Ρίξε κάστανα στη θράκα
βάλε στο φλασκί ρακή
να την πιούμε στην υγειά σας
π’ η καρδιά μας θάν’ εκεί.
Σφηναριώτης
Ο ‘Νιαχωριανός για συνταξιούχους,
νοιάζεται και νουθετεί
Για κείνους που στη σύνταξη, βγαίνουν εδώ να πούμε
κι αν λάχει φίλε Γιώργο να, κονταροχτυπηθούμε.
Όταν στη σύνταξη θα βγεις, απόμαχος δεν είσαι,
μην νιώθεις ότι γέρασες, μεσήλιξ θεωρείσαι.
Εις τα εξήντα όταν πας, δεν είσαι τελειωμένος,
έχεις μπροστά σου μια ζωή, νιώθ’ ευχαριστημένος.
Υγεία να ‘χεις μοναχά, να κάνεις το σταυρό σου
και ο Μεγαλοδύναμος, θα είναι στο πλευρό σου.
Τότε κι εσύ ν’ ασχοληθείς, με κάτι που σ’ αρέσει
και μέσα στον περίγυρο, να ‘χεις δική σου θέση.
Για να μη μπαίνεις συνεχώς, στα πόδια τση γυναίκας
και να σου πει στην υστεργιά, πως κάτι τση πελέκας.
Ένα ταλέντο σου κρυφό, να αξιοποιήσεις,
χρόνο μετράς ελεύθερο, έτσι μην τον αφήσεις.
Καθένας κρύβει μέσα του, λανθάνουσες δυνάμεις,
σ’ αυτές αν βρεις διέξοδο, θαύμα μπορείς να κάμεις.
Προσπάθεια χρειάζεται κι υπομονή μεγάλη,
να βγει στην επιφάνεια, μία πτυχή σου άλλη.
Που δεν την γνώριζες ποτέ, γιατ’ ήτανε κρυμμένη,
μέσα στα βάθη της ψυχής, σαν καμουφλαρισμένη.
Όταν την πιο κατάλληλη, θα εύρη ευκαιρία,
δειλά προβάλλει στην αρχή, λείπει η εμπειρία.
Μα σαν θα αποκαλυφθεί και βγει στον έξω κόσμο,
αν καλλιεργηθεί σωστά, μυρίζει σαν το δυόσμο.
Εγώ μετά τη σύνταξη, το έριξα στη ρίμα,
ενώ ως τα εξήντα μου, δεν είχα πάρει βήμα.
Και όσο ζω θα το τραβώ, σε τούτη να τη ρότα,
εκτός κι η παρεούλα μας, αν θα μου δείξει …πόρτα.
Γιατί την πιο καλή ζωή, τηνε περνάω τώρα,
παρ’ όλη την ατσιποδιά που κυνηγά τη χώρα.
Εννιαχωριανός
Κι ο Σφηναριώτης με καημό
λέγει τα των κοπελιώ
Πολλά σοφά μου τα ‘γραψες απόψε βρε Γιαννάκη,
ν’ αποκριθώ χρειάζομαι και γνώση και μεράκι,
γερόντισσες καλόγνωμες και βόηθα με λιγάκι,
εις το ΚΑΠΗ για να βρεθώ, να νιώσω γεροντάκι.
Κοπέλια να ‘χ’ πολλώ χρονώ, με γένια και μουστάκι,
να ‘δώ εκειέ το πώς περνούν, πώς πίνουν το τσαγάκι.
Αθόγαλο πώς καταλούν, ζεστό απ’ το φλασκάκι
και το γιαούρτι πώς τρυπούν, με δίχως το καϊμάκι.
Να δω και πώς καπνίζουσι, παντέρμο το φαρμάκι,
σε συλλογή να πέσ’ ευτύς, να βάλ’ ένα χεράκι,
που το συνταξιούχο ‘γω, θωρώ τον κοπελάκι,
αμούστακο και ζωηρό, προχού γενεί αντράκι.
Ενά ‘χω γω να τους ειπώ, το γράφω στο στιχάκι,
ποτέ μη λένε «ξόφλησα», δε ντρέπονται λιγάκι;
Για όλους θέση θα βρεθεί, μπορεί κι ένα μανάκι
κι ως να χαρούνε δω και μπρος, ζωής το κερασάκι.
Και γροίκα ‘παέ ντα σκέφτομαι, για κάθε γεροντάκι,
προχού να πάω ήσυχος, να θέσω στο κονάκι.
Μα πώς να κοιμηθώ οπού, ορθάνοιχτο ‘ν’ το μάτι;
θε να τα πω να λαφρωθώ, το ήβαλα ινάτι.
Κανένας μη ‘ρωτεύεται, καρέκλα και σκαμνάκι,
μηδέ κρεβάτι να ζητά, καλλιά ‘ν’ στο ταβερνάκι.
Η ξάπλα είναι φοβερή, το καθισιό φαρμάκι,
μανήτες θα φυτρώσουνε, χτύποι στο καμπανάκι.
Ολημερίς να τριγυρνάς, να κάμεις κηπαλάκι,
λάδι να παίρνεις απ’ τσ’ ελιές, κρασί ‘π’ το αμπελάκι.
Κι οι παχουλές γερόντισσες μ’ ένα καυτό σορτσάκι,
γυμναστική να κάνουσι, πρωί ή το βραδάκι.
Κι εσύ που είσαι τυχερός, σα το ‘Νιαχωριανάκι
κι έχεις ταλέντο σπρώξε το, με πάθος και μεράκι.
Σφηναριώτης