«Μην ανοίξεις εκείνη την πόρτα!» μού φώναξε η φωνή του υποσυνείδητού μου. Πόσο αποκρουστικό να είναι αυτό που κρύβεται πίσω της;
Ακουμπάω το πόμολο. Η υφή του είναι ψυχρή προμηνύοντας κάτι άσχημο, κάτι δυσοίωνο. Μια ανατριχίλα διαπερνάει τη ραχοκοκαλιά μου. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, βρίσκομαι πάλι σε αυτή τη βάρκα. Ασφυκτικά γεμάτη, ταυτόχρονα τόσο άδεια. Αδειάζουν οι ψυχές στον πόλεμο, δεν έχουν αξία. Μηδενίζονται.
Η πραγματικότητα της ανάμνησης με συγκλονίζει. Βλέπω τη μικρότερη αδερφή μου να κλαίει στην αγκαλιά μου. Παρατηρώ εμένα να σκουπίζω τα δάκρυα από τα κουρασμένα μάτια μου. Δάκρυα χρωματισμένα με θυμό και αγανάκτηση, με μια γεύση αδικίας.
Βλέπω ανθρώπους να σπρώχνονται από άλλους δίπλα τους, να πέφτουν στο νερό, να βουτούν στην απύθμενη άβυσσο. Φωνάζω και ουρλιάζω από το σημείο που στέκομαι, προσπαθώ να κουνηθώ, να κάνω κάτι, να βοηθήσω τις αθώες ψυχές που παλεύουν ενάντια στη μοίρα.
Όμως ήταν όλα στο μυαλό μου, αποθηκευμένα στο φάκελο με τις φριχτές αναμνήσεις. Ο λευκός και φωτεινός διάδρομος με τις εκατοντάδες πόρτες ανοίγεται ξανά μπροστά μου σταδιακά, σα μια βεντάλια. Δεν μπορώ να αντιληφθώ αυτή την πτυχή της πραγματικότητας. Μήπως πέθανα; Μήπως αυτό είναι ο θάνατος; Να γυρίζω ξανά και ξανά σε αναμνήσεις παλιές, επίπονες; Γιατί ναι, νιώθω πόνο. Αυτό μπορώ να το νιώσω.
Στην επόμενη πόρτα συναντάω μια ανάμνηση του παλιού μου εαυτού. Του παλιού Άντελ. Ω, πόσο όμορφο ήταν το σπίτι μας. Γλυκές εικόνες από την παιδική μου ηλικία πλημμυρίζουν το μυαλό μου. Νιώθω ζεστασιά, αν και δεν είμαι σίγουρος ότι νιώθω πραγματικά. Μακάρι να μην ήταν μόνο στο μυαλό μου. Μου λείπει η παλιά μου ζωή. Και μακάρι οι εικόνες που ακολούθησαν να μην ήταν τόσο σκληρές. Το στομάχι μου δένεται χίλιους κόμπους, καθώς ο χρόνος μοιάζει να κυλά με ταχύτητα φωτός και φτάνει στο σκληρό σήμερα. Τώρα η βελανιδιά στην πίσω αυλή δεν είναι πια πράσινη, το σπίτι δεν υπάρχει πια και ο ουρανός έχει χάσει λίγο από το χρώμα του. Ή έστω έτσι φαντάζομαι ότι είναι, γιατί έχω να δω το σπίτι μου πολύ καιρό. Ο πόλεμος, σαν ένας ισχυρός τυφώνας που διαλύει τα πάντα στο διάβα του, ήρθε και ισοπέδωσε πόλεις, σπίτια, όνειρα, ζωές… Άφησα ένα κομμάτι του εαυτού μου εκεί, σε αυτό το σπίτι, που τώρα το βλέπω να αποτελείται από στάχτη. Ελπίζω μόνο, τα κομμάτια αυτά, τις πτυχές του εαυτού μου που ο πόλεμος έκλεψε από εμένα, να τα ξαναβρώ κάποτε. Ελπίζω να μην τα χάσω για πάντα.
Συλλογίζομαι την έκφραση «για πάντα», καθώς επιστρέφω στον λευκό και άψυχο διάδρομο, ύστερα από λίγο. Πώς μπορώ να συλλάβω την ουσία της έκφρασης αυτής, όταν έχω υπάρξει μόνο 17 χρόνια; Και πώς ξέρω ότι υπήρξα στ’ αλήθεια; Μπορεί να ήταν όλα μια ψευδαίσθηση. Ή μπορεί να ξυπνήσω σε λίγο και όλο αυτό να ήταν απλά ένα κακό όνειρο. Να ξυπνήσω στη μυρωδιά του απολαυστικού πρωινού της μαμάς, το σχολείο, τις ζαβολιές τις αδερφής μου…
«Μην αποφεύγεις την αλήθεια, Άντελ. Έχασες το σπίτι σου, δεν ξέρεις πού βρίσκονται οι γονείς σου, η αδερφή σου έχει αποδυναμωθεί από τις αρρώστιες και εσύ… εσύ έχεις χάσει τον εαυτό σου. Ξύπνα!» αποκρίνεται η φωνή των σκέψεών μου.
Στέκομαι αποσβολωμένος, καθώς συνειδητοποιώ τα λόγια που ήδη ήξερα, τα λόγια που δεν είχα παραδεχτεί μέχρι τότε, και ίσως ποτέ να μην το κάνω. Δεν θέλω καν να ξυπνήσω, σκέφτομαι. Η αλήθεια με την οποία θα έρθω αντιμέτωπος αφού ξυπνήσω είναι τόσο αποκρουστική, τόσο αποτρόπαια. Δεν με νοιάζει πλέον αν με καταπιεί η δίνη των συγκεχυμένων σκέψεών μου. Έχω κουραστεί να παλεύω μάταια, να ανοίγω πόρτες που κρύβουν γλυκόπικρες φιγούρες και στιγμές μιας προηγούμενης ζωής, που τώρα μοιάζει ξένη στα μάτια μου.
Ανάμνηση μετά από ανάμνηση, πόρτα μετά από πόρτα, το υποσυνείδητό μου παίζει παιχνίδια μαζί μου, καθώς ο χρόνος μοιάζει αέναος. Πόσο καιρό να είμαι παγιδευμένος εδώ, άραγε;
Προχωρώ προς την επόμενη πόρτα. Νιώθω μια απόκοσμη ευφορία πλησιάζοντάς την. Την ανοίγω και μια πέτρα νοσταλγίας και μελαγχολίας κατακάθεται στο λαιμό μου.
Ο διάδρομος μεταμορφώνεται στο παλιό σπίτι του παππού Αχμέτ, αυτό με το μεγάλο κήπο και τη γαλήνια ατμόσφαιρα. Με παρατηρώ να βαδίζω με αυτοπεποίθηση προς την είσοδο, έτοιμος να μοιραστώ τις φιλοδοξίες και τις σκέψεις του δεκάχρονου εαυτού μου με τον αγαπημένο μου παππού. Ξεχνάω πόσο ψυχικά εξουθενωμένος είμαι, όταν αντικρίζω το χαμόγελο του. Είχα τόσο καιρό να δω αυτό το χαμόγελο. Προσπαθώ να ξεχάσω το γεγονός ότι μάλλον δεν θα το ξαναδώ ποτέ.
Αναβιώνω μια μέρα που δεν ήξερα καν ότι τη θυμόμουν. Καθίσαμε στο σαλόνι που βρισκόταν τότε το πιάνο του παππού. Ήταν ένα παλιό πιάνο, φθαρμένο, που κουβαλούσε αναμνήσεις και μελωδίες πολλών χρόνων, μιας και το είχε από τότε που ήταν παιδί. Άρχισε να παίζει, και εγώ έβλεπα λουλούδια να φυτρώνουν στην ψυχή του, τόσο όμορφη ήταν η μελωδία του. Για μια στιγμή, εκεί, καθώς παρατηρούσα τα χέρια του παππού μου να χορεύουν μελαγχολικά πάνω στο πιάνο, σκέφτηκα: «Ίσως καλυτερέψουν τα πράγματα. Ίσως όλα να γίνουν όπως παλιά». Όμως απόδιωξα τη σκέψη. Το να έχεις ελπίδες σε έναν κόσμο σαν κι αυτό θεωρείται αδυναμία.
«Παππού σε θαυμάζω τόσο πολύ! Μακάρι να έπαιζα σαν κι εσένα, όμως δεν έχω χρόνο, ξέρεις, με το σχολείο και τα μαθήματα…» Χαμογελάω με το αφελές παράπονό μου.
«Ο χρόνος τρέχει γρήγορα, Άντελ» αποκρίθηκε ο παππούς και τα μάτια του έλαμπαν, σαν δυο μικροί ήλιοι, βλέποντας τον μονάκριβο εγγονό του. «Όμως πιστεύω ότι εσύ μπορείς να τρέξεις γρηγορότερα».
Έπρεπε να είχα ρωτήσει τότε τον παππού: «Τι κάνεις όταν ο χρόνος γίνεται εχθρός σου; Όταν εύχεσαι να σταματούσε, να πάγωνε, γιατί αν συνεχίσει να τρέχει, οδηγεί σε ένα μέλλον ζοφερό, αντίξοο;» Μακάρι να μπορούσα να σταματήσω τον χρόνο τότε. Πριν ένα χρόνο. Όταν η καρδιά μου χωρίστηκε στα δύο. Όταν η οικογένειά μου χωρίστηκε στη μέση.
Τότε είχα πλέον πλήρη επίγνωση της βαρβαρότητας του πολέμου. Οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν μόνο σωματικά κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Πεθαίνουν ψυχικά. Η ζωή στραγγίζεται από μέσα τους, η ψυχή τους κουράζεται, λυγίζει, κάτω από το βάρος της απανθρωπιάς.
Ω, πόσο λύγισε η ψυχή μου εκείνη τη μέρα.
Ο πατέρας μου εκείνο τον καιρό είχε συνεχώς μια περίεργη συμπεριφορά, σαν να έκρυβε κάτι, σαν να μαινόταν μέσα του μια μάχη την οποία ήξερε ότι θα χάσει. Κι έτσι απλά, ένα πρωινό μουντό και δυσοίωνο, μας ανακοίνωσε ότι θα επιχειρήσουμε να περάσουμε τα σύνορα της χώρας μας και να ψάξουμε για ένα μέρος όπου δεν θα φοβόμαστε ότι θα πεθάνουμε.
Εγώ θυμάμαι πως χάρηκα πολύ με τούτη την ανακοίνωση. Σκεφτόμουν ότι από τη στιγμή που η οικογένειά μου θα έμενε ενωμένη, δεν θα είχα τίποτα να φοβηθώ. Όμως τότε οι γονείς μας μας παρέδωσαν τα χρήματα που τους παρακολουθούσαμε εδώ και μήνες να μαζεύουν και εγώ ασυναίσθητα τα πήρα χωρίς να καταλαβαίνω τι συμβαίνει. «Να προσέχεις την αδερφή σου. Θα ακολουθήσετε τον Χάσαν από εδώ» – έδειξε τον άνδρα τον οποίο πήγαμε να συναντήσουμε στο πίσω μέρος ενός εγκαταλελειμμένου σχολείου στη βόρεια πλευρά της πόλης – «Θα κάνετε ό,τι σας λέει. Στο σακίδιο σου έχω βάλει το ψωμί και το τυρί που μας είχε απομείνει, ένα μπουκάλι νερό και την κόκκινη κουβέρτα της Φάτιμα» είπε η μαμά, με μάτια κατακόκκινα από τα δάκρυα.
Την κοίταξα σαν να μου αφηγήθηκε μόλις μια παλιά ιστορία, σαν να βρίσκομαι στη μέση ενός κακόγουστου ονείρου. «Δεν έχουμε αρκετά χρήματα για να φύγουμε όλοι μαζί, ψυχή μου. Θα σας ξαναβρούμε. Σου το υπόσχομαι». Όμως βαθιά μέσα της ήξερε ότι μάλλον αυτό δεν θα συμβεί ποτέ και το ήξερα και εγώ.
Κοίταξα τον μπαμπά, ο οποίος είχε σκύψει το κεφάλι, σαν να αναλογιζόταν ακόμα αν έκανε σωστή επιλογή. «Μπαμπά κοίταξέ με. Μπαμπά κοίταξέ με!» ούρλιαξα. Είχε αρχίσει να με πιάνει υστερία. Ήταν τόσο άδικο, τόσο λάθος, τόσο τρομακτικό… Η καρδιά μου ηχούσε τόσο δυνατά στα αυτιά μου, που μετά βίας άκουγα το αδύναμο κλαψούρισμα της αδερφής μου δίπλα μου.
«Αξίζετε μια ευκαιρία στη ζωή, Άντελ. Όλα θα πάνε καλά» είπε ο πατέρας μου, συνοφρυωμένος που ύψωσα τη φωνή μου, καθώς έπαιρνε στην αγκαλιά του την αδερφή μου. «Να προσέχετε».
Καθώς αγκάλιαζε εμένα, είδα ένα μοναχικό δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό του. Δεν έχω ξαναδεί τον μπαμπά να κλαίει στο παρελθόν, σκέφτηκα τότε. Κι ύστερα σκέφτηκα: Δεν θα ξαναδούμε ποτέ τους γονείς μας.
Σκόρπιες αναμνήσεις ανακατεύονται όσο περνάει η ώρα, παλιές με καινούριες, και δεν είμαι σίγουρος πια για το ποια ήταν η τελευταία πραγματική. Δεν είμαι καν σίγουρος αν υπήρξε πραγματική, αν υπήρξα εγώ. Ίσως είμαι και εγώ μια ανάμνηση.
Και τότε ξυπνάω.
Τότε νιώθω τη ζωή να εισχωρεί με φούρια μέσα στο σώμα μου, τη μία στιγμή ήμουν ανάμνηση και την επόμενη είμαι ζωντανός. Ανοίγω δειλά τα μάτια μου, και η αίσθηση είναι τόσο παράξενη, βλέπω πραγματικά. Το μυαλό μου αναλύει μέσα σε δευτερόλεπτα τον χώρο στον οποίο βρίσκομαι, μέσα σε μια σκηνή φθαρμένη, θαμπή, την οποία ο χρόνος είχε διαπεράσει και καταστρέψει στο διάβα του. Όταν βλέπω το πρόσωπο της αδερφής μου να κοιμάται δίπλα μου, αναπνέω. Παίρνω μια ανάσα τόσο απεγνωσμένη, τόσο απελευθερωτική, που μαζεύονται δάκρυα στα μάτια μου. Είναι ζωντανή. Η αδερφή μου είναι ζωντανή, κι αυτό είναι το μόνο πράγμα που με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το επόμενο πράγμα που απασχολεί το μυαλό μου είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, η τελευταία πραγματική ανάμνηση αυτή τη φορά. Η βάρκα. Η πρώτη ανάμνηση που συνάντησα στον “διάδρομο” του υποσυνείδητού μου, ήταν η τελευταία που βίωσα. Μάλλον έπεσα σε κώμα, μάλλον δεν άντεξα το κρύο της ατμόσφαιρας, μάλλον με κατέβαλε το κρύο του θανάτου.
Αρκετά λεπτά αργότερα, τα οποία στο μυαλό μου έμοιαζαν με αιώνες, η αδερφή μου ανοίγει τα μάτια της. Είχα ξεχάσει το χρώμα των ματιών της. Με βλέπει και παίρνει μια ανάσα ανακούφισης, το πρόσωπο της αποπνέει αγαλλίαση.
«Το ήξερα! Το ήξερα ότι θα ξυπνούσες!» αναφωνεί η Φάτιμα.
Με αγκαλιάζει και την αγκαλιάζω και εγώ και νιώθω ασφαλής, νιώθω σαν να είμαι σπίτι.
«Που είμαστε; Τι έγινε;» Έχω τόσες ερωτήσεις, όμως τρέμω στο άκουσμα των απαντήσεων.
«Μας έβαλαν σε ένα προσφυγικό κέντρο, όλους μας που επιζήσαμε στη βάρκα. Έχασες τις αισθήσεις σου όταν χτύπησες το κεφάλι σου τόσο δυνατά στα πλάγια της βάρκας, που όλοι νόμιζαν ότι είχες πεθάνει και ήθελαν να σε αφήσουν στη μανιασμένη θάλασσα. Μάλλον τρόμαξαν από τα ουρλιαχτά μου, πάλευα να τους εξηγήσω ότι είχες ακόμα σφυγμό».
Της χαρίζω ένα χαμόγελο. Συνειδητοποιώ ότι κάνει πολύ κρύο μέσα σε αυτή τη σκηνή, αλλά και ότι πεθαίνω της πείνας.
«Πόσοι;» ρωτάω και η ερώτηση με πονάει.
«Έντεκα». Φτύνει τη λέξη σαν να είναι παράνομη. Σαν να φταίνε οι έντεκα άνθρωποι για το γεγονός ότι πνίγηκαν στη θάλασσα. Σαν να φοβάται ότι θα την ακούσουν.
Βλέποντας την αδερφή μου να ζαρώνει στη σκέψη των όσων έγινε μάρτυρας, εύχομαι να μπορούσα να την πάρω μακριά από όλα αυτά. Να της χαρίσω μια ζωή ξέγνοιαστη και γλυκιά, να της δώσω το κλειδί που ξεκλειδώνει τα όνειρα της. Δεν της ταιριάζει ο πόλεμος. Σε κανέναν δεν ταιριάζει ο πόλεμος, γιατί όταν ο πόλεμος τελειώνει, η ψυχή του ανθρώπου έχει ήδη απογυμνωθεί, έχει ήδη νεκρώσει. Μακάρι να μπορούσα να σώσω την ψυχή της. Δεν θέλω να καταλήξει άδεια, απόμακρη, ένα απομεινάρι του πολέμου.
Μόνο αφού έμεινα σε αυτό το μέρος για αρκετές μέρες κατάλαβα ότι θα προτιμούσα να έμενα στην ψευδαίσθηση. Θα προτιμούσα να ζω τις ίδιες αναμνήσεις ξανά και ξανά, από το να κάνω καινούριες σε αυτό το μέρος. Με πονάει το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι εδώ έχουν συνηθίσει να ζουν υπό απάνθρωπες συνθήκες. Πειθήνια αποδέχονται μια ζωή γεμάτη κακουχία και μιζέρια. Υποθέτω ότι και εγώ έτσι φαίνομαι όταν κάποιος με παρατηρεί από απόσταση. Βλέπουν με λύπηση ένα σώμα να κολυμπάει στη δίνη της μοίρας, ναυαγισμένη ψυχή που επιπλέει στο έλεος των κυμάτων, να αναθυμάται μελαγχολικά τις ανθρώπινες στιγμές που του στέρησε το κύμα. Όμως εγώ μέσα μου ουρλιάζω, επαναστατώ, κραυγάζω, πνίγομαι. Πνίγομαι σε μια θάλασσα από κούφια όνειρα και κίβδηλα λόγια, γνωρίζοντας ότι άνθρωποι είναι αυτοί που με σπρώχνουν στο νερό. Γιατί; Γιατί δεν αναγνωρίζεις την δική μου ανθρώπινη υπόσταση; Ξέχασες; Ξέχασες τι σημαίνει; Θέλω να βροντοφωνάξω αγανακτισμένα. Ίσως αυτό να είναι το αιώνιο πρόβλημα του ανθρώπου, αυτό που τον οδηγεί να σπρώχνει έναν άλλο μέσα στο νερό: ξεχνάει τι σημαίνει να είσαι Άνθρωπος.
Κοκολάκη Κλεάνθη,
ΓΕΛ Αγίας Βαρβάρας Ηρακλείου (Β΄ τάξη)