Δε θα σας κουράσω, καλοί μου άνθρωποι, σήμερα! Δυο ιστορίες μονάχα θα σας γράψω, των οποίων οι ρίζες βρίσκονται στο μακρινό παρελθόν και, εάν τις διαβάσετε προσεχτικά, φτάνουν μέχρι και στις ημέρες μας. Δυο ιστορίες, τις οποίες επειδή δε θα βρείτε σε κανένα βιβλίο, ψάξτε, σας παρακαλώ, να βρείτε το επιμελώς κρυμμένο μήνυμά τους.
Ρώτησαν το Ναπολέοντα, το μέγα Βοναπάρτη, μόλις πάτησε το πόδι του στην Αγία Ελένη, τον ορισθέντα από τους Άγγλους νικητές του εφεξής τόπο ζωής για κείνον: “Ναπολέων, σας αρέσει η νήσος;”
Και κείνος με μια δακρυσμένη διαπεραστική ματιά όλο το νησί θέλησε να μάθει, σαν να ‘τανε περιηγητής κι όχι εξόριστος…
Σαν δεν τα κατάφερε, γυρίζει και τους λέει: “Όμορφο θα ‘ταν, αλήθεια, το ‘ρημονήσι ετούτο, εάν εγώ τη Μόσχα δεν είχα να κουρσέψω ονειρευτεί και στο Παρίσι τη ζωή μου να διάγω δεν πεθυμούσα!”
Χρόνια πολλά, όμως, πριν το Ναπολέοντα, άσχετ’ απ’ ό,τι μας λένε οι Γραφές, την πιο σπoυδαία και πιο χρήσιμη εντολή ο Θεός στο Μωυσή δεν την είχε δώσει, μήτε του παρήγγειλε στο δεκάλογο να τη συμπεριλάβει…
Για τον Ιώβ τον πολύαθλο την είχε φυλάξει: “Να υπομένεις, να ελπίζεις, ν’ αγαπάς και ν’ αγωνίζεσαι!”