Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου, 2024

‘Νιαχωριανός & Σφηναριώτης

Δυο κουζουλοί εσμίξανε τσι ρίμες τους να πούνε,

των γνωστικών τα όνειρα αληθινά να βγούνε.

Aδολη φιλία πράξη 50η

Το γέλιο είναι στη ζωή
αλάτσι και πιπέρι
όντες κι αρχίσει να βροντά
την ξαστεριά θα φέρει.

Κι οι κουζουλοί γι αδερφοχτοί
τσι ρίμες των απλώνουν
προχού λαλήσ’ ο πετεινός
εκείνοι ξημερώνουν.

Σφηναριώτης

Πάλι κοντράρ’ ο Σφηναριώτης
Ψάχνω σε ‘πόψ’ αδερφοχτέ και μου ‘ρχεται να σκάσω,
τηλέφωνο δεν απαντάς, θαρρώ πως θα το σπάσω.
Γράφω τη ρίμα μοναχός, μπορεί να την αλλάξω,
που δεν τσιγκλάς και νοσταλγώ, κοντεύω να πλαντάξω.
Κατέω το πως γύριζες, στα όρη γι αμανίτες
και μάζωξες μιαν αγκαλιά, μονάχα κουμαρίτες.
Τσι έφαγες μονάχος σου και γυάλισε το μάτι,
σαν μέθυσες με μαρουβά κι έπεσες στο κρεβάτι.
Μα ‘χω πολλά να σου θλογώ, μη λάχει και ξεχάσω,
πάρε μ’ ευτύς τηλέφωνο, φοβάμαι μη σε χάσω.
Μα, νάσου που ξετρύπωσες, χαρώτο το Γιαννάκι,
καλά σ’ εσύ μα πηλαλάς, για το μικιό ‘γγονάκι.
Που έπαθε ντα έπαθε, κοιλίτσα του πονούσε,
θαρρώ μανίτες ήφαγε, που δεν τους εγροικούσε.
Κι ακόμα μία συμβουλή, θα πρέπει να σου δώσω,
κάτσε στ’ αυγά σ’ αδερφοχτέ και μη γυρίζεις τόσο.
Ο δορυφόρος σ’ έπιασε, στου Βλάτους τσι χαράδρες,
για κάστανα που έψαχνες κι έφταξες στσι μαδάρες.
Θαρρώ πως Ρίχτερ έψαχνες, που πρόσφατα τιμήσαν
κι ανάθεμά τσι γι άμυαλοι, ντε λόγο την πατήσαν.
Μα τούτο είν’ ευτράπελο, τη ρίμα μουτζουρώνει,
θε νά ρθ’ η ώρα γλήγορα, που δε θα καμαρώνει.
Έλα στο Σφηναράκι μου, λιγάκι να τα πούμε
κι αν άψουνε τα αίματα, το πρώτο, θα το πιούμε.
Μαρίδα έχει μπόλικια, στο φούρνο φασουλάδα,
μπορεί και να ξεχάσουμε, ειντά τραβά γι Ελλάδα.
Νύχτα να έρθεις προτιμώ, μη σ’ εύρει γι εφορία,
θα μπλέξεις άσχημα ‘νοώ, και θα χεις φασαρία.

Σφηναριώτης

 

Κι αντιστέκ’ ο ‘Νιαχωριανός

Πάλι μου μπαίν’ αδερφοχτός και κόντρες θέλει να ‘χει,
κι ας τ’ αποφύγ’ όσο μπορώ, σα νά ’τανε συνάχι.
Που ‘ρχεται χειμωνιάτικα και μας χτυπά την πόρτα,
κάθε που ξεπορτίζουμε, να βρούμε λίγα χόρτα.
Τώρα που ήρθ’ η εποχή, που βγαίνε το ροδίκιο
και βρίσκ’ ικανοποίηση, κάθε φτωχού το δίκιο.
Μα κι οι μανίτες γίνονται, σπουδαίο μεζεδάκι,
ψημένοι εις τα κάρβουνα, τραβάνε το κρασάκι.
Όμως στο Βλάτος βγήκανε, από λιγιάς οφέτος,
ποια η αιτία του κακού, όμως δεν είμαι νέτος.
Μα άκουσα πως τσί ‘βρηκαν, αλλού με το τσουβάλι
και τρώνε καθημερινά, με όρεξη μεγάλη.
Όμως τσιμπούσια σαν κι αυτά, η Μέργκελ άμα βλέπει,
σύντομα είμαι σίγουρος, δεν θα τα επιτρέπει.
Τη δίαιτά μας σε χαρτί, εκείνη θα χαράζει,
δεν ξέρω μα μου φαίνεται, οπίσω φούρνος βράζει.
Πολύ στη μύτη μπαίνει μας, τα τελευταία χρόνια,
Μας θέλει υποταχτικούς, για μια ζωή αιώνια.
Και αν οι κυβερνώντες μας, της κάνουν το χατίρι,
Πρέπει να καταλάβουνε, πως κάνουν …χαρακίρι.
Από τα χόρτα άρχισα και από τσι μανίτες,
Μα σκέφτομαι για σήμερα, να φάω τηγανίτες.
Αφράτους πεντανόστιμους, με φρέσκο πετουμέζι,
Και τσικουδιά με ρέγουλα, γιατί δεν περιπαίζει.
Η κρίση κι αν μας χτύπησε, δεν βάζω ντο ‘γω κάτω,
Μ’ αδερφοχτό θα κάνουμε, εβίβα κι άσπρο πάτο.
Αν και μεγάλ’ απόσταση, εμάς τσι δυο χωρίζει,
Απ’ του Κουτρούλι μια κορφή, Σφηνάρι μου βγορίζει.
Και μέσ’ απ’ τα Εννιά Χωριά, Παπαδιανά και Κάμπο,
Μια ώρα μόνο με δικά, στην πόρτα του για να ‘μπω.
‘Νιαχωριανός


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα