Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τήν πεμτουσίαν τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἕνα ἀπό τά κυριότερα ἔργα τῆς θείας Οἰκονομίας πού συνδέει τόν τάφο μέ τήν Ἀνάσταση. Τήν αἰώνια ζωή μέ τό μέγα ἔλεος τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἀνθρωπότητα καί κατ’ ἐπέκταση σέ ὅλη τή Δημιουργία. Καί εἶναι λόγια τά ὁποῖα προεῖπε ὁ Θεός Λόγος. Λόγια ἐλπίδας, σωτηρίας καί αἰωνιότητας.
Δύο τινά μᾶς τονίζει ἡ καταληκτήρια ἀναστάσιμη προσευχή. Τήν αἰώνια ζωή καί τό μέγα ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Συνήθως, ὅταν ἀκοῦμε νά γίνεται λόγος γιά τήν αἰώνια ζωή, πολλοί θεωροῦμε ὅτι αὐτή ἀρχίζει μετά τό θάνατο. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, ἡ αἰώνια ζωή ἀρχίζει ἤδη ἀπ’ αὐτή τή ζωή. Ἀρχίζει ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Δημιουργίας καί ἐπαναλαμβάνεται ἀπό τήν ἀνάστασή Του. Πολύ χαρακτηριστικά μᾶς τό ἀναφέρει ὁ ὕμνος τῆς Μεγάλης Δευτέρας: «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος, πρὸς τὸ ἑκούσιον Πάθος, τοῖς Ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τῇ ὁδῷ. Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ παραδοθήσεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καθώς γέγραπται περὶ αὐτοῦ. Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς … ἀλλὰ ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρά μου, καὶ Πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου, καὶ Θεὸν ὑμῶν, καὶ συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Ὅταν, λοιπόν, ἀκολουθοῦμε τόν Σωτῆρα καί λυτρωτή μας Αὐτός μᾶς ἁγιάζει καί βρισκόμαστε ἤδη στή αἰώνια ζωή τήν ὁποίαν βιώνουμε λειτουργικά. Ἡ συμμετοχή μας στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι μετοχή στήν αἰώνιο ζωή. Ὁ Κύριος στήν ἀρχιερατική Του προσευχή, μέ σαφήνεια ἀνέφερε: «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καἰ ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Ἄρα, ἡ αἰώνια ζωή συνίσταται σ’ αὐτήν ἀκριβώς τήν οὐσιαστική γνώση, στή βαθειά ἐμπειρία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τόν ὁποῖον ἀπέστειλε ὁ Θεός Πατέρας. Ἡ γνώση πού ἀναφέρεται δέν σημαίνει, ἀόριστα, λόγια καί ἰδέες, πού ἀπομνημονεύονται καί ἀπαγγέλλονται μηχανικά. Πρόκειται γιά διαφορετικῆς ποιότητας γνώση. Ὁ ἀπόστολος Παύλος, σημειώνει: «Τοῦ γνῶναι αὐτόν καί τήν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ καί τήν κοινωνίαν τῶν παθημάτων αὐτοῦ, συμμορφούμενος τῷ θανάτῳ αὐτοῦ». Πρόκειται γιά μετοχή σέ μιά προσωπική κοινωνία μέ τό Θεό τῆς ἀγάπης. Αὐτή τή γνώση δέν κατορθώνουμε νά τήν ἀποκτήσουμε μέ τίποτ’ ἄλλο παρά μόνο μέ τήν οὐσιαστική, βιωματική προσέγγισή μας στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Κατά συνέπεια, ὁ λόγος περί αἰώνιας ζωῆς δέ σημαίνει φυγή ἀπό τήν καθημερινότητα τῆς ζωῆς, ἀπό τά προβλήματα καί τίς δυσκολίες πού ἐπιφυλάσσει γιά τόν καθένα μας ἡ γήινη πραγματικότητα.
Ὁ Κύριος δέν παρεκάλεσε τόν Πατέρα νά πάρει τούς μαθητές του ἀπό τόν κόσμο ἀλλά νά τούς τηρήσει ἐν τῷ ὀνόματί Του καί νά τούς ἐνισχύσει μέσα σ΄ αὐτήν τήν κοιλάδα τοῦ πόνου, «ἵνα ἔχωσι τήν χαράν [Του] πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς».
Μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο συντελεῖται καί τό Μυστήριο τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος βιώνει ὅταν «ἔργῳ καί λόγῳ» ταυτίσει τή ζωή του μέ τό πάθος καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἀποδέχεται τή φιλανθρωπία καί τό μέγα ἔλεος τῆς ἁγίας Τριάδος καί ἀντιπροσφέρει μιά καρδιά πού συνεχῶς μετανοεῖ, εὐχαριστεῖ, δοξολογεῖ, καίγεται ἀπό ἀγάπη γιά τόν Κύριο, καί συνεχῶς ἐπιζητεῖ νέους λόγους γιά νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη της καί δέν ἀναπαύεται, ἕως ὅτου ἀπαλλαγεῖ ἀπό κάθε τί πού δέν εἶναι ὁ Θεός, γιά νά δοθεῖ μόνο στό Θεό.
Ἀποκορύφωμα τῆς θείας εὐσπλαχνίας εἶναι ἡ ἐπίμονη καί θυσιαστική ἀναζήτηση τοῦ περιπεσόντος ἀνθρώπου στούς νοητούς ληστές δηλ. τούς δαίμονες. Ἀπό τήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, ὁ Χριστός κατέρχεται στόν κόσμο τόν κατακλυσμένο ἀπό τήν ἁμαρτία. Σηκώνει τόν ἡμιθανή τραυματία, τόν φέρνει στό πανδοχεῖο τῆς θείας Χάριτος -τήν Ἐκκλησία- γιά νά τόν θεραπεύσει. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται τώρα νά προβεῖ στήν ἴδια κίνηση. Νά πάρει στούς ὤμους του κάθε πληγωμένο πού συναντᾶ στό δρόμο του. Νά ἐνεργεῖ κατά τόν τρόπο τοῦ Χριστοῦ, χαρίζοντας σέ ὅλους τήν ἴδια εὐσπλαχνία, τό μέγα ἔλεος. Διαφορετικά ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ θά μείνει γι’ αὐτόν ἀνενεργή.
Καί τί εἶναι τό «μέγα ἔλεος»; Εἶναι τό «καθ’ ὁμοίωσιν», εἶναι τά χαρίσματα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σωτηρία καί ἡ ἀθανασία, ἡ εἴσοδος στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτό τό «μέγα ἔλεος» τό διαθέτει ὁ ἀναστάς Ἰησοῦς ἀπό τοῦ τάφου, ἀδιάκριτα πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἀρκεῖ νά μετανοήσουμε, νά ζητήσουμε τή χάρη Του, νά βαπτισθοῦμε, νά κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του, νά ζοῦμε μυστηριακή ζωή, νά ποθοῦμε τήν αἰωνιότητα. Παρά τό ὅτι εἶναι ἀδύνατο στόν ἄνθρωπο νά κατανοήσει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ, ὅμως, νά λαμβάνει εἰκόνες ἀπό τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του. Μιά από αὐτές εἶναι ἡ ἀγάπη καί μιά ἄλλη ἡ Δικαιοσύνη. Οἱ δύο αὐτές δέν ἔρχονται σέ ἀντίθεση μεταξύ τους ἀλλά συνεργάζονται ἁρμονικά, ἔτσι προκύπτει τό μέγα ἔλεος. Ὁ Θεός ἀναγνωρίζοντας τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης δέ μᾶς κρίνει κατά τά ἔργα μας, ἀλλά σύμφωνα μέ τήν προαίρεσή μας καί τήν μετάνοιά μας, διαφορετικά θά εἴμασταν χαμένοι.
Ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά.
Τό γεγονός τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ γιά τή συνείδηση τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας τή φλόγα γιά τή συμμετοχή ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητος, ὥστε μ’ αὐτήν τήν ἀναστάσιμη φλόγα νά πορεύεται ἀταλάντευτη στούς αἰῶνες. Γι’ αὐτό τό λόγο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας εἶναι γιά ὁλόκληρο τόν κόσμο, καί ἰδιαίτερα γιά τόν Ὀρθόδοξο, «ἑορτή ἑορτῶν καί πανήγυρις πανηγύρεων» καί ὅλοι οἱ πιστοί «ἀγαλομένῳ ποδί» προσερχόμαστε «βασιλείας (..) Χριστοῦ κοινωνήσωμεν» διά νά ἀπολαύσουμε τήν πλούσια πνευματική τράπεζα τοῦ ἀναστάντος Λυτρωτοῦ μας. Ἡ κοινωνία τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τήν ὕψιστη τιμή τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ταυτόχρονα, βασιλεία καί κοινωνία χωρίς αἰωνιότητα θά ἦταν μάταιη στήν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἄρα, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό ἐπιστέγασμα τῆς Βασιλείας καί τήν πιστότητα ὅτι ὑπάρχει αἰώνια ζωή.
Τά σύγχρονα προβλήματα ὁδηγοῦν ἀνθρώπους νά ζητοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία τήν ἐπανερμηνεία καί ἐπαναθεώρηση τῶν παραδοσιακῶν Της ἀντιλήψεων. Πλανῶνται ἐρωτήματα: ῎Εχει ἡ Ἐκκλησία τά ἀπαραίτητα ἐφόδια γιά νά δώσει ἀπάντηση σέ ἐρωτήματα, τά ὁποῖα ἐπιτακτικά θέτει ἡ σύγχρονη κοινωνία καί ἐπιστήμη; Μήπως ὁ λόγος Της εἶναι μόνο πνευματικός καί δέν μπορεῖ νά εἶναι συμβατός μέ τήν πραγματικότητα τῶν ἐξελίξεων; Μήπως τό δόγμα, ἡ πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐπέβαλε ἕνα τυποποιημένο ἦθος, τό ὁποῖο χαρακτηρίζει ἡ ἀκαμψία, ἡ ἀνελαστικότητα καί ἡ ἀδυναμία προσαρμογῆς στή νέα πραγματικότητα, ὅπως παρουσιάζεται ἀπό πολλούς; Γιά ὅλα αὐτά τά ἐρωτήματα ἡ Ἐκκλησία ἔχει λόγο ὁ ὁποῖος δίνει ἀληθινές ἀπαντήσεις χωρίς νά παρεκκλίνει ἀπό τήν παραδεδομένη διδασκαλία Της μέ ἀποτέλεσμα κάθε ἄνθρωπος πού δέν ἔχει πνευματική ζωή νά ζητᾶ καί ἕνα κανόνα γιά τά μέτρα του μή γνωρίζοντας ὅτι «Ἱησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας». Στή σκέψη τῶν ἑλλήνων Πατέρων, τό ἦθος καί ἡ ἠθική προσδιορίζουν τόν χριστιανικό τρόπο ζωῆς, τόν ὁποῖον προβάλλει καί ἐπαγγέλλεται ἡ Ἐκκλησία.
Σέ ποιά ἄλλη θρησκεία συναντάται τόση ἀγάπη, κένωση, θυσία καί προσφορά τοῦ Δημιουργοῦ πρός τή Δημιουργία; Ὁ μικρόκοσμος καί ὁ μακρόκοσμος ἐντάσσονται στό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ὁ μικρόκοσμος δηλ. ὁ ἄνθρωπος, ἐπιφορτίζεται καί πάλι τό σκοπό καί τή διακονία του στή Δημιουργία. Καλεῖται νά δημιουργεῖ κριτικά, νά ὁδηγεῖ στό Χριστό πρωτίστως τόν ἑαυτόν του καί δι’ αὐτοῦ τό κόσμημα, τόν κόσμον, πού τοῦ προσέφερε ὁ Θεός γιά νά ζήσει, καί νά παραδώσει δημιουργικά στίς ἐπερχόμενες γενεές. Νά ἀκολουθήσει ἕνα τρόπο ζωῆς πού θά φέρει τά στίγματα τοῦ παθόντος καί ταφέντος καί Ἀναστάντος Χριστοῦ τῆς ἀγάπης, τοῦ σεβασμοῦ, τοῦ καλοῦ, ὅπως ἀκριβῶς τό δημιούργησε ὁ Θεός. Ἡ ἐνανθρώπηση ἀνετέθη ἀπό τόν Πατέρα στόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό, ὁ ὁποῖος, «μορφή δούλου λαβών» ὁμοιώθη τοῖς ἀνθρώποις πλήν τῆς ἁμαρτίας καί δίδει τρόπους ζωῆς στήν σκοτεινή ζωή τῆς ἀνθρωπότητος, διέξοδα στά ἀδιέξοδα, προσφέρει στό μίσος ἀγάπη, στήν σκληρότητα καλοκαγαθία, στήν ἔπαρση ταπείνωση, στή φυγοπονία αὐτοθυσία, στόν θάνατο ἀνάσταση, στήν ὕπαρξη αἰωνιότητα.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Προσδοκία ὅλων εἶναι τό αἰώνιον Πάσχα. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ὑπενθυμίζει ἕκαστον ἔτος τό Πάσχα ὡς παρελθόν καί μέλλον συναπτόμενο στό παρόν. Μᾶς δίδει τρόπους ἐλευθερίας γιά νά ἀπελευθερωθοῦμε ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, νά διαβοῦμε ἀπό τό θάνατο τῆς ἁμαρτίας στήν ἐκ τάφου ἀνατέλουσα ζωή τῆς σωτηρίας. Νά χαροῦμε λαμπροφανῶς. Νά προσδοκοῦμε τό αἰώνιο Πάσχα, τήν αἰώνια ζωή καί τό μέγα ἔλεος, στό ὁποῖον θά συνδοξαζόμαστε μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Χριστός Ἀνέστη!
Ἅγιον Πάσχα 2023
Μέ πατρικές εὐχές
Ὁ Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου
Δαμασκηνός.