Άδολη φιλία πράξη 41η
Δυο κουζουλοί εσμίξανε τσι ρίμες τους να πούνε,
των γνωστικών τα όνειρα αληθινά να βγούνε.
Χαρές μα και σε λύπησες, στο φίλο θα σταθούμε,
κι αν έχουμε φιλότιμο, αξίζει του να ζούμε.
Σφηναριώτης
Μιλάει για τα κοινωνικά ο Σφηναριώτης
Σταυρόλεξα δε λύνω γω, δεν έχω τόση μνήμη,
μη με ζαλίζεις ‘δερφοχτέ, σαν το ουζάκι «φήμη».
Κι αν εγυρεύεις αφορμή, καινούργια κόντρα νάχεις,
γαγιέρνει πάντα ο καιρός, στο δρόμο μου, μη λάχεις.
Απόψε φίλε γκαρδιακέ, για σοβαρά θα πούμε,
τη σάτιρα θ’ αφήσουμε κι ολόγυρα ας δούμε.
Εκείνο που θαμάζω το, εις τα Χανιά που ζούμε,
για τις χαρές και λύπες μας, πολλά ‘χουμε να πούμε.
Εις το κακό και το καλό, ο κόσμος συμμετέχει,
λεβέντης ειν’ ο Κρητικός και το σωστό κατέχει.
Ντε λόγο θα παραβρεθεί κι όλα τα βαν’ στη μπάντα,
αν γάμος, βάφτιση γενεί, κηδεία ή σαράντα.
Πολύ τιμούνε τους νεκρούς κι έχει μεγάλ’ αξία,
δείχνουν αγάπη σεβασμό κι αυτό ‘ναι η ουσία.
Τους βλέπω κάθε Κυριακή, απ’ το πρωί να τρέχουν,
να πάνε σε μνημόσυνα ‘ποχρέωση το έχουν.
Κι ένας λευίτης πέθανε, παπά Ελπιδοφόρος,
ήταν σεμνός και ταπεινός, άξιος ρασοφόρος.
Η μοίρα τον περέπαιξε, του έστησε παγίδα,
κι εκείνος μέσα έπεσε, δεν κράταγε πυξίδα.
Χιλιάδες κόσμος έτρεξε, αντίο να του πούνε,
εις την κηδεία που ‘γινε και να τον ασπαστούνε.
Πολλοί παπάδες ήρθανε, μπορεί νάταν σαράντα,
κι ο σεβαστός μας Δέσποτας, που πρώτος πάει πάντα.
Σε άλλους τόπους και χωριά, στην άλλη την Ελλάδα,
δεν πάνε ν’ άψουνε πολλοί, κερί, μηδέ λαμπάδα.
Για γάμους θα μιλήσουμε, σε άλλη ευκαιρία,
πιλάφι να χορτάσουμε, βραστό, ψητό και κρύα.
Σφηναριώτης
Κι ο ’Νιαχωριανός συνεχίζει
Για τα παλιά μας έθιμα, ας κάνουμε κουβέντα,
που τώρα πάλι με τσιγκλάς κι έχουμε λίγη ρέντα.
Για έθιμα λυπητερά, που στέκονται στην Κρήτη,
ιδίως στα μνημόσυνα, του κάθε μακαρίτη.
Που τους νεκρούς τους πάντοτε, οι Κρητικοί τιμούνε
και τρέχουν κάθε Κυριακή, μην παρεξηγηθούνε.
Κοινωνικές τις θεωρούν, αυτές υποχρεώσεις,
γράφε ανταποδοτικές, θα πάρεις και θα δώσεις.
Το Κρητικό φιλότιμο, που πιλαλά τη σκέψη,
δεν λέει τ’ αφιλότιμο, ποτέ του να στερέψει.
Αγώνες κάνουν το πρωί, τση Κυριακής στους δρόμους,
και έχουνε προβλήματα, συχνά με τροχονόμους.
Από το ένα τρέχουνε, μνημόσυνο στο άλλο,
ένα κερί ν’ ανάψουνε, με κίνδυνο μεγάλο.
Παλιότερα πηγαίνανε, μ’ άλογα και γαϊδούρια,
ίσια που προλαβαίνανε, δεν είχαν τόση φούρια.
Περνούσαν και για το κρασί, απ’ του νεκρού το σπίτι,
έτσι για το συγχωρεμό, πάντα του μακαρίτη.
Τώρα με τ’ αυτοκίνητα, ευχέρειά ‘χουν άλλη,
τρέχουν σε περισσότερα, μέσα σε παραζάλη.
Το έθιμο καλά κρατεί κι αντέχει μεσ’ το χρόνο,
από γενιά σ’ άλλη γενιά, γερό ‘χει χτίσει θρόνο.
Ανάλογ’ είν’ η μάζωξη και στις κηδείες πάντα,
στους τεθλιμμένους συγγενείς, όλοι κρατούν αβάντα.
Κόσμος μαζεύεται πολύς, να τον κατευοδώσει
και στον προκείμενο νεκρό, συγχώρεση να δώσει.
Εθίματα για τις χαρές, έχουμ’ εμείς στην Κρήτη,
που θα τα πούμε άλλη φορά, ή μόνος μου την Τρίτη.
’Νιαχωριανός.