»Nikolaj Schulz (µτφρ. Κώστας Σπαθαράκης, εκδόσεις αντίποδες)
Είναι κάποια βιβλία που σε βρίσκουν την κατάλληλη στιγµή. Κυριακή πρωί, εν µέσω οργιώδους καύσωνα, εγκλωβισµένος στη µεγάλη πόλη, είχα µια επιθυµία. Να φτιάξω ζεστό καφέ και να µην σηκωθώ από το υγρό κάλυµµα του καναπέ παρά µόνο αφού τελειώσω την ανάγνωση ενός βιβλίου. Οι συνθήκες δεν είναι οι κατάλληλες για το αίσθηµα ολοκλήρωσης των πραγµάτων, οι στόχοι οφείλουν να είναι πιο ταπεινοί.
Όταν το τράβηξα από τη στοίβα, ως εκείνο που θα αποτελούσε το όχηµα διέλευσης του κυριακάτικου στόχου, δεν ήξερα τίποτα για το µικρό σε έκταση αυτό βιβλίο, ούτε καν πως επρόκειτο να κυκλοφορήσει, αλλά, κυρίως, η αρχή του κειµένου στο οπισθόφυλλο, ένιωσα να µου κλείνει το µάτι, ένα διάβασέ µε τώρα αιωρήθηκε στον χώρο. «Κατά τη διάρκεια ενός καύσωνα, η ύπαρξη του αφηγητή διαταράσσεται και αποπροσανατολίζεται». ∆εν χρειαζόταν κάτι άλλο.
Θεωρούσα πως επρόκειτο για µια νουβέλα. Έπεσα έξω. Όχι εξαρχής, όταν ακόµα ένιωθα πως επρόκειτο για ένα δείγµα autofiction, ένα από τα πολλά των τελευταίων χρόνων. Ο αφηγητής, που ο αναγνώστης κανένα προφανή λόγο δεν διαθέτει για να µην τον ταυτίσει µε τον γεννηµένο το 1990 Νικολάι Σουλτς, υποφέρει σε ένα Παρίσι που πλήττεται από τερατώδεις θερµοκρασίες, τερατώδεις παρά την εποχή, ναι, το καλοκαίρι στην πόλη κάνει ζέστη, αλλά αυτό είναι κάτι το διαφορετικό, προποµπός κόλασης.
Έτσι θα είναι από εδώ και πέρα, υπενθυµίζουν εκείνοι που ασχολούνται µε το κλίµα, µε τη διασάλευση του κλίµατος για την ακρίβεια. Η υπενθύµιση τίποτα δεν προσφέρει στην αντιµετώπιση της συνθήκης, ίσως µόνο µια κάποια αύξηση του αισθήµατος της µισανθρωπίας που παραµονεύει στη γωνία, απέναντι σε εκείνους που λένε: πάντα έκανε ζέστη, υπερβολές των επιστηµόνων για πρόσβαση σε µεγαλύτερες επιχορηγήσεις, τροµοκρατία.
Παρότι δεν υπάρχει κάποιο αδιάσειστο στοιχείο πως ο αφηγητής είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, από ένα σηµείο και µετά, όταν η θεωρία εισέρχεται για τα καλά ως συνοδό στοιχείο της απόφασής του να εγκαταλείψει την πόλη για ένα τουριστικό νησί, µήπως και εκεί καταφέρει να γλιτώσει, ο όρος autotheory εγκαθιδρύθηκε στο µυαλό µου. Το µόνο άλλο χαρακτηριστικό δείγµα του υποείδους αυτού που έχω διαβάσει, αν θυµάµαι σωστά µε όλη αυτή τη ζεστή σύγχυση, ήταν οι σπουδαίοι, για διάφορους (προσωπικούς κυρίως) λόγους, Αργοναύτες της Μάγκι Νέλσον (µτφρ. Μαρία Φακίνου, εκδόσεις Αντίποδες).
Η φόρµα και η µορφή δεν είναι οι µόνες που δηµιουργούν συνεκτικό ιστό ανάµεσα στα δύο αυτά έργα, όσο το βύθισµα του αφηγητή στην καθηµερινότητά του µε όχηµα τη θεωρία, µια διαρκής απόπειρα επαναπροσανατολισµού και επιβεβαίωσης µιας όσο το δυνατόν περισσότερο συντεταγµένης πορείας σε νερά εν πολλοίς αχαρτογράφητα. Και αυτό το προσωπικό στοιχείο, η ανάγκη επιβεβαίωσης πορείας και όχι η δηµιουργία νέας και πρωτότυπης θεωρίας, άχρηστης πιθανότατα στην αρένα της ζωής, είναι που αποµακρύνει τη Ναυτία της γης από το αυστηρά καθορισµένο πεδίο του δοκιµίου.
Μια περιδιάβαση, µε τον εαυτό συνοδό και διαρκώς παρόντα, µια αναµέτρηση µε το φέρον προνόµιο και τις επιπτώσεις του σε κάθε επόµενο πάτηµα στο έδαφος, αυτό θα έλεγα πως είναι το υβριδικό αυτό βιβλίο, που δεν διστάζει να κάνει χρήση της προφανούς, πιθανά και παρωχηµένης, επιχειρηµατολογίας, για την επίδραση της ανθρώπινης παρουσίας επί της γης και του περιβάλλοντος χώρου. Εδώ εισέρχεται στην εξίσωση η αγωνία, µε όρους κατά πολλοίς υπαρξιστικούς, απέναντι στη συνθήκη του ανθρωπόκαινου, που ολοένα και πιο συχνά εµφανίζεται στη βιβλιογραφία, και κάτι µου λέει πως θα συνεχίσει να υπεισέρχεται σε αυτή µέχρι που δεν θα µείνει χώρος για κάτι άλλο, όταν η ασφυξία θα είναι απόλυτη.
Σκέφτοµαι και λίγο, η αλήθεια είναι, ζηλεύω εκείνους που θα αντιµετωπίσουν το κείµενο αυτό, και άλλα παρόµοια, µε ένα απλό κούνηµα του κεφαλιού σκεπτόµενοι: υπερβολές. ∆εν είναι απαραίτητο πως η Ναυτία της γης φέρει κάτι το συγκλονιστικά νέο, οι έρευνες, οι καµπύλες και τα νούµερα έχουν άλλωστε προηγηθεί των ανθρωπιστικών σπουδών, τουλάχιστον ως αποδείξεις των ενδείξεων της οξυδέρκειας κάποιων που προηγήθηκαν ηµών. Ο στοχασµός πάνω στα νούµερα, ωστόσο, είναι απαραίτητος για τον απαιτούµενο επαναπροσδιορισµό, για τη χάραξη νέων κατευθύνσεων στη σκέψη και την εν γένει ύπαρξη, κυρίως στη δεύτερη.
Η λογοτεχνικότητα δεν είναι απλώς απαραίτητη για να καλωσορίσει έναν αναγνώστη που δεν κινείται στον χώρο του δοκιµίου, όχι µε άνεση τουλάχιστον, παρά στην επιφάνεια σε µια εποχή εύκολης πρόσβασης στη µυρωδιά των πραγµάτων. Ο Σουλτς καταφέρνει να σωµατοποιήσει και να πνευµατικοποιήσει το αίσθηµα της επί γης ναυτίας, κλείνοντας ίσως το µάτι σε µια πιο διάσηµη Ναυτία, που για χρόνια καθόρισε τις αναζητήσεις, τις ερωτήσεις και την έλλειψη ξεκάθαρων και σωτήριων απαντήσεων. Η απόφαση να εξέλθει από το δωµάτιο εργασίας, έξω στη ζέστη, φέρει ισχυρό πλήγµα στο συνήθη αναχωριτισµό από τον οποίο χαρακτηρίζεται η σκέψη, αλλά και η λογοτεχνία, ας µη γελιόµαστε. Ο τρόπος µε τον οποίο πραγµατοποιεί την έξοδο αυτή, αυτό το ιδιότυπο εκτός άστεως φλανάρισµα, επιτείνει το συναίσθηµα της ναυτίας.
Υπάρχει ένα στοιχείο, ανάµεσα σε άλλα, το οποίο πιπιλίζεται τα τελευταία χρόνια, και έχει να κάνει µε την ατοµική ευθύνη, για όποια συνθήκη της οικονοµικής, πολιτικής, κοινωνικής, περιβαλλοντικής ή όποιας άλλης συνθήκης βρίσκεται στο προσκήνιο κάθε φορά. Και µόνο στο άκουσµα ή την υπόνοιά της µεγάλο µέρος του πληθυσµού τριγκάρεται, δυσανασχετεί και θέτει τη σχετικότητα ως άµυνα, πόσο καταστρέφει το πλαστικό µου καλαµάκι το περιβάλλον και πόσο µια βιοµηχανία;, αυτό είναι ένα συχνό αντεπιχείρηµα. ∆εν νοµίζω πως ο Σουλτς επιχειρεί να εξισώσει, είναι όµως τέτοια η δυσανεξία ενός µέρους του πληθυσµού που δεν του επιτρέπει να ακούσει µε ηρεµία πριν αντιδράσει. Ο διανοούµενος, έχει ή θα έπρεπε να έχει, την κατάλληλη αντοχή και την απαραίτητη καθαρή µατιά, περιλαµβάνοντας και τον ίδιο τον εαυτό του στην παρατήρηση.
Εδώ το ζήτηµα δεν είναι ποσοτικό, άλλωστε τα νούµερα είναι ειδικότητα άλλων εκφάνσεων της ανθρώπινης σκέψης, αλλά ποιοτικό ή συµπεριληπτικό, η αντίφαση της ανθρώπινης πράξης απέναντι στην ίδια της τη θεωρία, όσο υψηλή και καθαρή και αν είναι, είναι, µοιάζει να λέει ο Σουλτς, ο δρόµος για να δειχθεί η αντίφαση της ανθρώπινης παρουσίας στη γη, το αναπόσπαστο κοµµάτι καταστροφής, κατασπατάλησης, ικανοποίησης, λεηλασίας, σπισισµού. Εγώ δεν είµαι έτσι, σκεφτόµαστε πολλοί, και όµως είσαι, απαντά το κοµµάτι σκέψης που φέρει σκευή ο Σουλτς, η διαρκής αντιδικία µε την αντίφασή µας είναι σύµφυτη της ύπαρξης, η µανιώδης απόπειρα εξαίρεσης του εαυτού από την εκάστοτε µορφοποίηση του ζόφου.
Ίσως επειδή από τα δυνατά µυαλά εκείνο που περιµένω είναι η επιµονή στη σκέψη παρά την αβεβαιότητα, εκείνη είναι που στα µάτια µου τα διαφοροποιεί από εκείνα τα άλλα τα γεµάτα σαθρές και γελοίες βεβαιότητες επί παντός επιστητού, ίσως αυτό να ήταν που ένιωσα σηµαντικό σε αυτό το κείµενο, το συναίσθηµα της παγωµένης ναυτίας εν µέσω µιας αρρωστηµένης, και λόγω καύσων, ραστώνης.