Η χρηματοοικονομική μηχανική (financial engineering) αφορά τον σχεδιασμό και ανάπτυξη καινοτόμων χρηματοοικονομικών εργαλείων και υπηρεσιών που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των επιχειρήσεων και των καταναλωτών.
Χρησιμοποιεί και συνδυάζει χρηματοοικονομικές έννοιες με μαθηματικές και υπολογιστικές διαδικασίες, παρέχοντας έτσι αναλυτικές τεχνικές που υποστηρίζουν την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των νέων χρηματοοικονομικών προκλήσεων. Η αναλυτική αυτή προσέγγιση είναι απαραίτητη για τον σχεδιασμό μελετημένων προϊόντων και υπηρεσιών, όπως νέες μορφές χρηματοδότησης, επενδυτικά και καταθετικά προϊόντα, ασφαλιστικές υπηρεσίες, αλλά και την ανάπτυξη καινοτόμων διαδικασιών διαχείρισης χρηματοοικονομικών κινδύνων και ελέγχου που αποτελούν σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.
Ο σχεδιασμός και υλοποίηση τέτοιων χρηματοοικονομικών καινοτομιών, απαιτεί διαδικασίες ποσοτικής ανάλυσης ανάλογες με αυτές σε παραδοσιακούς τεχνολογικούς τομείς. Ειδικότερα, η χρηματοοικονομική μηχανική συνδυάζει: (α) τη θεωρία και γνώση σε θέματα οικονομικών επιστημών, (β) ποσοτικά εργαλεία από πεδία όπως της στατιστικής και της επιχειρησιακής έρευνας για την ανάλυση σύνθετων δεδομένων και τη μαθηματική τους μοντελοποίηση ιδίως υπό το πρίσμα αβεβαιότητας και κινδύνου, και (γ) υπολογιστικές υλοποιήσεις χρησιμοποιώντας τεχνολογίες πληροφορικής που καλύπτουν θέματα διαχείρισης μεγάλων όγκων χρηματοοικονομικών δεδομένων και την τελική ενσωμάτωση των χρηματοοικονομικών καινοτομιών στη λειτουργική δομή και τις διαδικασίες μιας επιχείρησης.
Οι σύγχρονες τάσεις στο πεδίο της χρηματοοικονομικής μηχανικής καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Για παράδειγμα, ο Tapiero (“The Future of Financial Engineering”, 2013) αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:
• Tην ανάπτυξη διεθνών δικτύων που διαμορφώνουν οικονομικούς κολοσσούς «πολύ μεγάλους για να αποτύχουν» (too big to fail), αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις «πολύ μεγάλους για να διασωθούν» (too big to rescue).
• Την παγκοσμιοποίηση.
• Την ταχύτατη ανάπτυξη ενός μεγάλου συνόλου ηλεκτρονικών υπηρεσιών στον χρηματοοικονομικό χώρο (e-finance).
• Την ανάπτυξη νέων κανονιστικών ρυθμίσεων όσον αφορά τους συστημικούς κινδύνους.
• Τις εξελίξεις σχετικά με το περιβάλλον, την πολιτική, την κοινωνία και τις συνέπειες των αλλαγών στα πεδία αυτά.
• Την επέκταση των παραδοσιακών χρηματοοικονομικών μοντέλων στις νέες συνθήκες αυξημένης αβεβαιότητας και αστάθειας.
Επιπλέον, η πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση δημιούργησε μία νέα “παγκόσμια πραγματικότητα” θέτοντας εν αμφιβόλω την πεποίθηση ότι οι αγορές μπορούν να αυτορυθμιστούν και καταδεικνύοντας την αναντιστοιχία μεταξύ των καθιερωμένων χρηματοοικονομικών μοντέλων και πρακτικών με τις εξελίξεις σε βασικές μακροοικονομικές μεταβλητές. Επιπλέον, η “αποτυχία” των χρηματοοικονομικών μοντέλων να “προβλέψουν” την κρίση και η “αποτυχία” των μηχανισμών διαχείρισης κινδύνων, κατέρριψαν τις εσφαλμένες αντιλήψεις ότι: (α) σχεδιασμοί βασισμένοι σε αυστηρές μαθηματικές και στατιστικές αναλύσεις είναι ακριβείς και (β) ότι τα σωστά εργαλεία διαχείρισης των χρηματοοικονομικών κινδύνων οδηγούν στην εξάλειψη των κινδύνων αυτών.
Στο πεδίο της χρηματοοικονομικής μηχανικής, τα ποσοτικά μοντέλα ανάλυσης που χρησιμοποιούνται περιγράφουν χρηματοοικονομικά φαινόμενα, τα οποία καθορίζονται από την απρόβλεπτη συμπεριφορά ενός μεγάλου αριθμού εμπλεκομένων (εποπτικοί φορείς, επιχειρήσεις, ιδιώτες). Τέτοια μοντέλα δεν μπορούν παρά να είναι “προσεγγιστικά”, καθώς οι χρηματοοικονομικές αγορές δεν ακολουθούν προκαθορισμένα πρότυπα με συστηματικό τρόπο.
Παρά τις ατέλειές τους, τα ποσοτικά μοντέλα ανάλυσης είναι πλέον απαραίτητα για το χρηματοοικονομικό σχεδιασμό κάθε σύνθετου επιχειρηματικού οργανισμού, καθώς ο όγκος και η πολυπλοκότητα της πληροφορίας που αντιμετωπίζουν μεγάλες επιχειρήσεις και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθιστά αδύνατη τη λήψη αποφάσεων χωρίς κατάλληλα υποστηρικτικά εργαλεία. Είναι όμως εμφανές ότι απαιτείται η βελτίωση των χρηματοοικονομικών μοντέλων και ο εμπλουτισμός τους με νέα στοιχεία.
Αρχικά η κρίση έχει δημιουργήσει έναν μεγάλο όγκο δεδομένων για τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων, των ιδιωτών, αλλά και των φορέων λήψης αποφάσεων πολιτικής σε ακραίες συνθήκες. Η ανάλυση των δεδομένων αυτών δημιουργεί σταδιακά νέα γνώση που είναι απαραίτητη για την προσαρμογή των υπαρχόντων μοντέλων, με έμφαση στην ανάπτυξη νέων τρόπων καταγραφής και μέτρησης των χρηματοοικονομικών κινδύνων με διαφανή και ουσιαστικό τρόπο.
Παράλληλα, σταδιακά αναδεικνύονται νέα θέματα, τα οποία εισάγουν μια νέα οπτική στη λειτουργία επιχειρήσεων και οργανισμών. Ενδεικτικά αναφέρονται θέματα εταιρικής διακυβέρνησης (corporate governance) και εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (corporate social responsibility), τα οποία έρευνες έχουν δείξει ότι συνδέονται με τη χρηματοοικονομική λειτουργία και τις επιδόσεις επιχειρήσεων και οργανισμών. Η ενσωμάτωση τέτοιων παραμέτρων εισάγει μια νέα “ποιοτική” διάσταση, η οποία μπορεί να περιορίσει τους κινδύνους που απορρέουν από τα υπάρχοντα μοντέλα, τα οποία βασίζονται σε παρελθοντικά (στατιστικά) δεδομένα. Η υιοθέτηση αυτής της νέας αντίληψης οδηγεί σε μια πολυκριτήρια προσέγγιση στη λήψη χρηματοοικονομικών αποφάσεων, η οποία αποτελεί μια σημαντική εναλλακτική έναντι “παραδοσιακών” μοντέλων που επικεντρώνονται στη μεγιστοποίηση της αξίας των μετόχων (wealth maximization) ή σε στατιστικά μέτρα απόδοσης και κινδύνου. Μία πολυκριτήρια προσέγγιση επιτρέπει τη συνεκτίμηση πολλαπλών ποσοτικών και ποιοτικών παραγόντων και τη συστηματική και δομημένη ανάλυση των παραχωρήσεων μεταξύ τους, σύμφωνα με τους στόχους μιας επιχείρησης ή οργανισμού.
Συνεπώς, η παράλογη χρήση εργαλείων από το χώρο της χρηματοοικονομικής μηχανικής όντως συνέβαλε στο ξέσπασμα της πρόσφατης κρίσης και δημιούργησε ταυτόχρονα έντονο προβληματισμό για τις πρακτικές που ακολουθούνται στο χώρο αυτό. Ο προβληματισμός όμως αυτός, δημιουργεί σταδιακά μια εναλλακτική αντίληψη για τον τρόπο με τον οποίο τα μοντέλα χρηματοοικονομικού σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων μπορούν να γίνουν ρεαλιστικότερα, λειτουργικότερα, πιο ευσταθή και λιγότερο μονοδιάστατα. Αυτό βέβαια δεν θα αποτρέψει νέες κρίσεις στο μέλλον, αλλά θα μπορούσε να βοηθήσει όλους τους εμπλεκομένους να αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη επιτυχία τις ευκαιρίες που δημιουργούνται και τις σύνθετες προκλήσεις που αυτές συνεπάγονται.