Από την είσοδό του στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού οίκου, ο Ντόναλντ Τράμπ είχε προαναγγείλει μεγάλες αλλαγές στην εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α.
H δέσμευση αυτή επιβεβαιώθηκε και στην ομιλία που έδωσε στην Διεύθυνση Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας στις 18 Δεκεμβρίου 2017, όπου έθεσε τις κατευθυντήριες γραμμές για τις αλλαγές στην πολιτική της χώρας για το νέο έτος, αλλά και στο οικονομικό φόρουμ του Νταβός στις 26 Ιανουαρίου 2018. Ο νέος πρόεδρος φαίνεται να εγκαινιάζει έτσι μια στροφή στην αμερικανική εξωτερική αλλάζοντας τις προτεραιότητες και τους στόχους της.
Αν και βρισκόμενος λιγότερο από χρόνο στο προεδρικό θώκο, αναπροσάρμοσε την πολιτική της χώρας σε νέες βάσεις. Η πρώτη μεγάλη αλλαγή είναι η στροφή προς τον προστατευτισμό. Η πάγια θέση των Ηνωμένων Πολιτειών για ελεύθερο εμπόριο με το μικρότερο δυνατόν κόστος διαμεσολάβησης (δασμοί, φόροι), αλλάζει στην νέα εποχή Τράμπ. Στόχος πλέον είναι η χώρα να επανακτήσει την χαμένη της ανταγωνιστικότητα, προσκαλώντας από τη μια πλευρά τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις να μεταφέρουν στη χώρα τις παραγωγικές τους μονάδες, και από την άλλη επιβάλλοντας δασμούς σε προϊόντα από χώρες ανταγωνιστές με πρώτη την Κίνα. Η στροφή αυτή φέρνει σε ευθεία σύγκρουση της δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, προμηνύοντας μελλοντικές συγκρούσεις. Ο ίδιος ο Τράμπ δηλώνοντας στο Νταβός ότι, «δεν θα είμαστε πλέον θύμα εμπορικών πρακτικών από χώρες όπως η Κίνα», εγκαινίασε τη νέα αυτή πολιτική επιβάλλοντας ταυτόχρονα δασμούς σε κινεζικά προϊόντα (κυρίως ηλιακά πάνελ και πλυντήρια), προκαλώντας κινεζικές αντιδράσεις.
Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή είναι η σχέσεις των Η.Π.Α με την Ευρώπη και ειδικότερα με το ΝΑΤΟ. Από τις πρώτες μέρες της προεδρίας του ο Αμερικανός πρόεδρος εξέφρασε έντονες αμφιβολίες για το κατά πόσον είναι προς το συμφέρον της χώρας η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, αλλά και αν θα μπορεί να ανταποκριθεί στο άρθρο 5 της συμμαχίας (περί συλλογικής άμυνας), πυροδοτώντας έντονες ανησυχίες στις χώρες- συμμάχους στην Γηραιά Ήπειρο. Στην ομιλία του μάλιστα στο τέλος του προηγούμενου έτους ο Ντόναλντ Τραμπ επισήμανε πως «δε θα επιτρέψω σε κράτη μέλη να είναι φειδωλά στις πληρωμές (προς το ΝΑΤΟ), ενώ εμείς εγγυούμαστε την ασφάλειά τους και είμαστε πρόθυμοι να κάνουμε πολέμους γι αυτά», ζητώντας αυξήσεις στις συνεισφορές των μελών προς τη συμμαχία. Οι δηλώσεις αυτές συντάραξαν συλλήβδην τις χώρες μέλη της συμμαχίας, ενώ άρχισε ένας νέος διάλογος μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση για σταδιακή απαγκίστρωση από το ΝΑΤΟ και τη δημιουργία ισχυρής ευρωπαϊκής άμυνας που μπορεί να οδηγήσει σε έναν οιονεί ευρωπαϊκό στρατό, ώστε να μπορέσει η Ευρώπη να στηριχθεί στις «δικές τις δυνάμεις» σύμφωνα με δηλώσεις της Ανγκέλα Μέρκελ.
Εξέχουσα θέση στην νέα αυτή εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α, καταλαμβάνουν οι εξελίξεις στην ασιατική ήπειρο. Ψηλότερα στην «ατζέντα» βρίσκεται το ζήτημα της Βορείου Κορέας. Μετά την πρώτη επιτυχημένη εκτόξευση διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου στις 4 Ιουλίου του 2017, από το καθεστώς του Κιμ Γιονγκ Ουν, που απέκτησε έτσι δυνατότητα να πλήξει τις Η.Π.Α σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση, ξεκίνησε μια μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ των κυβερνήσεων της Ουάσιγκτον και της Πιονκγιάνκ, για τη νέα αυτή πρόκληση. Εκτός από τα tweet του Αμερικανού προέδρου για το ποιος έχει το ισχυρότερο «κουμπί», η Αμερική εγκαινίασε ένα νέο κύμα κυρώσεων για την Βόρειο Κορέα μέσω των Ηνωμένων Εθνών ωθώντας την κατάσταση στα άκρα. Οι εξελίξεις αυτές ανησύχησαν τους παραδοσιακούς συμμάχους των Η.Π.Α στην περιοχή, την Ιαπωνία και την Νότιο Κορέα, οι οποίες μετά το σύνθημα «America First» του Τράμπ, αποφάσισαν την σταδιακή ανάπτυξη δικής τους στρατιωτικής δύναμης για κάθε ενδεχόμενο. Την ίδια στιγμή ένταση παρατηρείται και στην Νότια Σινική θάλασσα μεταξύ Κίνας και Η.Π.Α. Στο σημείο αυτό με κύριο αντικείμενο σύγκρουσης νησίδες που διεκδικούν διάφοροι γείτονες της Κίνας, οι αντιπαραθέσεις με τον αμερικάνικο έβδομο στόλο που είναι εγκατεστημένος στην περιοχή, είναι καθημερινές.
Επίσης σημαντικές είναι οι πρωτοβουλίες της νέας ηγεσίας στην Μέση Ανατολή. Η πολιτική των Η.Π.Α να εξοπλίζουν τους Κούρδους της Συρίας αλλά και να αποκλείουν κάθε μελλοντική επαναφορά του Μπασάρ αλ Άσαντ στην εξουσία φέρνει την Αμερική σε ευθεία αντίθεση με τη Ρωσία αλλά και με την μέχρι σήμερα σύμμαχο Τουρκία στην περιοχή. Έτσι αν και υπήρχαν στην αρχή της προεδρίας Τράμπ σημάδια συνεργασίας με το Κρεμλίνο, λόγω της Συρίας φαίνεται να αποτελούν παρελθόν. Την ίδια στιγμή η Τουρκία απομακρύνεται από τη δυτική σφαίρα επιρροής και επιχειρεί στρατιωτικά στην Σύρια στην περιοχή του Αφρίν εναντίον των Κούρδων του PKK.
Tέλος, είναι αξιοσημείωτες οι αλλαγές και στο διπλωματικό επίπεδο. Ο Τράμπ έβγαλε τις Η.Π.Α από τις συμφωνίες που «διαλύουν δουλειές» όπως η Συμφωνία Συνεργασίας Ειρηνικού (TPP), η Συμφωνία του Παρισιού για το περιβάλλον, αποχώρησε η αμερικανική αντιπροσωπεία από την UNESCO ενώ μείωσε κατά 285 εκατομμύρια δολάρια την αμερικανική συνεισφορά στα Ηνωμένα Έθνη λόγω ενός ψηφίσματος κατά της αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ από τις Η.Π.Α.
Εν κατακλείδι, είναι προφανές πως οι αλλαγές στην αμερικανική πολιτική θα είναι ραγδαίες υπό τον Τράμπ. Η στροφή στον απομονωτισμό και τον προστατευτισμό των Ηνωμένων Πολιτειών θα δημιουργήσει στρατηγικά κενά σε περιοχές του πλανήτη που θα πρέπει να καλυφθούν από άλλες δυνάμεις. Ακόμη ο οικονομικός ανταγωνισμός με την Κίνα μπορεί να εξελιχθεί σε σκληρότερη διαμάχη με παγκόσμιες επιπτώσεις. Η σταδιακή αποχώρηση των Η.Π.Α από περιοχές που έως σήμερα είχε την πρωτοκαθεδρία θα συμβάλλουν στην άνοδο νέων περιφερειακών δυνάμεων σε ένα πολυπολικό παγκόσμιο σύστημα με νέους ανταγωνισμούς.