο καθυστέρησης εξεύρεσης βιώσιμης λύσης εφόσον δεν θα λάμβανε άμεσα οφέλη από την επιστροφή των περιοχών στο Μπακού.
Αν και οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν και με σποραδικές συγκρούσεις να αναζωπυρώνονται ανάμεσα στις δύο χώρες, με σημαντικότερη τον πόλεμο των τεσσάρων ημερών το 2016, τα δεδομένα της «παγωμένης σύγκρουσης» δεν άλλαξαν μέχρι τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν το Ναγκόρνο- Καραμπάχ τυλίχθηκε ξανά στη δίνη του πολέμου. Οι εχθροπραξίες που ξεκίνησαν στις 27 Σεπτεμβρίου και διήρκησαν μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, κόστισαν τη ζωή περίπου πέντε χιλιάδων ανθρώπων, πολλών από αυτών αμάχων, ενώ 100.000 Αρμένιοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Η ισορροπία δυνάμεων είχε πλέον όμως αλλάξει και το Αζερμπαϊτζάν βρέθηκε στην μεριά του νικητή, καταφέρνοντας να επανακτήσει σημαντικό μέρος του Ναγκόρνο- Καραμπάχ, καταλαμβάνοντας την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη την Σούσα, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα της περιοχής, την Στεπάνακερτ και αναγκάζοντας την Αρμενία να προχωρήσει σε ανακωχή και σε σημαντικές παραχωρήσεις. Στην συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, που έγινε πραγματικότητα μετά από παρέμβαση της Ρωσίας και της Τουρκίας, η Αρμενία παραχώρησε τις χαμένες περιοχές της στο Αζερμπαϊτζάν, συμφώνησε στην παράδοση ενός δρόμου επικοινωνίας μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Ναχιτσεβάν, μίας αζέρικης περιοχής αποκομμένης από τον κρατικό κορμό, καθώς και στην υποδοχή περίπου δύο χιλιάδων Ρώσων στρατιωτών για την διασφάλιση της ειρήνης. Συνοπτικά, το Αζερμπαϊτζάν κέρδισε σε περίπου σαράντα ημέρες πολέμου, πολλά από όσα διεκδικούσε για 30 χρόνια μέσω του διαλόγου, και αυτό γιατί η περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων είχε αλλάξει προς όφελός του.
Καταρχάς, η στάση της Ρωσίας δεν ήταν η ίδια όπως στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αν και το Γερεβάν θεωρούσε, λανθασμένα, την υποστήριξη της Μόσχας δεδομένη, στην πραγματικότητα η Ρωσία προσέγγιζε ανοιχτά το Αζερμπαϊτζάν όντας μια σημαντική αγορά όπλων και άλλων αγαθών, ιδιαίτερα μετά τις ευρωπαϊκές κυρώσεις λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας. Ταυτόχρονα, η ίδια Αρμενία μετά την δική της «βελούδινη επανάσταση» του 2018 και την εκλογή του νέου πρωθυπουργού Νικόλ Πασινιάν, επέλεξε την απομάκρυνση από την Ρωσική «σφαίρα επιρροής» και την χάραξη μιας πιο ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Τέλος η ίδια η Μόσχα, αναγνωρίζει το Ναγκόρνο- Καραμπάχ ως έδαφος του Αζερμπαϊτζάν και άρα δεν τίθεται ζήτημα προστασίας της Αρμενίας ως υποχρέωση της μεταξύ τους αμυντικής συμφωνίας. Επιπρόσθετα, η σημαντική αρωγή της Τουρκίας στο Αζερμπαϊτζάν με ντρόουνς, στρατιωτικό υλικό και μαχητές, αποδείχθηκε καταλύτης για την έκβαση του πολέμου. Παρόλα ταύτα όμως, το Γερεβάν δεν μπόρεσε να διακρίνει και την εσωτερική δυναμική του αντιπάλου του. Εκτός του γεγονότος ότι πληθυσμός του Αζερμπαϊτζάν είναι τριπλάσιος σε σχέση με αυτόν της Αρμενίας την ίδια στιγμή, η χώρα είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους, κυρίως σε φυσικό αέριο, το οποίο της έδωσε την δυνατότητα να χρηματοδοτήσει τον εκσυγχρονισμό του στρατού της με οπλικά συστήματα από την Ρωσία, το Ισραήλ και την Τουρκία.
Μπορεί η σύγκρουση να φαίνεται έχει τελειώσει, ωστόσο, η φυγή των Αρμενίων από τις χαμένες περιοχές του Ναγκόρνο- Καραμπάχ και η κατάληψη του κοινοβουλίου από εξαγριωμένους διαδηλωτές στο Γερεβάν λίγο μετά την υπογραφή ανακωχής, φανερώνουν την παρουσία ενός έντονου αισθήματος ρεβανσισμού στο συλλογικό φαντασιακό τόσο των ίδιων όσο και των Αζέρων, γεγονός που θέτει υπό αμφισβήτηση την μακροημέρευση της ειρήνης.
Επιπλέον, από γεωπολιτική σκοπιά, φάνηκε έκδηλα πως η Τουρκία και η Ρωσία ανέλαβαν και πάλι τον αυτοκρατορικό ρόλο του επιδιαιτητή στην περιοχή του Καυκάσου, όπως τον 19ο αιώνα, ενώ ταυτόχρονα, υποβαθμίστηκαν οι δυτικοί θεσμοί περιφερειακής συνεργασίας όπως ο ΟΑΣΕ. Νομικά, το ζήτημα αναδεικνύει την διαχρονική αντίφαση του διεθνούς δικαίου ανάμεσα στην αρχή της «εθνικής κυριαρχίας» και στην αρχή της «αυτοδιάθεσης των λαών». Ουσιαστικά όμως, η Αρμενία πλήρωσε το τίμημα των λανθασμένων πολιτικών επιλόγων της καθώς και την αδυναμία της πολιτικής της ελίτ διακρίνει τόσο την αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων όσο και την αλλαγή της στάσης της Ρωσίας μετά την εκλογή Πασινιάν. Μένει να φανεί, αν η έτι μία φορά «ψύξη» της σύγκρουσης στην περιοχή θα αποδώσει καρπούς ώστε να επιτευχθεί μια μόνιμη κοινά επωφελής ειρήνη για τους δύο λαούς, η απλά η τελευταία κατάπαυση του πυρός αποτελεί ένα «διάλλειμα» για έναν ακόμα πόλεμο στο μέλλον.
*Ο Γιώργος Μαυροδημητράκης είναι Πολιτικός Επιστήμονας