Ως ευκαιρία απεγκλωβισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από ένα “βαρίδι” που εμποδίζει τις προσπάθειες της χώρας μας στα Βαλκάνια, αντιμετωπίζει τις διαπραγματεύσεις για την ονομασία της ΠΓΔΜ ο διεθνολόγος Νικόλαος Τζιφάκης.
Mιλώντας στα “Χ.ν.” ο αναπληρωτής καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, επισημαίνει ότι δεν πρέπει να εστιάζουμε στο ζήτημα του γεωγραφικού προσδιορισμού, θεωρεί ανευ νοήματος τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στην Ελλάδα και τονίζει την ανάγκη να ολοκληρωθεί η ευρωπαϊκή πορεία των Δυτικών Βαλκανίων με την Ελλάδα ως χώρα – οδηγό και όχι ως εστία προβλημάτων και διενέξεων.
• Το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ βρίσκεται ξανά στο προσκήνιο με ελπίδες επίλυσης. Φαίνεται όμως η δημόσια συζήτηση να γίνεται ξανά με τους όρους της δεκαετίας του ’90. Ποια είναι η εκτίμησή σας για τις εξελίξεις;
Δημιουργείται μια ευνοϊκή συγκυρία για την επίλυση της διαφοράς και αυτή η συγκυρία προέκυψε από την αλλαγή της κυβέρνησης στην ΠΓΔΜ. Η νέα κυβέρνηση υπό τον πρωθυπουργό Ζάεφ και τον ΥΠΕΞ Ντιμιτρόφ είναι πολύ πιο διαλλακτική, έχει επανειλημμένως αναγνωρίσει λάθη του πρόσφατου παρελθόντος και δείχνει διατεθειμένη να επιλυθεί η διαφορά με την Ελλάδα κάτω από νέες συνθήκες. Στην κατεύθυνση αυτή συνεισφέρει και η ελληνική στάση, η οποία τα τελευταία 2-3 χρόνια, οφείλω να ομολογήσω, έχει προτείνει μέτρα οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης. Άρα και από τις δύο πλευρές, τόσο στην Αθήνα όσο και στα Σκόπια υπάρχουν ηγεσίες που αντιλαμβάνονται ότι αυτή η διαφορά κράτησε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε.
Η διεθνής συγκυρία αυτή, συμπληρώνεται από την επικείμενη Σύνοδο του ΝΑΤΟ όπου η ΠΓΔΜ αναμένει να ενταχθεί ως κράτος μέλος, διαδικασία που είχε σταματήσει στη σύνοδο στο Βουκουρέστι. Νωρίτερα επίσης, Φεβρουάριο – Μάρτιο, αναμένεται η έκδοση της ετήσιας έκθεσης προόδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και εκεί είναι πιθανόν να προταθεί να ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις για την ένταξη της ΠΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε αυτό το κλίμα λοιπόν έχουμε ένα περιβάλλον που ευνοεί την επίλυση της διαφοράς. Δεν είναι γνωστές ακόμα οι λεπτομέρειες και δεν ξέρω πόσο κοντά είμαστε στη λύση. Καλή διάθεση δεν σημαίνει ότι έχουμε φτάσει και σε κοινά αποδεκτή λύση. Όμως όπως πολύ σωστά παρατηρήσατε, φαίνεται το πολιτικό μας σύστημα να μην έχει αντιληφθεί πλήρως ότι το πρόβλημα αυτό είναι δευτερεύον για την ελληνική εξωτερική πολιτική σε σχέση για παράδειγμα με τα ελληνοτουρκικά και ότι ο τρόπος με τον οποίο το έχουμε αντιμετωπίσει τα τελευταία χρόνια είναι εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων.
• Οι αντιδράσεις στην Ελλάδα, ακόμα και εντός της κυβέρνησης, εστιάζουν στη χρήση του όρου “Μακεδονία”. Τίθενται από τους διαφωνούντες ζητήματα ιστορικά.
Υπάρχει μια ιστορική και μια πολιτική διάσταση σε αυτό το ζήτημα. Η πολιτική διάσταση είναι ότι σήμερα έχουμε 137 αναγνωρίσεις ως Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Σε όλα τα φόρα με εξαίρεση οργανισμού που συμμετέχει η Ελλάδα, αλλά και Ευρωπαίοι εταίροι μας, τους ονομάζουν Δημοκρατία της Μακεδονίας με εξαίρεση τη Γαλλία και την Κύπρο. Ο διεθνής Τύπος τους ονομάζει Δημοκρατία της Μακεδονίας. Την ονομασία αυτή τη φέρουν από τη δεκαετία του ’40 όταν ο Τίτο δημιούργησε τη Δημοκρατία της Μακεδονίας εντός της Γιουγκοσλαβίας. Δεν έγινε ούτε το 1991 αυτό ούτε σήμερα. Κατοικούν στη γεωγραφική Μακεδονία, αλλά η ουσία της διαφοράς μας είναι ο αλυτρωτισμός και κατά πόσον αυτός ο σλαβόφωνος πληθυσμός έχει σχέση με την Αρχαία Ελλάδα. Με αυτά τα δεδομένα, οποιαδήποτε λύση θα τους αναγνωρίσει ως Μακεδόνες γεωγραφικά, και θα πρέπει να προσαρμοστεί στα πολιτικά δεδομένα που έχουν αυτή τη στιγμή δημιουργηθεί.
• Ο γεωγραφικός προσδιορισμός ως Μακεδόνες ενδέχεται μελλοντικά να δημιουργήσει κινδύνους για διεκδικήσεις; Γιατί σήμερα μπορεί να έχουμε στην ΠΓΔΜ μια μετριοπαθή κυβέρνηση και συνεργάσιμη όπως του Ζάεφ, αλλά στο μέλλον μπορεί να εκλεχθεί μια εθνικιστική, για παράδειγμα, ηγεσία.
Έχετε δίκιο, αλλά με όρους ισχύος, νομίζω ότι ο ισχυρός εταίρος εκ των δύο είμαστε εμείς. Άρα αν κάποιος εκ των δύο χωρών αισθάνεται την πίεση του άλλου, αυτός δεν είναι η Ελλάδα.
• Ανατρέχοντας στις διαπραγματεύσεις της δεκαετίας του ’90, φαίνεται σήμερα να πηγαίνουμε σε έναν συμβιβασμό που θα είναι λιγότερο καλός από αυτόν που θα μπορούσαμε να πετύχουμε τότε.
Σωστά. Το 91-92 οι συνθήκες ήταν αναμφίβολα ευνοϊκότερες.
• Η δική σας εκτίμηση για την ονομασία που θα δοθεί ποια είναι; Θα πάμε σε σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό;
Το πρόβλημα δεν είναι ο προσδιορισμός αυτός. Αν, δηλαδή, θα ονομάζονται Νέα ή Βόρεια Μακεδονία ή κάτι άλλο. Κακώς εστιάζουμε σε αυτή τη διάσταση. Το σημαντικότερο είναι ότι η λύση θα πρέπει να είναι erga omnes, δηλαδή να εφαρμοστεί απ’ όλα τα κράτη και στους διεθνείς οργανισμούς και όχι σε διμερές μόνον επίπεδο. Για να καταλάβουμε τη σημερινή διαφορά μας, oι γείτονές μας, μας λένε να τους αποκαλούμε όπως θέλουμε εμείς αλλά σε διμερές επίπεδο. Το ελληνικό αίτημα είναι η ονομασία που θα δοθεί να χρησιμοποιείται από όλα τα κράτη μέλη του ΟΗΕ και τους διεθνείς οργανισμούς. Για μένα λοιπόν έχει μεγαλύτερη σημασία το εύρος της εφαρμογής. Μπορούμε, για παράδειγμα, να πάρουμε έναν πάρα πολύ καλό προσδιορισμό που θα εφαρμοστεί σε διμερές επίπεδο, αλλά εμείς ούτως ή άλλως τους ονομάζουμε λαθεμένα Σκόπια, ταυτίζοντας μια χώρα με την πρωτεύουσά της.
• Αν φτάσουμε στη λύση της ονομασίας, θ’ αλλάξει η εικόνα της χώρας μας στα Βαλκάνια. Γιατί φαίνεται αυτή τη στιγμή να έχουμε μια γενιά στις γειτονικές χώρες που μεγάλωσε βλέποντας την Ελλάδα ως εχθρό ή ως πρόβλημα.
Υπάρχει ένα πρόβλημα. Οι ελληνικές δυνατότητες στην περιοχή είναι ανεκμετάλλευτες και αυτό έχει να κάνει με τη θέση μας στο Μακεδονικό ζήτημα με την επιδείνωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων -για την οποία βέβαια η Ελλάδα φέρει το μικρότερο μερίδιο ευθύνης- και τη στάση μας στο θέμα της αναγνώρισης του Κοσόβου. Άρα με τρεις βόρειες γειτονικές μας χώρες, έχουμε προβληματικές σχέσεις ή μάλλον όχι πλήρως ανεπτυγμένες σχέσεις και αυτό είναι ένα εμπόδιο για την ανάπτυξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή. Άρα το κλίμα θα είναι αρκετά ευνοϊκό για εμάς μετά τη λύση.
• Δεδομένου, λοιπόν, ότι η λύση στο θέμα της ονομασίας θα έχει πολυδιάστατη επίδραση στην εξωτερική πολιτική, θεωρείτε ότι είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει να το χειριστεί το ελληνικό Κοινοβούλιο ή θα πρέπει να τεθεί σε δημοψήφισμα, όπως κάποιοι υποστηρίζουν;
Θα ρωτήσουμε τον ελληνικό λαό πώς θέλει να ονομαστεί ο γείτονας λαός; Γιατί αυτό σημαίνει ένα δημοψήφισμα. Νομίζω λοιπόν ότι δεν υπάρχει χώρος για δημοψήφισμα στην Ελλάδα. Δυστυχώς, η γείτονα χώρα θέλει να κάνει δημοψήφισμα για το δικό τους όνομα. Κι αυτή είναι μια παράμετρος που κακώς δεν λαμβάνουμε υπόψη μας, γιατί δεν είναι σίγουρο ότι αυτό το δημοψήφισμα θα πάει καλά.
• Σωστά, γιατί δεν μιλάμε για ομοιογενή πληθυσμό αλλά για σλαβόφωνους, αλβανόφωνους κ.λπ.
Οι αλβανόφωνοι της ΠΓΔΜ είναι το θετικό στοιχείο γιατί αυτοί θα αποδεχθούν τη λύση, αλλά η εθνικιστική πλευρά των σλαβόφωνων δεν θα δεχθεί τον συμβιβασμό. Ο αλβανόφωνος πληθυσμός θα ψηφίσει οποιοδήποτε συμβιβασμό γιατί έτσι θα απεγκλωβιστεί η ενταξιακή προοπτική της ΠΓΔΜ στην Ε.Ε. Δεν τον ενδιαφέρει αυτόν τον πληθυσμό αν θα ονομάζονται Μακεδονία ή κάτι άλλο. Είναι οι πιο φιλικά προσκείμενοι σε μια συμβιβαστική λύση.
• Εν κατακλείδι τι προσδοκούμε το επόμενο διάστημα;
Ευχή πλέον το 2018 να είναι χρονιά επίλυσης και οι προσδοκίες να επιβεβαιωθούν. Να απεγκλωβιστεί η ελληνική εξωτερική πολιτική από ένα “βαρίδι” που εμποδίζει τις προσπάθειές της στην περιοχή. Να θυμίσω ότι το 2003 η Ελλάδα είχε την προεδρία της Ε.Ε. και στη σύνοδο της Θεσσαλονίκης -ορόσημο για τα δυτικά Βαλκάνια- καταφέραμε και αποφασίσαμε ότι το μέλλον των Δυτικών Βαλκανίων ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήμασταν μια χώρα οδηγός στις ενταξιακές προσπάθειες των χωρών αυτών. Σήμερα, με τα προβλήματα στις σχέσεις μας με την Αλβανία, με το Μακεδονικό και την εκκρεμότητα του Κοσόβου, η Ελλάδα είναι απομονωμένη από την περιοχή αυτή και πλέον είναι εμπόδιο παρά χώρα που ευνοεί την ευρωπαϊκή προοπτική της περιοχής.